Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών στην Ουγγαρία επιβεβαίωσαν την κυριαρχία του Βίκτορ Ορμπαν και του Φιντέζ στην ουγγρική πολιτική σκηνή, ενώ παράλληλα το ακροδεξιό Γιόμπικ σφράγισε την ισχυρή παρουσία του. Ο Νίκος Φωκάς, καθηγητής κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Eötvös Loránd της Βουδαπέστης αναλύει στο Tvxs.gr την σαρωτική νίκη της Κεντροδεξιάς και το καθεστώς Όρμπαν, την Κεντροαριστερά που ακόμη “ψάχνεται”, και την άνοδο του Γιόμπικ, της νεοναζιστικής οργάνωσης που τελευταία, και κυρίως προεκλογικά, θυμήθηκε τη “μετριοπάθεια”. 

Ads
 

Στις βουλευτικές εκλογές το Φιντέζ του Βίκτορ Ορμπαν συγκέντρωσε ποσοστό 44% κερδίζοντας 133 από τις 199 έδρες. Ο Κεντροαριστερός συνασπισμός συγκέντρωσε το 26%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 38 έδρες. Τρίτο κόμμα το Γιόμπικ που κέρδισε περίπου το 20% των ψήφων και 23 έδρες. Το παζλ του ουγγρικού κοινοβουλίου, συμπληρώνουν οι “Πράσινοι” με 5% και πέντε έδρες. 

Η πρώτη εντύπωση και το καθεστώς Όρμπαν

“Είναι αλήθεια πως το κυβερνών κεντροδεξιό κόμμα φαίνεται να έχει σημειώσει μια σαρωτική νίκη με μια διαφορά περίπου 20%, καταλαμβάνοντας τα 2/3 των εδρών. Πρόκειται για μια τεράστια πλειοψηφία που δίνει τη δυνατότητα να “κόψεις” και να “ράψεις” ακόμη και το Σύνταγμα. Με τόσο ισχυρή πλειοψηφία στην ουσία δεν υπάρχουν νομικά και θεσμικά φράγματα για την εκτελεστική εξουσία και αυτό σίγουρα είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα”, αναφέρει ο Νίκος Φωκάς στο Tvxs.gr. Ωστόσο σημειώνει πως η εικόνα της “σαρωτική νίκης” αποτελεί μόνο την “πρώτη εντύπωση”. Όπως εξηγεί το Φίντεζ έχασε περίπου 600.000 ψήφους και τα ποσοστά του υποχώρησαν αρκετές μονάδες από την προηγούμενη εκλογική μάχη του 2010, όταν είχε συγκεντρώσει πάνω από 50%. “Το υψηλό ποσοστό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα υψηλά ποσοστά αποχής. Η συμμετοχή κινήθηκε περίπου στο 60%. Η χαμηλή συμμετοχή αποτέλεσε και μια επιδίωξη της Κεντροδεξιάς καθώς ο χώρος κατέγραφε προεκλογικά πολύ μεγαλύτερη συσπείρωση σε σχέση με την αντιπολίτευση. Έτσι με τη μεγάλη αποχή, επιτυγχάνεται μια μεγάλη νίκη”. 

Ads

Ένα δεύτερο στοιχείο που συντέλεσε στη σαρωτική νίκη του Όρμπαν ήταν και το νέο εκλογικό σύστημα, που προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης το προηγούμενο διάστημα. “Πρόκειται για ένα εκλογικό σύστημα που έχει φτιαχτεί στα μέτρα του Φιντέζ, το οποίο προβλέπει σημαντική ενίσχυση του πρώτου κόμματος και επιπλέον πριμοδότηση όταν καταγράφονται μεγάλες διαφορές. Ενδεικτικό είναι πως με το νέο εκλογικό σύστημα από τις 106 μονοεδρικές περιφέρειες το Φιντέζ κέρδισε τις 96. Η Κεντροδεξιά κέρδισε το 44% των ψήφων αλλά ελέγχει το 66% του κοινοβουλίου και αυτό οφείλεται στο νέο σύστημα”, τονίζει ο κ. Φωκάς. 

Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο είναι ο ρόλος των ΜΜΕ. Στην ουσία το Όρμπαν ελέγχει πλήρως τα μέσα ενημέρωσης. “Η δημόσια τηλεόραση, συνολικά τρία κανάλια, ελέγχεται πλήρως από το Φιντεζ. Η δημόσια τηλεόραση δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα μέσο κυβερνητικής προπαγάνδας”, σημειώνει ο Νίκος Φωκάς. Υπενθυμίζεται πως στα τέλη του 2010 η κυβέρνηση του Όρμπαν, με σχετικό νόμο, ίδρυσε την Κρατική Αρχή Μέσων Ενημέρωσης, μια αρχή που ελέγχεται πλήρως από το Φιντέζ και με τη σειρά της ελέγχει όλα τα μέσα ενημέρωσης. “Η κατάσταση είναι φοβερή Μας λένε ποιες φράσεις να γράψουμε και με ποια σειρά”, αναφέρουν δημοσιογράφοι σε δημόσιο μέσο ενημέρωσης. 

Ο Νίκος Φωκάς υπογραμμίζει πως “με μια πρόσφατη νομοθεσία απαγορεύτηκαν οι πολιτικές διαφημίσεις στα ιδιωτικά κανάλια. Με αυτόν τον τρόπο η αντιπολίτευση είχε πολύ μικρή πρόσβαση στα ΜΜΕ. Πρόσφατα η λεγόμενη δημόσια τηλεόραση μετατράπηκε σε απλό μέσο κυβερνητικής προπαγάνδας. Η δημόσια τηλεόραση, τρία κανάλια, ελέγχεται πλήρως από το Φιντεζ. Μέχρι σήμερα τα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια δεν έπαιζαν καθοριστικό πολιτικό ρόλο στην Ουγγαρία καθώς ελέγχονταν από ξένους επιχειρηματίες. Πρόσφατα μια ομάδα επιχειρηματιών, χωρίς ακόμη να γνωρίζουμε ποιοι, αγόρασαν το μεγαλύτερο ιδιωτικό κανάλι και λέγεται πως πρόκειται για επιχειρηματίες που πρόσκεινται στον Ορμπάν. Ελάχιστες εφημερίδες και πολύ μικρά κανάλια εκφράζουν πλέον έναν αντιπολιτευτικό λόγο”.

Το απόλυτο έλεγχο των μέσων ενημέρωσης από τον Όρμπαν επισήμανε στο Tvxs.gr και ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας της Ουγγαρίας, Λαοκράτη Κοράνη, “Η αντιπολίτευση εμφανίστηκε ελάχιστα προεκλογικά, ενώ την ίδια στιγμή τα κανάλια αποκάλυπταν σκάνδαλα κατά της αντιπολίτευσης της προηγούμενης τετραετίας”. Ενδεικτικά ο κ. Κοράνης ανέφερε το παράδειγμα της αποκάλυψης ενός μυστικού τραπεζικού λογαριασμού στην Αυστρία που ανήκε σε έναν από τους αντιπροέδρους της Κεντροαριστεράς. “Η υπόθεση βγήκε ένα μήνα πριν από τις εκλογές με αποτέλεσμα να πέσουν τα ποσοστά της αντιπολίτευσης”. Δημοσιογράφος στα μέσα ενημέρωσης σημείωνε προεκλογικά πως “δεν μπορώ να ρωτήσω τους υπεύθυνους της αντιπολίτευσης για το προεκλογικό πρόγραμμά τους, ωστόσο οφείλω να τους ρωτήσω για το πρόσφατο σκάνδαλο”.

Τον ρόλο των ΜΜΕ τόνισε και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), που είχε και την επίβλεψη για την εκλογική διαδικασία. “Μια περιοριστική νομοθεσία για την προεκλογική εκστρατεία, μια μεροληπτική κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης και προεκλογικές δραστηριότητες που θόλωναν τον διαχωρισμό ανάμεσα στο πολιτικό κόμμα και το κράτος παρείχαν ένα ανάρμοστο πλεονέκτημα στο κύριο κόμμα στην εξουσία“, δήλωσε ο Πορτογάλος βουλευτής Αντάο Σίλβα, ο οποίος ήταν ο συντονιστής της ομάδας των παρατηρητών του ΟΑΣΕ στις ουγγρικές εκλογές.

Επιπλέον ο Νίκος Φωκάς επισημαίνει και τον έλεγχο των ελεγκτικών υπηρεσιών και γενικότερα του κρατικού μηχανισμού. “Υπάρχει γενικός ένας περιορισμός ελευθεριών από το καθεστώς Όρμπαν. Ο σχηματισμός και η στελέχωση των ελεγκτικών μηχανισμών προϋποθέτει από το νόμο τη ψήφιση από τα 2/3 των βουλευτών. Κανείς δεν περίμενε πως ένα κόμμα θα ελέγχει τα 2/3 των εδρών και θα μπορεί να λειτουργεί ανεξέλεγκτα, τοποθετώντας τους δικούς του ανθρώπους. Και να έχανε τις εκλογές το Φιντέζ ουσιαστικά θα παρέμενε στην εξουσία”

Η οικονομία της επικοινωνίας

Επί των ημερών του η φτώχεια έχει αυξηθεί. Το 2013 το ΑΕΠ της Ουγγαρίας βρέθηκε στα επίπεδα του 2004, όπως είχε συμβεί και το 2009, όταν αποχώρησε η κυβέρνηση της Κεντροαριστεράς. Γενικότερα η απόδοση της ουγγρικής Οικονομίας είναι πάρα πολύ χαμηλή. Ο Όρμπαν κέρδισε χρόνο λόγω της ρήξης του με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο και αποχώρησε από τη Βουδαπέστη. Ωστόσο ο Όρμπαν ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό ένα σκληρό οικονομικό πρόγραμμα, αντίστοιχο με αυτό που πρότειναν οι πιστωτές, και στην ουσία στηρίζεται σε μια “πολύ καλή επικοινωνιακή πολιτική, η οποία όμως δεν σχετίζεται με την πραγματικότητα“, σημειώνει ο κ. Φωκάς, υπογραμμίζοντας τη βασική αρχή του Ούγγρου πρωθυπουργού. “Πρόκειται για μια μακροχρόνια αντίληψη στην Ουγγαρία, μια πολιτική και πολιτισμική παράδοση. Αυτή η βασική αρχή που προβάλλει και ο Όρμπαν είναι πως “για τίποτα δεν φταίμε εμείς, για όλα φταίνε οι άλλοι. Δεν φταίει η κυβέρνηση, δεν φταίει το κράτος”. Οι άλλοι στην περίπτωση του Όρμπαν είναι οι ξένοι και κυρίως η ΕΕ. “Γενικότερα ο λόγος του χαρακτηρίζεται από έντονα εθνικά και λαϊκίστικα στοιχεία. Κενός λόγος αλλά πειστικός για τον μέσο Ούγγρο ψηφοφόρο”, τονίζει ο Νίκος Φωκάς, σημειώνοντας πως στην πραγματικότητα άλλα συμβαίνουν. 

Με την ανακοίνωση του αποτελέσματος των εκλογών ο Όρμπαν επισήμανε δύο πράγματα για τη ψήφο των Ούγγρων. Το πρώτο που δήλωσαν οι Ούγγροι με τη ψήφο τους, κατά τον πρωθυπουργό της χώρας, είναι πως δεν επιθυμούν “επιστροφή στον Κομμουνισμο” και το δεύτερο πως δεν επιθυμούν την έξοδο από την ΕΕ. “Πρόκειται για μια αναφορά, κυρίως προς την ακροδεξιά, που υποστηρίζει την έξοδο της Ουγγαρίας από την Ευρώπη”, σημειώνει ο κ. Φωκάς και προσθέτει πως “η χώρα παίρνει πάρα πολλούς πόρους από την ΕΕ”. “Οι επενδύσεις κινούνται σε χαμηλά επίπεδα και όποια έργα γίνονται με χρηματοδότηση από την ΕΕ. χωρίς αυτή την χρηματοδότηση δεν θα γίνονταν”, 

“Μετριοπαθείς” νεοναζί

Στις αρχές του 2000 έκανε την εμφάνισή του η νεοναζιστική οργάνωση Γιόμπικ. Ξεκίνησε ως οργάνωση νεολαίας και το 2003 μετεξελίχθηκε σε πολιτικό κόμμα. Στις εκλογές του 2006 το Γιόμπικ κινήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο τέσσερα χρόνια αργότερα τα ποσοστά του νεοναζιστικού μορφώματος εκτοξεύτηκαν. Στις εκλογές του 2010 συγκέντρωσε περίπου το 17% για να φτάσει στο 20% στις εκλογές του 2014. Η παρουσία του στηρίχτηκε σε έναν ρατσιστικό, εθνικιστικό λόγο και στην καταγγελία του “διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος”. “Είναι γεγονός πως το πολιτικό σύστημα της Ουγγαρίας είναι άρρωστο αλλά η θεραπεία του Γιόμπικ είναι χειρότερη και από την αρρώστια“, σχολιάζει στο Tvxs.gr ο Νίκος Φωκάς. 

Σε πρώτη φάση το Γιόμπικ βασίστηκε στη στοχοποίηση των Ρομά για να ενισχύσει τα ποσοστά του. Όπως εξηγεί ο κ. Φωκάς σε ορισμένες βορειοανατολικές περιοχές της Ουγγαρίας, όπου κατοικούν και πολλοί Ρομά, υπήρξε οικονομική κατάρρευση μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το κλείσιμο όλων των βιομηχανικών μονάδων. Η ανεργία σε αυτές τις περιοχές εκτοξεύτηκε ξεπερνώντας το 50% στον ανδρικό πληθυσμό. Πρώτη ομάδα που χτυπήθηκε από την ανεργία ήταν οι Ρομά, οι οποίοι όχι μόνο έχασαν τις δουλειές τους, αλλά δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν και στην αγορά εργασίας το επόμενο διάστημα. Άνθρωποι έχουν μείνει άνεργοι για πολλά χρόνια με αποτέλεσμα αυτοί οι πληθυσμοί να αδυνατούν αν βρουν κοινό βηματισμό με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η πολιτεία ήταν απούσα από τα προβλήματα και τις εντάσεις που δημιουργήθηκαν σε αυτές τις περιοχές. “Έτσι το Γιόμπικ εμφανίστηκε ως αυτόκλητος προστάτης υποσχόμενο την εκκαθάριση της περιοχής από τους Ρομά”, δηλώνει ο Νίκος Φωκάς και συνεχίζει: “Ξεκίνησαν οι επιθέσεις κατά των Ρομά. Μάλιστα πριν μπει το Γιόμπικ στη Βουλή είχε δημιουργήσει και την “Ουγγρική Φρουρά”, στην ουσία μια φάλαγγα, η οποία έμπαινε με παρέλαση σε περιοχές τρομοκρατώντας όσους βρίσκονταν στο στόχαστρο του Γιόμπικ. Είχαν γίνει και πέντε δολοφονίες Ρομά”. 

Ωστόσο μετά την είσοδο του Γιόμπικ στη Βουλή, ίσως όχι αμέσως αλλά σταδιακά τα χρόνια που ακολούθησαν, παρατηρείται μια ενίσχυση της μετριοπαθούς τάσης της οργάνωσης. Υπήρξαν και ρωγμές στο νεοναζιστικό κόμμα. Μέλη του αποχώρησαν και ορισμένα ίδρυσαν την “Ουγγρική Αυγή” με σαφή αναφορά στη νεοναζιστική “Χρυσή Αυγή”, ωστόσο δεν πήραν ούτε 0,1% στις εκλογές. Γενικότερα το Γιόμπικ επιχείρησε να κρατήσει μια περισσότερο μετριοπαθή στάση ώστε να μπορέσει να διεισδύσει και σε άλλα κοινωνικά στρώματα. Από το αποτέλεσμα των εκλογών φαίνεται πως τα κατάφερε, καθώς ανέβασε τα ποσοστά του. Η επιτυχία του εγχειρήματος που βασίστηκε σε αυτή τη μετριοπαθή στροφή φαίνεται και από τη γεωγραφική κατανομή των ψηφοφόρων. Το 2010 οι υποστηρικτές του Γιόμπικ συγκεντρώνονταν αποκλειστικά στις βορειοανατολικές περιοχές. Σε αυτές τις εκλογές η κατανομή άλλαξε με παρουσία των ψηφοφόρων του σε διάφορες περιοχές της Ουγγαρίας ακόμη και στη Βουδαπέστη. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να απαντήσει ακόμη αν το νέο πρόσωπο του Γιόμπικ ήταν προεκλογικό ή αν η ηγεσία έχει χαράξει μια νέα στρατηγική. Και οι ίδιοι φαίνεται πως δεν το έχουν ακόμη ξεκαθαρίσει”. 

Τη “μετριοπαθή στάση” του Γιόμπικ, τα τελευταία χρόνια, επισημαίνει και ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας της Ουγγαρίας, Λαοκράτης Κοράνης, ο οποίος σημείωσε πως “δεν θα πρέπει να το ταυτίζουμε με τη δράση της Χρυσής Αυγής. Το Γιόμπικ ξεκίνησε ως νεοναζιστική οργάνωση ωστόσο η δράση του αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά από την πολιτεία. Οι δράστες των επιθέσεων φυλακίστηκαν και το Γιόμπικ άλλαξε, κρατώντας μάλιστα αποστάσεις από εξτρεμιστικές ομάδες και διατηρώντας το προφίλ ενός κοινοβουλευτικού κόμματος”. 

Η πορεία της Ουγγαρίας προς τα Δεξιά

Με τη Δεξιά να κυριαρχεί στην πολιτική της Ουγγαρίας και την εκτόξευση των ποσοστών της ακροδεξιάς ο καθένας οδηγείται στο ίδιο συμπέρασμα. Τελικά η ουγγρική κοινωνία είναι μια συντηρητική εθνικιστική κοινωνία; “Υπάρχει ένα σημαντικό συστατικό στοιχείο της κοινωνίας που εξηγεί και την πολιτική πορεία της χώρας προς τα Δεξιά, αλλά και την πορεία που έχει χαράξει το Φιντεζ και την πτώση της Κεντροαριστεράς. Αυτό το στοιχεία έχει να κάνει με την σχεδόν απόλυτη αποτυχία της Ουγγρικής μεταπολίτευσης, του συστήματος δηλαδή που προέκυψε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Για τον μέσο Ούγγρο υπάρχει μια ταύτιση της Αριστεράς με το κατεστημένο λόγω του Σοβιετικού παρελθόντος. Αν και στην πραγματικότητα η Κεντροαριστερά δεν είχε καμία σχέση, ο μέσος Ούγγρος την αναγνωρίζει ως εκφραστή του Σοβιετικού Παρελθόντος. Από εκεί προκύπτει και η μετεκλογική δήλωση του Όρμπαν σχετικά με τη ψήφο και τον Κομμουνισμό (βλ. Η οικονομία της επικοινωνίας). Ο μέσος Ούγγρος τους αντιλαμβάνεται ως συνεχιστές και απόγονους”, απαντάει ο κ. Φωκάς. 

Την ίδια στιγμή η Κεντροαριστερά “δεν μπορεί να πείσει” λόγω και των εσωτερικών αντιπαραθέσεων. Μετά την κατάρρευση του 2010 το Κεντροαριστερό κόμμα επιχείρησε μια ανασυγκρότηση. “Από το 44% έπεσε στο 18%. Η πτωτική πορεία σταμάτησε και μάλιστα υπήρξε και μια άνοδος. Αλλά κάπου εκεί έκαναν την εμφάνιση τους οι διασπαστικές τάσεις. Πολλά ισχυρά στελέχη χάραξαν τη δική τους πορεία. Ακολούθησε κατακερματισμός του χώρου και δημιουργία τριών κομμάτων τα οποία εν συνεχεία είχαν μεγαλύτερο ανταγωνισμό μεταξύ τους παρά με το Φιντέζ. Μόλις τους τελευταίους μήνες κατάφεραν να βρουν ένα κοινό βηματισμό για κοινή κάθοδο στις εκλογές, όμως αυτή η Κεντροαριστερά δεν έπεισε κανέναν”, αναφέρει.