Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς αυτή τη στιγμή, εάν το γεγονός της συμφωνίας των δυτικών αναλυτών για την ανάδειξη της Κίνας ως νέας υπερδύναμης την «επόμενη μέρα» μετά την πανδημία, αντανακλά την πραγματικότητα, ή αποτελεί ένα «καμπανάκι» των «δεξαμενών σκέψης» προς την αμερικανική πολιτική ηγεσία για τις εξαιρετικά επιταχυνόμενες αλλαγές στην παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική σκακιέρα.

Ads

Συνήθως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Από αυτήν την άποψη είναι μάλλον ασφαλές να υποτεθεί, ότι στην περίπτωση της Κίνας ισχύουν και τα δύο:

  1. Ναι, η Κίνα βγαίνει από την πανδημία ενισχυμένη και
  2. Ναι, οι δυτικοί αναλυτές τεκμηριώνουν την παραπάνω εξέλιξη με όρους «SOS».

Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος σχετικής ανάλυσης του Spiegel: «Η Κίνα είναι στην ευχάριστη θέση να καλύψει το κενό ηγεσίας που άφησαν οι ΗΠΑ». Για το Spiegel είναι ξεκάθαρο, ότι στη νέα φάση του παγκόσμιου ανταγωνισμού που σχετίζεται με την πανδημία, το Πεκίνο επεκτείνει την επιρροή του, όσο οι ΗΠΑ συνεχίζουν να «σπαταλούν» τον ηγετικό ρόλο τους.

Από αυτήν την άποψη, η πανδημία μπορεί να αποτελεί και το σημείο εκκίνησης μιας «νέας κινεζικής εποχής».

Ads

Μπορεί, όντως;

Αν οι συμβολισμοί έχουν κάποια αξία στην εξαγωγή συμπερασμάτων, τότε, το γεγονός ότι ηγεσία του Πεκίνου έχει κάνει τα πάντα για να διασφαλίσει ότι η συνεδρίαση της Εθνικής Λαϊκής Συνέλευσης – του μεγαλύτερου νομοθετικού σώματος του κόσμου, με περίπου 3.000 αντιπροσώπους – θα  πραγματοποιηθεί και φέτος κανονικά, αποτελεί μια απόδειξη, αλλά και ένα μήνυμα, ότι η Κίνα «ξεμπέρδεψε» με την πανδημία και ξαναπιάνει «δουλειά».

Διότι αυτοί οι 3.000 βουλευτές, θα συναντηθούν στην κινεζική πρωτεύουσα στα τέλη Μαΐου, με πολλούς να έχουν ταξιδέψει από κάθε γωνιά της αχανούς χώρας, από τη Σαγκάη και το Σιτσουάν, μέχρι το Θιβέτ και την Εσωτερική Μογγολία, «σπάζοντας» επισήμως και σε πολιτειακό επίπεδο την καραντίνα.

Θα πρόκεται για ένα «τελετουργικό αυτο-επιβεβαίωσης» της χώρας και, ιδιαίτερα, του προέδρου της, Σι Τζιπίνγκ. Διότι το θέμα τώρα δεν είναι η ίδια η συνεδρίαση. Αλλά η διοργάνωσή της, παρά την πανδημία.

Το γεγονός ότι ο Σι Τζιπίνγκ ανακοίνωσε συγκεκριμένη ημερομηνία για το συνέδριο – στις 22 Μαΐου – στέλνει ένα συγκεκριμένο μήνυμα: Η υγειονομική κρίση – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην Κίνα – τελείωσε. Εδώ και εβδομάδες, στο Πεκίνο ισχύουν αυστηροί κανονισμοί εισόδου για να αποτραπεί ο κίνδυνος μιας έξαρσης της επιδημίας της τελευταίας στιγμής. Οι επισκέπτες από το εξωτερικό είναι ανεπιθύμητοι. Ακόμη και οι 163 ξένες πρεσβείες στο Πεκίνο δεν επιτρέπεται να δέχονται επισκέπτες μέχρι τα μέσα Μαΐου. Ακόμη και οι Κινέζοι που έρχονται από την επαρχία στην πρωτεύουσα, μπαίνουν αμέσως σε αυστηρή καραντίνα τριών εβδομάδων.

Στην αρχή της υγεινομικής κρίσης, έμοιαζε σαν το ξέσπασμα του κοροναϊού να οδηγεί την Κίνα χρόνια πίσω. Αλλά τώρα, σημειώνει το Spiegel, είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, που αποδομείται, καθώς η χώρα του αποτυγχάνει να ελέγξει την πανδημία ασθένεια. Τα επιβεβαιωμένα κρούσματα στις ΗΠΑ έχουν ξεπεράσει το 1,3 εκ., με την Κίνα να καταγράφει συνεεχώς πτωτική τάση.

Μια επανεμφανιζόμενη φιλονικία

Σύμφωνα με την ανάλυση του γερμανικού περιοδικού, το Πεκίνο εκμεταλλεύεται λοιπόν τη στιγμή για να αυξήσει την επιρροή του, ιδιαίτερα στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, όπου η Κίνα γίνεται όλο και πιο τολμηρή και παγιώνει τις εδαφικές της αξιώσεις. Μια εμπιστευτική έκθεση από το γερμανικό Υπουργείο Άμυνας αναφερει, ότι το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ υποθέτει ότι το κινεζικό ναυτικό θα κάνει χρήση της – έστω προσωρινής, λόγω πανδημίας – απουσίας όλων των αμερικανικών αεροπλανοφόρων από τον Ειρηνικό, «για να αυξήσει σκόπιμα τη στρατιωτική πίεση στις χώρες ολόκληρης της περιοχής». Η έκθεση αναφέρεται προφανώς στο αεροπλανοφόρο «USS Theodore Roosevelt», του οποίου σχεδόν 1.000 μέλη του πληρώματος έχουν μολυνθεί από οτν ιό.

Το γεγονός ότι η Κίνα καταφέρνει τελικά να γίνει μια υπερδύναμη – όχι μόνο οικονομικά, αλλά και γεωπολιτικά – κατά τη διάρκεια της θητείας του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είναι και μια ιστορική ειρωνία, από την άποψη ότι ο Τραμπ υποσχέθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ότι θα έβαζε την Κίνα… στη «θέση της».
Όχι όμως μόνο γι’ αυτό. Αλλά και διότι με την είσοδό του στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ έθεσε τον οικονομολόγο Πίτερ Ναβάρο, εμπορικό σύμβουλο. Ο Ναβάρο είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τον – «προφητικό»; – τίτλο… «Θάνατος από την Κίνα», στο οποίο προειδοποιεί, ότι η πιο πολυπληθής  χώρα του κόσμου θα έχει σύντομα και την ισχυρότερη οικονομία, οπότε θα γίνει ένας «αποτελεσματικός δολοφόνος».

Αυτό σηματοδότησε μια ριζική αλλαγή στην αμερικανική προσέγγιση στην Κίνα. Από το διάσημο ταξίδι του Ρίτσαρντ Νίξον στο Πεκίνο τον Φεβρουάριο του 1972, κάθε πρόεδρος των ΗΠΑ προσπάθησε να δημιουργήσει μια γόνιμη σχέση με την Κίνα. Ο Τραμπ, ωστόσο, ευνόησε την αντιπαράθεση. Κάλεσε τις αμερικανικές εταιρείες να αποσυρθούν από την Κίνα και επιτέθηκε στη χώρα με τιμωρητικές κυρώσεις. Ο φόβος συντριβής του χρηματιστηρίου τον έπεισε τελικά να τερματίσει την επισφαλή διπλωματία έναντι του Πεκίνου.

Όχι, όμως, για πολύ. Τώρα, ο ιός έχει αναζωπυρώσει τη διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών. Οι Ρεπουμπλικανοί στην Ουάσινγκτον θέλουν να βρουν αποδιοπομπαίο τράγο. Τον Φεβρουάριο, όταν υπήρχαν μόνο λίγα επιβεβαιωμένα κρούσματα στις ΗΠΑ, ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής, Τομ Κότον, παρουσίασε πρώτος τη θεωρία ότι ο κοροναϊός «μπορεί να δημιουργήθηκε σε ένα εργαστήριο στην Γουχάν», ένας ισχυρισμός που έγινε αμέσως από τους αγαπημένους του Τραμπ.

Όταν στη συνέχεια η πανδημία άρχισε να εξαπλώνεται στις ΗΠΑ, ο Τραμπ άρχισε να μιλά για τον «κινέζικο ιό». Στα τέλη Μαρτίου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, προσπάθησε μάταια να συμπεριλάβει τη φράση «ιός Γουχάν» στην τελική δήλωση της συνόδου κορυφής του G7. Ακολούθησε πάλι ο Τραμπ, αξιώνοντας… «ουσιαστική» αποζημίωση από την Κίνα, επειδή ο ιός «θα μπορούσε να είχε σταματήσει στην πηγή».

Διαφορετικές προσεγγίσεις

Πράγματι, λέει το Spiegel, υπάρχουν «ενδείξεις» ότι ο κόσμος θα μπορούσε να γλιτώσει μια καταστροφή, εάν η Κίνα δεν είχε «φιμώσει» τους γιατρούς που προειδοποίησαν για τη νέα ασθένεια εγκαίρως. «Η έλλειψη διαφάνειας είναι ενοχλητική και έχει συμβάλει στο να στερηθεί ο υπόλοιπος κόσμος την ευκαιρία να αντιμετωπίσει τον ιό», λέει ο Νίκολας Μπερνς, σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του υποψήφιου των Δημοκρατικών για την αμερικανική προεδρία, Τζο Μπάιντεν.

Αλλά σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι Κινέζοι ήταν συνεπείς στην εκστρατεία τους κατά του ιού. Στις 23 Ιανουαρίου, το Πεκίνο επέβαλε αυστηρό αποκλεισμό του Γουχάν και των γύρω επαρχιών. Στην ακμή της αυστηροποίησης των μέτρων, σχεδόν 800 εκατομμύρια Κινέζοι υπόκεινταν σε ταξιδιωτικούς περιορισμούς. Όσοι εμφάνισαν συμπτώματα της νόσου μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία – μερικά από τα οποία χτίστηκαν «εν μία νυκτί» – για να προστατεύσουν τα μέλη της οικογένειάς τους από μόλυνση. Ακόμα κι αν τα επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης είναι ανακριβή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κίνα έχει περιορίσει την επιδημία, ενώ στις ΗΠΑ, ο αριθμός των θανάτων που οφείλονται στον κοροναϊό εξακολουθεί να αυξάνεται καθημερινά.

Χαρακτηριστικό της χαοτικής προσέγγισης των ΗΠΑ στην αντιμετώπιση της πανδημίας, είναι ότι ουσιαστικά, κάθε Πολιτεία, κάνει ό,τι την «φωτίσει» η στιγμή, την ώρα που σε ομοσπονδιακό επίπεδο ισχύει η «γραμμή» Τραμπ, η οποία ουσιαστικά λέει… «μην κάνετε τίποτα». Ο Βαν Τζόνσον, δήμαρχος της Σαβάνα στη Γεωργία, το συνόψισε ως εξής: «Όταν ο κυβερνήτης, ο πρόεδρος και ο δήμαρχος λένε διαφορετικά πράγματα, είναι εξαιρετικά συγκεχυμένο και τρομακτικό για τους πολίτες μας».

Μια μοναδική ευκαιρία

Η σύγκριση με την Κίνα είναι συντριπτική: Το Γουχάν βγήκε από το lockdown στις 8 Απριλίου, μετά από σχεδόν 11 εβδομάδες αυστηρής απομόνωσης. Αλλά ακόμη και τώρα, πολλοί ιδιοκτήτες καταστημάτων στο κέντρο της πόλης δεν επιτρέπουν στους πελάτες να μπουν καταστήματά τους, αλλά τους εξυπηρετούν στην είσοδο. Στις μπουτίκ μετρούν τη θερμοκρασία των ανθρώπων πριν τους επιτρέψουν την είσοδο. Και όλοι φορούν μάσκα και έχουν μια εφαρμογή προειδοποίησης και ενημέρωσης για τον ιό στα κινητά τους.

Το Πεκίνο αντιλήφθηκε γρήγορα την ευκαιρία που παρουσίασε η πανδημία. Όσο βαθύτερα οι ΗΠΑ βυθίζονταν στην υγειονομική κρίση, τόσο περισσότερο η Κίνα προχώρησε στην εφαρμογή ενός καλά οργανωμένου σχεδίου για αποδείξει την ανωτερότητά της σε όλον τον κόσμο. Έτσι, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, το Πεκίνο έστειλε ομάδες γιατρών σε 16 χώρες.

Ταυτόχρονα, εφοδίασε με απαραίτητες προμήθειες και εξοπλισμό, περισσότερες από 125 χώρες και τέσσερις διεθνείς ανθρωπιστικούς οργανισμούς. Όσο η Ιταλία ζητούσε βοήθεια από την Ευρώπη στην αρχή της κρίσης, χωρίς ανταπόκριση, ο Κινέζος δισεκατομμυριούχος Jack Ma προμήθευε στην ΕΕ, 2 εκατομμύρια προστατευτικές μάσκες.

Αλλά το Πεκίνο δεν περιορίζεται μόνο σε ανθρωπιστικές δράσεις. Ο Lu Shaye, κορυφαίος διπλωμάτης της Κίνας στο Παρίσι, κλήθηκε στο γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών, μετά την εμφάνιση ενός κειμένου στον ιστότοπο της πρεσβείας, όπου αναφερόταν, ότι το προσωπικό γηροκομείων στη Γαλλία, «αφήνει» τους ανθρώπους «να πεθάνουν από πείνα και ασθένειες». Τον Μάρτιο, εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας ισχυρίστηκε ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες είχαν φέρει τον κοραναϊό στην Κίνα.

Η πραγματικότητα όμως είναι, διαβεβαιώνει το Spiegel, ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να κάνει ο Τραμπ για να αντιταχθεί στην Κίνα. Η κυβέρνηση στην Ουάσινγκτον δεν είναι παράλυτη μόνο από την κακοδιαχείριση της υγεινομικής κρίσης. Η άνοδος της Κίνας είναι επίσης το αποτέλεσμα της «αυτοκρατορικής αδράνειας» εκ μέρους των ΗΠΑ, οι οποίες θεωρούνταν ανίκητες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και διεξήγαγαν πολέμους που αποδείχθηκαν τόσο ακριβοί, όσο και βάρβαροι.

Το Spiegel επικαλείται μελέτη σύμφωνα με την οποία, οι στρατιωτικές αποστολές των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και την Ασία έχουν καταβροχθίσει περίπου 6,4 τρισεκατομμύρια δολάρια (5,9 τρισεκατομμύρια ευρώ) και κόστισαν τη ζωή 7.000 Αμερικανών στρατιωτών από το 2001. Την ίδια περίοδο, η Κίνα ήταν απασχολημένη με την αύξηση του επιπέδου ζωής των πολιτών της, με εντυπωσιακά αποτελέσματα: Ενώ το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν μόλις 430 δολάρια το 1980, σήμερα είναι 10.000 δολάρια. Ποτέ στο παρελθόν στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει καταγραφεί μια τόσο μεγάλη αύξηση ευημερίας, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Γεμίζοντας το κενό

Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ αποσύρονται από το σύστημα διεθνούς συνεργασίας στους οποίου τη δημιουργία είχαν συμβάλει. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ουάσιγκτον πρωτοστάτησε στην ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών, του ΝΑΤΟ και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Μπορεί όλα αυτά να της κόστισαν σε χρήμα, αλλά της εξασφάλισαν το καθεστώς της υπερδύναμης. Ο Τραμπ, από την άλλη πλευρά, αποχώρησε από τη Συμφωνία για το Κλίμα του Παρισιού, έσπασε την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και, πρόσφατα, διέκοψε τη χρηματοδότηση στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

Η Κίνα πραγματοποιεί επιδέξιους ελιγμούς στα κενά που οι ΗΠΑ αφήνουν πίσω τους σε διεθνείς οργανισμούς, παρατηρεί ο πρέσβης της Γερμανίας στα Ηνωμένα Έθνη, Κριστόφ Χόισγκεν.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι στις 17 Ιανουαρίου του 2017, λίγες μόνο εβδομάδες μετά την εκλογή του Τραμπ ως προέδρου, ο Κινέζος πρόεδρος ταξίδεψε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας, όπου έκανε μια παθιασμένη έκκληση υπέρ της παγκοσμιοποίησης. Τρεις μέρες αργότερα, ο Τραμπ είπε στην εναρκτήρια ομιλία του στην
Ουάσινγκτον: «Από σήμερα και στο εξής, ένα νέο όραμα θα κυβερνά τη χώρα μας. Από αυτή τη στιγμή και στο εξής, θα είναι πρώτα η Αμερική».

Η αντίθεση δεν θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη, σχολιάζει το Spiegel.

Ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος;

Στρατιωτικά, η Κίνα εξακολουθεί να είναι κατώτερη από τις ΗΠΑ. Το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ έχει 10 αεροπλανοφόρα, ενώ ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός έχει μόνο δύο. Αλλά το Πεκίνο γίνεται όλο και περισσότερο ικανό να συνδυάζει στρατιωτική και οικονομική πίεση. Στις αρχές Απριλίου, ένα κινεζικό περιπολικό χτύπησε ένα βιετναμέζικο αλιευτικό σκάφος, οπότε, Δυτικοί διπλωμάτες ενθάρρυναν την κυβέρνηση στο Ανόι να θέσει το ζήτημα στην ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ωστόσο, η κυβέρνηση του Βιετνάμ, η οποία έχει ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με την Κίνα, προτίμησε να αφήσει το ζήτημα.

Αντιμετωπίζει ο κόσμος μια νέα συστημική μονομαχία; Έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο; Έτσι σίγουρα το βλέπουν τα «γεράκια» γύρω από τον Τραμπ. «Αν δεν θέλετε τα εγγόνια σας να μιλούν Κινέζικα και να υπακούουν στο Πεκίνο, τότε αυτό είναι ένα θέμα για το οποίο καλύτερα να ανοίξουμε έναν εθνικό διάλογο», δήλωσε πρόσφατα ο Ρεπουμπλικανός Νιούτ Γκίνγκριτς.

Δηλαδή απλώς επαναλαμβάνεται η ιστορία; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κίνα θέλει να ανακτήσει την παλιά της θέση στην ιεραρχία των εθνών, γράφει ο Kishore Mahbubani, ένας από τους κορυφαίους πολιτικούς διανοούμενους της Ασίας, στο βιβλίο του «Έχει κερδίσει η Κίνα;». Αλλά θα ήταν μεγάλο λάθος, συνεχίζει, για τη Δύση να πιστεύει, ότι η χώρα έχει αυτοκρατορικές φιλοδοξίες παρόμοιες με εκείνες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. «Δεν είναι τυχαίο ότι η Κίνα δεν έχει πολεμήσει έναν μεγάλο πόλεμο επί 40 χρόνια και δεν έχει ρίξει μια σφαίρα έξω από τα σύνορά της επί 30 χρόνια». Αυτό αποτελεί απόδειξη, ισχυρίζεται, για το ισχυρό πολιτισμικό επίπεδο της κινεζικής κοινωνίας.

«Δεν πιστεύω ότι το Πεκίνο θέλει να διαδώσει το ευαγγέλιο του κοσμμουνισμού σε όλο τον κόσμο», λέει η Σούζαν Σιρκ, η οποία υπηρέτησε στο υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον. Αντ’ αυτού, πιστεύει, ότι το Πεκίνο οδηγείται από τον φόβο ότι μια μέρα, η μεσαία τάξη θα θέλει να έχει λόγο, γι’ αυτό κάνει ό,τι μπορεί για να διατηρεί την ιδέα της δημοκρατίας σε δύσκολη θέση.

Από αυτή την άποψη, γράφει το Spiegel, η Αμερική μπορεί να βλάψει μόνο τον εαυτό της, δηλαδή προδίδοντας τα ιδανικά από τα οποία συνεχώς ετεροκαθορίζεται, τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο. Οι ΗΠΑ έγιναν μια υπερδύναμη όχι μόνο με ατομικές βόμβες και τη δύναμη του δολαρίου, αλλά και μέσω της της υπόσχεσης της «ελευθερίας», της διασημότητας των αμερικανικών πανεπιστημίων και, συχνά, του προσωπικού χαρακτήρα κάποιων προέδρων τους.

Το πρόβλημα για τις ΗΠΑ είναι ότι αυτή τη στιγμή, αυτός ο άνθρωπος είναι ο Ντόναλντ Τραμπ…