Η διοίκηση Τραμπ παρουσίασε μια νέα στρατηγική για την Αφρική, επικεντρωμένη στους εμπορικούς δεσμούς, στην αντιτρομοκρατία και στην καλύτερη στοχοθέτηση των αμερικανικών ενισχύσεων για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό που έχει ξεσπάσει με την Κίνα για τη μαύρη ήπειρο. Αλλά μπορεί να είναι λίγο αργά, ή και πολύ…

Ads

Σε μια ανοιχτή ομιλία στο Ίδρυμα Heritage, ένα συντηρητικό think tank στην Ουάσινγκτον, ο Τζον Μπόλτον σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, προειδοποίησε ρητά ότι ο τελικός στόχος της «επιθετικής» επιρροής του Πεκίνου στην Αφρική, είναι να προωθήσει η Κίνα την παγκόσμια κυριαρχία της. «Αυτό», είπε, «θα φέρει την ήπειρο σε πολύ χειρότερη κατάσταση».

Το Πεκίνο δαπανά πολύ περισσότερα χρήματα στην Αφρική από ό, τι σε άλλες χώρες – και για πολύ λιγότερο αυτονόητους λόγους. Αυτή η έλλειψη κανονιστικής ή πολιτικής ασφάλειας αποκλείει άλλους πιθανούς επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών.

Την ώρα που οι άλλοι επενδυτές δεν έχουν πάρει χαμπάρι, η Κίνα έχει κατασκευάσει μεγάλους δρόμους, φράγματα και σιδηρόδρομους σε περιοχές με ελάχιστη ή καθόλου πρόσβαση στα αστικά κέντρα. Επίσης έχει υπογράψει επικερδείς συμβάσεις για πρώτες ύλες με κυβερνήσεις χωρών που είναι πλούσιες σε πόρους και τηρεί σιωπή για τους όρους των δανείων της, ένα προφανές συν για τους διεφθαρμένους ηγέτες. Τα χρήματά της έχουν καταστροφικές συνέπειες για ορισμένες χώρες. Όμως, αν δεν υπάρχουν άλλοι σημαντικοί παίκτες στην Αφρική, το Πεκίνο είναι ο μόνος νικητής του παιχνιδιού, αναφέρει σε άρθρο του το «The Atlantic».

Ads

«Η Κίνα δωροδοκεί, συνάπτει αδιαφανείς συμφωνίες και με τη στρατηγική χρήση του χρέους, επειχειρεί να κρατήσει τα κράτη στην Αφρική αιχμάλωτα στις επιθυμίες και απαιτήσεις του Πεκίνου», δήλωσε ο Μπόλτον. Πρόσθεσε ότι οι επενδύσεις της Κίνας δεν είναι μόνο διεφθαρμένες, αλλά δεν πληρούν και τα περιβαλλοντικά ή δεοντολογικά πρότυπα των ΗΠΑ. «Η νέα στρατηγική των ΗΠΑ», είπε, «θα ωφελήσει τόσο την Αμερική όσο και τα αφρικανικά έθνη».

Οι παρατηρήσεις του Μπόλτον δείχνουν ότι η Αφρική είναι πιθανό να γίνει το νέο μέτωπο στον «πόλεμο» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, οι οποίες έχουν συγκρουστεί σε μια σειρά ζητημάτων τα τελευταία δύο χρόνια. Η Washington Post ανέφερε την Τρίτη ότι η κυβέρνηση Τραμπ σχεδίαζε να εγκαλέσει την Κίνα για εκστρατεία οικονομικής κατασκοπείας και πειρατείας. Επιπλέον ο δαπανηρός εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών και η ανησυχία των ΗΠΑ για τη στρατιωτική δραστηριότητα του Πεκίνου στην αμφισβητούμενη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, είναι μια συνταγή για έναν ανταγωνισμό μεγάλης ισχύος με επιπτώσεις που θα επεκταθούν πολύ πέρα από την Αφρική.

Η κριτική για τις πολιτικές του Πεκίνου είναι ένας από τους κύριους τομείς της διπλωματικής ατζέντας στην Ουάσινγκτον. Η Κίνα βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των προτεραιοτήτων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, αντίθετα με την Αφρική  που βρίσκεται σε χαμηλή θέση. Αλλά η ταχέως αναπτυσσόμενη επιρροή του Πεκίνου στην ήπειρο ανάγκασε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ να λάβουν μέτρα, όπως αυτά που περιέγραψαν ο Μπόλτον την περασμένη Πέμπτη.

Υπάρχουν και άλλα μέτρα, όμως. Τον Οκτώβριο, η διοίκηση Τραμπ ίδρυσε την – αξίας 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων – Διεθνή Χρηματοπιστωτική Εταιρεία Ανάπτυξης (IDFC). Στόχος του οργανισμού είναι να αυξήσει τις επενδύσεις των ΗΠΑ στις φτωχές χώρες της Αφρικής, παρέχοντας στις αμερικανικές εταιρείες κίνητρα για να επενδύσουν εκεί. Ωστόσο, οποιαδήποτε δαπάνη των ΗΠΑ για την Αφρική θα βρεθεί αντιμέτωπη με το Πεκίνο, όπου σχεδιάζει να δαπανήσει 60 δισεκατομμύρια δολάρια για τα επόμενα τρία χρόνια επίσης.

Ο Μπόλτον έκανε λόγο επίσης για «ενοχλητικά αποτελέσματα» των κινεζικών επενδύσεων στην Αφρική και σε όλο τον κόσμο. Μεγάλο μέρος του εμπορικού ενδιαφέροντος της Κίνας στην Αφρική στρέφεται στην εξόρυξη φυσικών πόρων, είπε. Επίσης, τα δάνεια της Κίνας προς τις αφρικανικές κυβερνήσεις έχουν τελικά αφήσει κράτη, όπως το Τζιμπουτί και τη Ζάμπια, χρεωμένα στο Πεκίνο σε μη βιώσιμα επίπεδα. Το Τζιμπουτί οφείλει στην Κίνα ποσό ίσο περίπου με το 75 τ% του ΑΕΠ του, ανέφερε χαρακτηριστικά ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ. Σύμφωνα με πληροφορίες του, μάλιστα, η Κίνα σχεδιάζει να εκποιήσει την εταιρεία ηλεκτρικού της Ζάμπια εξαιτίας της αδυναμίας της Λουσάκα να αποπληρώσει τα δάνεια της στο Πεκίνο.

Οι αντίπαλοι της πολιτικής της Κίνας λένε ότι το Πεκίνο χρηματοδοτεί έργα «λευκού ελέφαντα», δηλαδή έργα τεράστιου κόστους κατασκευής, μεγάλου κόστους συντήρησης και πολύ μικρής – αδύναμης αποδοτικότητας. Πράγματι, οι ερευνητές του Ινστιτούτου AidData, που μελετά τη διεθνή αναπτυξιακή βοήθεια, διαπίστωσαν ότι περίπου το 80% των επενδύσεων της Κίνας δεν έχει προφανή επίδραση στην οικονομική της ανάπτυξη.

Η Κίνα είναι η μόνη μη δυτική δύναμη στην Αφρική – αν και είναι μακράν ο μεγαλύτερος παίκτης. Την ίδια στιγμή, η Ρωσία, την οποία ο Μπόλτον εγκάλεσε επίσης την Πέμπτη για την προσπάθειά της να «αυξήσει την επιρροή της στην περιοχή μέσω διεφθαρμένων οικονομικών συναλλαγών», κάνει τη δική της επενδυτική ώθηση, προσφέροντας στρατιωτικές συμβάσεις με αντάλλαγμα εξορύξεις μεταλλευμάτων. Η Τουρκία έχει επεκτείνει τη διπλωματική της παρουσία επίσης στην Αφρική και  διαθέτει στρατιωτική βάση στη Σομαλία. Τα αραβικά κράτη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου έχουν δαπανήσει δισεκατομμύρια για την ενίσχυση των υποδομών στην ήπειρο.

Σύμφωνα με τον Τζον Μπόλτον, ο στόχος της Ουάσινγκτον είναι «τα έθνη της Αφρικής να αναλάβουν την κυριότητα για την ειρήνη και την ασφάλεια στη δική τους γειτονιά».

Το γεγονός ότι η Κίνα δεν αποκαλύπτει λεπτομέρειες για τα έργα που χρηματοδοτεί, τα ποσά που δανείζει και τους παραλήπτες τους, καθώς και τους όρους των δανειοδοτήσεων, καθιστά το Πεκίνο επιρρεπές σε κριτική για το ότι «χρησιμοποιεί το χρήμα για να λυγίσει τις χώρες στους συχνά μη-φιλελεύθερους στόχους του». Η έλλειψη διαφάνειας βοηθά επίσης μερικές από τις πιο διεφθαρμένες κυβερνήσεις του κόσμου να καταχραστούν τα κινεζικά κονδύλια.

Η Κίνα βάζει μακροπρόθεσμους στόχους για την Αφρική. Ίσως πολύ σύντομα να δούμε και την Αμερική να κάνει το ίδιο.