Η δουλεία καταργήθηκε επίσημα σε όλα τα ολλανδικά υπερπόντια εδάφη την 1η Ιουλίου 1863, καθιστώντας την Ολλανδία μία από τις τελευταίες χώρες που έθεσαν εκτός νόμου την πρακτική αυτή, αλλά χρειάστηκε μια ακόμη δεκαετία για να τερματιστεί στο Σουρινάμ λόγω της υποχρεωτικής 10ετούς μεταβατικής περιόδου.

Ads

Τη Δευτέρα ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας, Μαρκ Ρούτε, όπως μεταδίδει ο Guardian, ζήτησε επίσημα συγγνώμη εκ μέρους του ολλανδικού κράτους για τον ιστορικό ρόλο της Ολλανδίας στο δουλεμπόριο, τονίζοντας ότι η δουλεία πρέπει να αναγνωριστεί «με τους πιο ξεκάθαρους όρους ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας». Στην ομιλία του στα εθνικά αρχεία της Χάγης, ο Ολλανδός πρωθυπουργός αναγνώρισε ότι το παρελθόν «δεν μπορεί να διαγραφεί, παρά μόνο να αντιμετωπιστεί» υποστηρίζοντας ότι για αιώνες, το ολλανδικό κράτος «επέτρεψε, ενθάρρυνε και επωφελήθηκε από τη δουλεία».

Σύμφωνα με τον Μαρκ Ρούτε, «οι άνθρωποι εμπορευματοποιούνταν, εκμεταλλεύονταν και εμπορεύονταν στο όνομα του ολλανδικού κράτους», σημειώνοντας ότι «το ολλανδικό κράτος φέρει ευθύνη για τα τεράστια δεινά όσων υποδουλώθηκαν και των απογόνων τους. Σήμερα, εξ ονόματος της ολλανδικής κυβέρνησης, ζητώ συγγνώμη για τις παρελθούσες πράξεις του ολλανδικού κράτους».

Τα λόγια του Ρούτε θα μεταφερθούν από Ολλανδούς υπουργούς, στις επτά πρώην αποικίες στη Νότια Αμερική και την Καραϊβική, οι οποίες υπέστησαν ανείπωτη δυστυχία κατά τη διάρκεια των 250 ετών του δουλεμπορίου που συνέβαλε στη χρηματοδότηση της οικονομικής και πολιτιστικής «χρυσής εποχής» της Ολλανδίας.

Ads

Η δημόσια συγγνώμη για τη δουλειά, ήρθε μετά τη δημοσίευση συμπερασμάτων μιας εθνικής συμβουλευτικής επιτροπής που συστάθηκε μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στις ΗΠΑ το 2020. Σύμφωνα με την επιτροπή, η ολλανδική συμμετοχή στη δουλεία ήταν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που άξιζε επίσημης συγγνώμης και οικονομικών αποζημιώσεων. Η κυβέρνηση απέκλεισε το ενδεχόμενο αποζημιώσεων, αλλά θα δημιουργήσει ένα εκπαιδευτικό ταμείο ύψους 200 εκατ. ευρώ.

Συγγνώμη που άργησε και δεν είναι αρκετή

Η επίσημη συγγνώμη του κράτους της Ολλανδίας  προκάλεσε διαμάχη, με ομάδες απογόνων και ορισμένες από τις χώρες που επλήγησαν από το δουλεμπόριο να την επικρίνουν ως βεβιασμένη και να υποστηρίζουν ότι η έλλειψη διαβούλευσης από την Ολλανδία, έδειξε ότι οι αποικιοκρατικές συμπεριφορές εξακολουθούν να υφίστανται.

Σύμφωνα με ομάδες απογόνων, η συγγνώμη θα έπρεπε να προέλθει από τον Ολλανδό βασιλιά Βίλεμ-Αλεξάντερ και να γίνει στην πρώην αποικία του Σουρινάμ την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους, την 150ή επέτειο από το τέλος της δουλείας εκεί. Ο Ρούτε δήλωσε ότι η επιλογή της σωστής στιγμής είναι ένα «περίπλοκο θέμα» και ότι «δεν υπάρχει μία σωστή στιγμή για όλους».

Η πρωθυπουργός του ολλανδικού εδάφους της Καραϊβικής, του Σιντ Μαρτέν, Σίλβια Τζέικομπς, δήλωσε στα ολλανδικά μέσα ενημέρωσης το Σαββατοκύριακο ότι το νησί δεν θα δεχόταν καμία κυβερνητική συγγνώμη «μέχρι να το συζητήσει η συμβουλευτική μας επιτροπή και να το συζητήσουμε ως χώρα».

«Χρειάζονται δύο για να χορέψουν τάνγκο, οι συγγνώμες πρέπει να παραλαμβάνονται», δήλωσε ο Ρόι Καϊκούσι Γκρένμπεργκ από το Honor and Recovery Foundation, μια ολλανδική αφροσουριναμέζικη οργάνωση. Τόνισε ότι είναι λάθος ότι δεν ζητήθηκε επαρκώς η γνώμη ακτιβιστιών απόγονων σκλάβων που αγωνίζονται για χρόνια για να αλλάξουν την εθνική συζήτηση. «Ο τρόπος που η κυβέρνηση χειρίζεται το θέμα, δίνει την εντύπωση ενός νεοαποικιακού ρεψίματος» σημείωσε χαρακτηριστικά.

Ο Ρούτε παραδέχθηκε τον αδέξιο χειρισμό μέχρι την ανακοίνωση και είπε πως η ολλανδική κυβέρνηση στέλνει εκπροσώπους στο Σουρινάμ, καθώς και στα νησιά της Καραϊβικής που παραμένουν μέρος του βασιλείου της Ολλανδίας με διάφορους βαθμούς αυτονομίας — Κουρασάο, Σιντ Μάαρτεν, Αρούμπα, Μπονέρ, Σάμπα και Σιντ Γιουστάτσιους.

Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι στο απόγειο της αυτοκρατορίας του 16ου έως 17ου αιώνα, οι Ολλανδοί έμποροι μετέφεραν έως και 600.000 Αφρικανούς στις αποικίες της Νότιας Αμερικής και της Καραϊβικής, όπως το Σουρινάμ και το Κουρασάο, και άλλους τόσους ή περισσότερους στη Νότια Αφρική και την Ανατολική Ινδία, τη σημερινή Ινδονησία.

Η πρώτη μεγάλη ολλανδική επέλαση στη δουλεία έγινε το 1634, όταν αρχικά 1.000 σκλάβοι απήχθησαν από τη Χρυσή Ακτή, τη σημερινή Γκάνα, στη Βραζιλία από την Ολλανδική Εταιρεία Δυτικών Ινδιών για να εργαστούν στις φυτείες της.

Το νησί Κουρασάο της Καραϊβικής, που κατακτήθηκε την ίδια χρονιά, έγινε κόμβος δουλεμπορίου και το 1667 οι Ολλανδοί κατέλαβαν το Σουρινάμ, στη βορειοανατολική ακτή της Νότιας Αμερικής, μετατρέποντάς το σε αποικία φυτειών που εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη δουλεία των σκλάβων από την Αφρική.

Στο απόγειό της στη δεκαετία του 1770, οι ιστορικοί έχουν υπολογίσει ότι η δουλεία αντιπροσώπευε περισσότερο από το 10% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ολλανδίας.