Η επαρχία Ιντλίμπ υπήρξε τα τελευταία χρόνια του πολέμου στη Συρία η μοναδική επιλογή που έδινε ο Μπασάρ Αλ Άσαντ στους αντικαθεστωτικούς για να διαφύγουν. Κοινώς το δίλημμα που τους έθετε κατά την επέλαση του Συριακού στρατού για την ανακατάληψη της χώρας ήταν «Ιντλίμπ ή θάνατος».

Ads

Έτσι πλήθος αντικαθεστωτικών, τζιχαντιστές ή μαχητές της αντιπολίτευσης, κατέφυγαν, μέσα από διαδρομές ασφαλείας που προσφέρονταν, στην βορειοδυτική επαρχία της Συρίας, η οποία έχει εξελιχθεί στο τελευταίο μέτωπο του Συριακού πολέμου, το τελευταίο οχυρό των αντικαθεστωτικών. Τα Ηνωμένα Έθνη εκτιμούν πως στην επαρχία βρίσκονται σήμερα περισσότεροι από 2,9 εκατομμύρια άνθρωποι, εκ των οποίων 1,4 εκατομμύρια είναι αντικαθεστωτικοί από άλλες περιοχές.

Η συγκέντρωση των αντικαθεστωτικών στην Ιντλίμπ δεν ήταν συγκυριακή. Αντίθετα αποτέλεσε ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, ώστε σε πρώτη φάση να στριμωχτούν όλοι οι αντικαθεστωτικοί στα σύνορα με την Τουρκία. Η δεύτερη φάση του σχεδίου είναι ξεκάθαρη: Η ανακατάληψη της Ιντλίμπ με όποιο κόστος. Και ο Μπασάρ Αλ Άσαντ γνωρίζει πως αυτό το κόστος θα είναι πολύ μεγάλο, καθώς στην περιοχή βρίσκονται πλέον ισχυρές αντικαθεστωτικές δυνάμεις, καλά εξοπλισμένες, αλλά και ο τουρκικός στρατός, που έχει άλλες «διαθέσεις».

Μέχρι τώρα τα χτυπήματα στην επαρχία Ιντλίμπ είναι πολύ προσεκτικά. Αναλυτές σημειώνουν πως η «τελική επιχείρηση» μόνο απλή υπόθεση δεν είναι και κυρίως οι τελικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται στη Δαμασκό αλλά μάλλον στη Μόσχα. Πρόκειται για μια περιοχή στην οποία έχει ενεργή παρουσία η Τουρκία και τα συμφέροντα της Άγυρας είναι αντικρουόμενα. Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ εμφανίζονται να ενδιαφέρονται επίσης για τις εξελίξεις και να αναζητούν μια αφορμή για να παρέμβουν.

Ads

Παράλληλα ο Βλαντιμίρ Πούτιν, κατά ορισμένους αναλυτές, ενδέχεται να έχει ένα ακόμη σχέδιο στο πίσω μέρος του μυαλού του: Η διατήρηση των εγκλωβισμένων αντικαθεστωτικών στην Ιντλίμπ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πίεση προς την ΕΕ. Η έναρξη της επιχείρησης θα δημιουργούσε ένα προσφυγικό κύμα, που θα περνούσε από την Τουρκία και θα κατέληγε στην Ευρώπη.

Ο Πούτιν, σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτή την «απειλή» για να προωθήσει τα δικά του συμφέροντα. Επιπλέον η Ρωσία δεν φαίνεται διατεθειμένη να συγκρουστεί με την Τουρκία σε αυτή τη φάση και στη Δαμασκό υπάρχει η ανησυχία πως η Μόσχα θα μπορούσε να εγκαταλείψει την περιοχή, γεγονός που θα άλλαζε δραματικά την εξέλιξη του πολέμου. Εξάλλου για τη Ρωσία η Ιντλίμπ δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Όμως και η Τουρκία, που πλήττεται από την οικονομική κρίση και βρίσκεται σε ανοιχτή ρήξη με τις ΗΠΑ, δεν έχει μεγάλο περιθώριο ελιγμών και σίγουρα δεν έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει διπλό μέτωπο με Ουάσινγκτον και Μόσχα. Όμως θα ήθελε να χρησιμοποιήσει τουλάχιστον ένα μέρος της Ιντλίμπ ως ορμητήριο κατά των Κούρδων στη Βόρεια Συρία, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την περιοχή για τον έλεγχο των προσφυγικών ροών.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, ο Βλαντιμίρ Πούτιν φαίνεται πως δεν απορρίπτει ένα σχέδιο για κατάτμηση της Ιντλίμπ. Βάσει αυτού του σχεδίου η Τουρκία θα ελέγχει το βόρειο μέρος της επαρχίας, δημιουργώντας ένα ακόμη προτεκτοράτο αντίστοιχο με αυτό που έχει αναπτύξει ήδη στο βόρειο Χαλέπι. Το νότιο τμήμα της επαρχίας θα περάσει στον έλεγχο του συριακού καθεστώτος, ενώ το κεντρικό τμήμα, θα βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Ρώσων, ως μια ζώνη ασφαλείας ανάμεσα σε Συρία και Τουρκία.

Το εν λόγω σχέδιο, σύμφωνα με τις πληροφορίες, έχει συζητηθεί αρκετές φορές στις τριμερής Συνόδους (Ρωσία, Ιράν, Τουρκία) ωστόσο μέχρι τώρα δεν θα επιτευχθεί συμφωνία και κυρίως δεν είναι σαφές εάν η Ρωσία έχει καταλήξει για τις προθέσεις της σχετικά με το μέλλον της περιοχής.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο τουρκικός στρατός, με τη ρωσική ανοχή, έχει εισχωρήσει σε βάθος στην επαρχία, αναπτύσσοντας δυνάμεις και καταλαμβάνοντας συγκεκριμένες στρατηγικές θέσεις. Στα ανταλλάγματα για τη συναίνεση του Κρεμλίνου, ήταν η Τουρκία, κατά την προώθησή της, να πολεμήσει την τζιχαντιστική οργάνωση Hayat Tahrir al-Sham (HTS), η οποία γεννήθηκε από την Αλ Νούσρα και αποτελεί τη δεύτερη ισχυρότερη δύναμη στο Ιντλίμπ μετά τους μαχητές της αντιπολίτευσης του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου.

Η οργάνωση HTS έμοιαζε ως ένας κοινός εχθρός για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Ακόμη και οι αντάρτες της αντιπολίτευσης εμφανίζονται διατεθειμένη να στραφούν για κάποιο διάστημα στην μάχη για τη διάλυση της τζιχαντιστικής οργάνωσης. Όμως οι Τούρκοι μέχρι τώρα έχουν αποδειχθεί απρόθυμοι να εφαρμόσουν αυτό το μέρος της συμφωνίας. Αυτό ίσως να αλλάξει, ακόμη και στο άμεσο μέλλον, καθώς η Τουρκία έχει συμφέρον να ικανοποιήσει τα αιτήματα των Ρώσων και η Μόσχα ενδιαφέρεται να συνεργαστεί στενότερα με την Άγκυρα, όσο αυτή απομακρύνεται από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.

Όμως σήμερα υπάρχουν πληροφορίες ακόμη και για στενές σχέσεις των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας με την εν λόγω οργάνωση. Παρατηρητές εκτιμούν πως ενδεχομένως ο Ερντογάν επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει τους μαχητές της HTS ως μυστική εφεδρική δύναμη εναντίον των Κούρδων στη Βόρεια Συρία. Εξάλλου μετά το Ιντλίμπ, η προσοχή όλων θα στραφεί στους Κούρδους στις βορειοανατολικές περιοχές της Συρίας – που εδώ και καιρό έχουν την υποστήριξη των ΗΠΑ – και στο εάν θα διατηρήσουν την αυτονομία τους ή αν θα καταλήξουν και πάλι υπό την κυριαρχία του Μπασάρ Αλ Άσαντ.

Η επίθεση στην Ιντλίμπ, η «τελική μάχη», όπως πολλοί την αποκαλούν, ίσως τελικά να μην πραγματοποιηθεί σε αυτή τη φάση καθώς δεν συμφέρει κανέναν. Αντίθετα η «ισορροπία τρόμου» στην περιοχή φαίνεται να τους εξυπηρετεί όλους. Υπάρχει όμως και ο κίνδυνος της κατάρρευσης, μέσα από δύο σενάρια:

  1. Το πρώτο είναι αν οι αντικαθεστωτικοί αρνηθούν να τεθούν υπό τον έλεγχο και την καθοδήγηση της Τουρκίας και κυρίως αν αρνηθούν να τερματίσουν τον πόλεμο κατά του συριακού καθεστώτος. Ο Μπασάρ Αλ Άσαντ θα αναγκαζόταν σε αυτήν την περίπτωση να ξεκινήσει μια επιχείρηση που θα δημιουργούσε νέα δεδομένα και θα προκαλούσε γενικευμένη σύρραξη.
  2. Το δεύτερο σενάριο προβλέπει την άρνηση του Άσαντ να παραδώσει μέρος της Ιντλίμπ στην Τουρκία. Αυτό το σενάριο προβλέπει και τη συμμετοχή του Ιράν, καθώς η Ρωσία στην παρούσα φάση αναμένεται να επέλεγε την ουδετερότητα. Όμως η Τεχεράνη έχει αρκετά προβλήματα αυτή την περίοδο, μετά τις αμερικανικές κυρώσεις και τις εσωτερικές αντιδράσεις για την πορεία της οικονομίας, και δεν φαίνεται να έχει την «πολυτέλεια» να σπαταλήσει δυνάμεις σε μια σύγκρουση εκτός συνόρων.