Όταν τον Μάιο του 2018 ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε την μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από την συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, – την οποία συνυπέγραψαν επίσης η Ρωσία, η Κίνα, η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία – συνοδεύοντας την κίνησή του και με την έναρξη επιβολής κυρώσεων στην Τεχεράνη, πολλοί «πάγωσαν» αλλά ελάχιστοι αιφνιδιάστηκαν. Διότι ο Τραμπ είχε πολλάκις εκφράσει την ενόχλησή του για τη συμμετοχή των ΗΠΑ σε μια συμφωνία  που ο ίδιος αποκαλούσε «ελαττωματική» και «μεγάλη ντροπή». Απλά υπήρχε η ελπίδα ότι «μπλόφαρε» και ότι θα ήταν αδύνατον να ρισκάρει την περαιτέρω αποσταθεροποίηση των ήδη ταραγμένων διεθνών ισορροπιών.

Ads

‘Εκαναν λάθος. 

Ομόφωνα οι υπόλοιποι εταίροι της συμφωνίας ανακοίνωσαν ότι παραμένουν σε αυτήν και καταδίκασαν την απόφαση της Ουάσιγκτον. Η απομόνωση των ΗΠΑ ήταν πλέον πλήρης, με μόνο τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Β. Νετανιάχου, να δηλώνει «ενθουσιασμένος».

Για να γίνουν, όμως, τα πράγματα ακόμη χειρότερα, τον περασμένο Νοέμβριο ο Τραμπ προχώρησε σε δεύτερο κύμα κυρώσεων, το οποίο στοχεύει στην «καρδιά» της οικονομίας του Ιράν: Τις εξαγωγές πετρελαίου. Από την απαγόρευση αγοράς ιρανικού πετρελαίου εξαίρεσε την Κίνα, την Ινδία, την Νότια Κορέα, την Τουρκία, την Ιταλία, την Ελλάδα, την Ιαπωνία και την Ταϊβάν.

Ads

Η διεθνής κατακραυγή δεν πέρασε τους τοίχους του Λευκού Οίκου. Αντίθετα, ο Τραμπ λες και έκανε ό,τι μπορούσε για να εξοργίζει παραδοσιακούς συμμάχους και εχθρούς των ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό, ότι, με την φρικτή δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου, Τζαμάλ Κασόγκι, μέσα στο προξενείο της χώρας του στην Κωνσταντινούπολη, τον Οκτώβριο του 2018, να έχει σοκάρει τον πλανήτη, ο Αμερικανός πρόεδρος ένα μήνα μετά έπλεκε το εγκώμιο στο Ριάντ… για την μείωση των τιμών του πετρελαίου.

Οι πάντες γνώριζαν πως ήταν θέμα χρόνου η αντίδραση της Τεχεράνης, η οποία πολύ δύσκολα θα περίμενε κανείς να μην εκμεταλλευθεί επικοινωνιακά – αλλά κατά βάθος οικονομικά, σε σχέση με τον αγώνα για την άρση των αμερικανικών κυρώσεων – ένα ανέλπιστο διεθνές «μέτωπο» εναντίον των ΗΠΑ.

Και το έκανε.

Ένα χρόνο ακριβώς μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία, την περασμένη Τετάρτη, ο πρόεδρος του Ιράν, Χασάν Ροχανί, ανακοίνωσε ότι «παγώνει» μέρος των δεσμεύσεών της που απορρέουν από τη συμφωνία, διευκρινίζοντας ότι δεν αποχωρεί πλήρως από αυτήν, ενώ, λίγο αργότερα, την ίδια μέρα, ο πρόεδρος του Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας του Ιράν Αλί Ακμπάρ Σαλεχί, ενημέρωσε ότι η χώρα του είναι σε θέση να ξαναρχίσει την διαδικασία εμπλουτισμού ουρανίου σε ποσοστό 20% σε διάστημα μόνο τεσσάρων ημερών.

Σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο RIA-NOVOSTI, ο Ροχανί έστειλε επιστολές προς όλα τα εμπλεκόμενα μέρη της συμφωνίας, στην οποία σημείωνε, μεταξύ άλλων, ότι «περιμέναμε ένα χρόνο (…) υλοποιώντας όλες τις υποχρεώσεις μας. Σήμερα δεν θέλουμε να αποχωρήσουμε από τη συμφωνία, σήμερα θα γίνουν νέα βήματα εντός των πλαισίων της (…)».

Η ανακοίνωση του Ιράν συνέπεσε με την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της χώρας, Τζαβάντ Ζαρίφ, στην Μόσχα. Ο Ζαρίφ είπε στον Ρώσο ομόλογό του, Σεργκέι Λαβρόφ πως οι ενέργειες του Ιράν δεν παραβιάζουν τους αρχικούς όρους της πυρηνικής συμφωνίας και ότι η απόφαση της Τεχαράνης να αποχωρήσει από δύο όρους της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα σχετίζονται με τις νέες κυρώσεις που επέβαλλαν οι ΗΠΑ στις 4 Μαΐου: «Τα μέτρα, τα οποία αναστείλαμε σε σχέση με τα άρθρα 26 και 36 σχετίζονται με τις νέες εκείνες κυρώσεις τις οποίες επέβαλαν οι Αμερικανοί στις 4 Μαΐου, που είχαν στην ουσία ως αποτέλεσμα, τα σημεία αυτά να μην είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν. Είναι προφανές ότι οι Αμερικανοί δεν αντιμετωπίζουν εποικοδομητικά την συμφωνία και η προσέγγιση τους αυτή θα συνεχισθεί» δήλωσε ο Ζαρίφ, προσθέτοντας πως η Τεχεράνη έχει τώρα 60 ημέρες στη διάθεσή της  προκειμένου να προβεί στα απαραίτητα διπλωματικά βήματα.

Αν και στα αυτιά της διεθνούς κοινότητας αυτό ακούστηκε σαν απειλητικό «τελεσίγραφο» εκ μέρους της Τεχεράνης – και εν πολλοίς είναι – ωστόσο η Ρωσία έδειξε αμέσως τις ΗΠΑ ως την αιτία των αρνητικών αυτών εξελίξεων: «Ο πρόεδρος (Πούτιν) έχει μιλήσει επανειλημμένως για τις συνέπειες απερίσκεπτων βημάτων όσον αφορά το Ιράν και με αυτό εννοώ την απόφαση που έλαβε η Ουάσινγκτον (να αποχωρήσει από τη συμφωνία). Τώρα βλέπουμε πως αυτές οι συνέπειες αρχίζουν να συμβαίνουν», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ σε τηλεδιάσκεψη με τους δημοσιογράφους.

Η  υπουργός Αμυνας της Γαλλίας δήλωσε ότι το Παρίσι θέλει την διατήρηση της διεθνούς πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν εν ζωή και προειδοποίησε ότι αν η Τεχεράνη δεν τηρήσει τις δεσμεύσεις της, τότε η ενεργοποίηση του μηχανισμού που μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή κυρώσεων θα βρεθεί στο τραπέζι. Η Γερμανία κάλεσε το Ιράν να σεβαστεί στο σύνολό της τη συμφωνία , τονίζοντας πωςείναι κρίσιμης σημασίας για την ασφάλεια της Ευρώπης. Η Βρετανία δήλωσε πως είναι εξαιρετικά ανήσυχη για την ανακοίνωση του Ιράν και πως η Τεχεράνη μπορεί να αντιμετωπίσει κυρώσεις αν αποσυρθεί από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμά της.

Η ΕΕ προς το παρόν «παρατηρεί με ανησυχία»: «Παρατηρούμε με ανησυχία τη δήλωση που έγινε σήμερα από το Ιράν σχετικά με τις δεσμεύσεις του που απορρέουν από τη συμφωνία για πυρηνικά. Ως συντονιστές της Κοινής Επιτροπής, αναλύουμε τις επιπτώσεις μαζί με τα υπόλοιπα μέλη. Παραμένουμε πλήρως δεσμευμένοι στην JCPOA (σσ η συμφωνία) , βασικό επίτευγμα της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής μη διάδοσης πυρηνικών όπλων, που είναι προς το συμφέρον όλων» δήλωσε εκπρόσωπος της ΕΕ. «Αυτοσυγκράτηση» συνέστησε το Πεκίνο.

Η πρώτη αντίδραση των ΗΠΑ, δια στόματος του υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, είναι «αναμονή»: «Πρέπει να περιμένουμε να δούμε ποιες θα είναι πραγματικά οι ενέργειες του Ιράν» δήλωσε ο Πομπέο.

Τραμπ… «εν υαλοπωλείο»

Ομολογουμένως δεν είναι μόνο η Ρωσία που «δείχνει» τις ΗΠΑ ως βασικό υπεύθυνο της επικίνδυνης αυτής κλιμάκωσης. Το κάνει και το Foreign Policy και μάλιστα σε μια ανάλυση που δημοσιεύθηκε μόλις ένα 24ωρο πριν την επίσημη ανακοίνωση της απόφασης του Ιράν, εξηγώντας τους λόγους τους οποίους κατά πάσα πιθανότητα – όπως και τελικά έγινε – η Τεχεράνη θα απαντούσε.

Μόλις στις 5 Μαϊου, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, Τζον Μπόλτον, εκτόξευσε νέες απειλές κατά του Ιράν, ανακοινώνοντας ότι οι ΗΠΑ θα αναπτύξουν στον Περσικό Κόλπο ναυτική μονάδα ταχείας επέμβασης και βομβαρδιστικά, για να στείλουν «ένα σαφές και αδιαμφισβήτητο μήνυμα στο ιρανικό καθεστώς ότι οποιαδήποτε επίθεση στα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών ή σε εκείνα των σύμμαχοί μας θα απαντηθούν με ανελέητη δύναμη».

Ο σύμβουλος παρέθεσε μια σειρά «επιχειρήματα» περί «απειλών» του Ιράν για την απόφαση αυτή, αλλά, όπως σημειώνει το Foreign Policy, δεδομένου του ιστορικού του Μπόλτον να υπερβάλλει και να χειραγωγεί για να δικαιολογήσει τη χρήση βίας, είναι «πολύ δελεαστική η σκέψη να απορριφθούν όλα αυτά ως fake news».

Το βέβαιο όμως είναι ότι οι απειλές του Μπόλτον ήταν το «κερασάκι» σε μια «τούρτα» κλιμάκωσης των σχέσεων ΗΠΑ – Ιράν από την στιγμή της απόφασης του Τραμπ να αποχωρήσει μονομερώς από τη συμφωνία και να επαναφέρει τις κυρώσεις. Οι οποίες, ναι μεν έχουν επιβαρύνει σοβαρά την οικονομία του Ιράν, αλλά η εκστρατεία μέγιστης πίεσης μέχρι στιγμής απέτυχε να εξαναγκάσει την Τεχεράνη να διαπραγματευτεί μια νέα, αρεστή στον Τραμπ, πυρηνική συμφωνία ή να περιορίσει την παρέμβασή του στην Μέση Ανατολή. Και βέβαια, σε μια κλασική «τραμπική» λογική, η αποτυχία αυτή, όχι μόνο δεν οδήγησε τον Λευκό Οίκο να επανεκτιμήσει την κατάσταση, αλλά, αντίθετα, διπλασίασε την ένταση αυτής τξης καταστροφικής επιλογής.

‘Ετσι, προσπαθώντας να φτάσει το Ιράν στο σημείο εξόντωσης, η διοίκηση Τραμπ ανακοίνωσε στα τέλη Απριλίου ότι θα έπαιρνε πίσω και τις εξαιρέσεις χωρών από την απαγόρευση εισαγωγής ιρανικού πετρελαίου, που επέτρεπαν στην Τεχεράνη να πουλάει περίπου 1 εκατομμύριο βαρέλια πετρέλαιο την ημέρα.

Ο δηλωμένος στόχος του Τραμπ είναι να οδηγήσει τις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν, την ψυχή της οικονομίας της χώρας, όσο το δυνατόν πιο κοντά στο μηδέν. Το Ιράν απάντησε με ανανέωση των απειλών του να κλείσει το στενό του Ορμούζ, μια στενή πλωτή οδό, μέσω της οποίας διακινείται περίπου το 20% των παγκόσμιων εμπορικών ροών πετρελαίου. Επιπλέον, αξιωματούχοι στην Τεχεράνη υπαινίχθηκαν ότι το Ιράν θα μπορούσε να λάβει και άλλα μέτρα για να «διαταράξει» τις εξαγωγές πετρελαίου από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, υπονοώντας καταστροφή υποδομών μεταφοράς του.

Παίζοντας με τη φωτιά, ο Τραμπ το προχώρησε ακόμη περισσότερο, χαρακτηρίζοντας τους Φρουρούς της Επανάστασης, το επίλεκτο αυτό σώμα του ιρανικού στρατού, ως «τρομοκρατική οργάνωση», όντας η πρώτη φορά που η Ουάσιγκτον έχει αποδώσει επίσημα τέτοιο χαρακτηρισμό σε επίσημη δομή άλλου κράτους. 

Ο κίνδυνος είναι προφανής και εύλογος. Αμερικανικά στρατεύματα και ιρανικές ή υποστηριζόμενες από το Ιράν δυνάμεις επιχειρούν σε απόσταση αναπνοής μεταξύ τους, τόσο στο Ιράκ και τη Συρία, όσο και στον Περσικο Κόλπο. Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα συνεχίζουν την επίθεση στην Υεμένη εναντίον των φιλοϊρανικών δυνάμεων, ισοπεδώνοντας τη χώρα, δολοφονώντας αμάχους και προκαλώντας μια τεράστια ανθρωπιστική κρίσης που έχει ξεσηκώσει διεθνείς αντιδράσεις.

Εάν λοιπόν το Ιράν ή οι σύμμαχοί του απαντήσουν σε όλα τα παραπάνω αρχίζοντας να χύνουν αίμα Αμερικανών στρατιωτών ή πλήττοντας την πετρελαϊκή υποδομή των συμμάχων της Ουάσιγκτον, τα πράγματα πολύ εύκολα μπορούν να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο. Πολύ περισσότερο, που, σε αντίθεση με τα τελευταία χρόνια της προεδρίας Ομπάμα, σήμερα δεν υπάρχουν γραμμές επικοινωνίας υψηλού επιπέδου μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης για τη διαχείριση μιας κρίσης.

Από την υπομονή, στη δράση

Έτσι, κάποιοι αναλυτές εκλαμβάνουν την κίνηση του Ιράν ως ένα λανθάνον μήνυμα, αίτημα και απειλή ταυτόχρονα, προς τα ευρωπαϊκά μέρη της συμφωνίας και προς την Κίνα: «Βοηθήστε μας ή…». «Το Ιράν μετατοπίζεται από τη στρατηγική υπομονή στη στρατηγική δράση», δήλωσε στο Foreign Policy η Ελλη Τζέρναμάι, ερευνήτρια στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR).

Μάλιστα, ο Αλί Βαέζ υπεύθυνος του τμήματος για το Ιράν εκ μέρους της «δεξαμενής σκέψης» International Crisis Group, θεωρεί ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι ακόμη χειρότερα, δεδομένου ότι η Τεχεράνη έχει λάβει ελάχιστα αντίποινα σε σχέση με την μεγάλης κλίμακας πίεση που δέχεται εδώ και ένα χρόνο από τις ΗΠΑ. Ο ίδιος εκτιμά ότι η «μπάλα» βρίσκεται τώρα στους υπόλοιπους εταίρους της συμφωνίας, οι οποίοι καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στην πρόκληση των αμερικανικών μονομερών κυρώσεων και στην πιθανή διεύρυνση της παραβίασης της συμφωνίας εκ μέρους του Ιράν, που μπορεί να οδηγήσει στην de facto κατάργησή της.

Για τον Ρίτσαρντ Νέφιου, ειδικό στην διεθνή ενεργειακή πολιτική στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει, αφού, κατά την γνώμη του «αυτή είναι η αρχή του τέλους» της συμφωνίας. Το ιρανικό «χρονόμετρο» των 60 ημερών έχει ήδη ξεκινήσει και αυτό θα φέρει αναμφίβολα αντίποινα των ΗΠΑ με νέες κυρώσεις οδηγώντας σε αναπόφευκτη κλιμάκωση.

Το ίδιο πιστεύει και ο ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής από τη ρωσική Εθνική Υπηρεσία Ειδήσεων, Γκουμέρ Ισάεφ, ο οποίος θεωρεί η Τεχεράνη προσπαθεί να αντιδράσει στη συνεχή και κλιμακούμενη αμερικανική πίεση. «Γι’ αυτό, προς το παρόν, η κατάσταση οδεύει στην πιθανότητα να γίνουμε μάρτυρες μιας εξαιρετικά σοβαρής κλιμάκωσης».

Από την πλευρά του, ο ειδικός του Κέντρου Αραβικών και Ισλαμικών Ερευνών του Ινστιτούτου Μελετών Ανατολής της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, Μπορίς Ντολγκόφ, χαρακτηρίζει τις κινήσεις του Ιράν «απολύτως σύννομες». «Ο κίνδυνος της απόσυρσης του Ιράν από την πυρηνική συμφωνία παραμένει, με την κατάσταση να επιδεινώνεται από τις κυρώσεις και την στρατιωτικο-πολιτική πίεση των ΗΠΑ». Κατά τη γνώμη του, η βασική προϋπόθεση για την πλήρη αναζωογόνηση της συμφωνίας είναι η συνέχιση των τραπεζικών συναλλαγών που διεξάγει το Ιράν με τις χώρες της ΕΕ και με άλλους εταίρους και η διατήρηση της δυνατότητας του Ιράν να πουλά το πετρέλαιό του.

Άλλοι είναι πιο αισιόδοξοι. Οπως η Σουζάνα Μαλόνι, ειδική στο Ιράν εκ μέρους της αμερικανικής «δεξαμενής σκέψης» Brookings Institution, η οποία θεωρεί ότι οι Ιρανοί προχώρησαν σε αυτή την κίνηση «επειδή δεν είναι διατεθειμένοι να παραβιάσουν πλήρως τη συμφωνία, αλλά εξακολουθούν να αναζητούν κάποια άλλη διέξοδο».

Για την Ευρώπη, η κίνηση του Ιράν οδηγεί δίλημμα. Μέχρι στιγμής, οι ευρωπαϊκές προσπάθειες για την παρεμπόδιση των αμερικανικών κυρώσεων δεν κατάφεραν σχεδόν τίποτα ως προς την υποστήριξη των εξαγωγών πετρελαίου του Ιράν ή ώστε να ενισχύσουν την οικονομία του, δίνοντας στην Τεχεράνη ελάχιστα οικονομικά «δέλεαρ» για να τηρήσει τη συμφωνία. Η Μαλόνεϊ εκτιμά ότι οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες του Ιράν: «Δεν μπορούν να αναγκάσουν τις εταιρείες τους να συνεργαστούν με το Ιράν και δεν μπορούν να αναγκάσουν τις τράπεζές τους να πραγματοποιούν συναλλαγές με το Ιράν».

Πάντως, Ευρωπαίοι διπλωμάτες, οι οποίοι μίλησαν υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας στο Foreign Policy, επιμένουν ότι η συμφωνία δεν είναι καταδικασμένη και διερευνούν τρόπους για να συνεχίσουν να συνεργάζονται με την Τεχεράνη, μέσω του ειδικού χρηματοδοτικού εργαλείου της ΕΕ και της αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας στο Ιράν.

Αλλά η ζήτηση για οικονομικά οφέλη από τον Ιράν απευθύνεται και στην Κίνα, η οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος στην πυρηνική συμφωνία και μεγάλος αγοραστής ιρανικού πετρελαίου τα τελευταία χρόνια. Η Τζέρναμάι λέει ότι η Τεχεράνη προσπαθεί να πείσει το Πεκίνο να ασκήσει πιέσεις για την άρση των αμερικανικών κυρώσεων και να συνεχίσει να αγοράζει ιρανικό πετρέλαιο για να διατηρήσει την οικονομία της στην επιφάνεια, αλλά η Κίνα, έχοντας εμπλακεί σε έναν εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, είναι προφανές ότι δεν θα ακουστεί από την Ουάσιγκτον.

Έτσι, καθώς ούτε η ΕΕ ούτε η Κίνα είναι διαθέσιμες πλήρως αυτή τη στιγμή, είναι δύσκολο να προβλεφθεί πώς το Ιράν μπορεί να αποκομίσει τα οικονομικά οφέλη από τη συμφωνία που έχει υποσχεθεί επανειλημμένα ο Ρουχανί.

Οι ειδικοί ανησυχούν περισσότερο για το τι θα μπορούσε να κάνει το Ιράν αν δεν φτάνει βοήθεια μέχρι το καλοκαίρι, σε συνδυασμό με τις προειδοποιήσεις για τον εμπλουτισμό ουρανίου που θα έθετε την Τεχεράνη στο δρόμο για την ανάπτυξη πυρηνικού όπλου. Κάτι το οποίο θα ήταν καταστροφικό  για τις ευρωπαϊκές χώρες που προσπάθησαν να εξισορροπήσουν μεταξύ της διατήρησης της συμφωνίας και της διατήρησης καλών σχέσεων με την Ουάσινγκτον.