H επίθεση του Ισραήλ με έκανε πρόσφυγα, μητέρα πεινασμένων παιδιών και με βούτηξε στο πένθος. Το δημοσιογραφικό μου έργο έχει γίνει σχεδόν αδύνατο, λέει η Ibtisam Mahdi από τη Γάζα.  Ως ανεξάρτητη δημοσιογράφος, ειδικεύεται σε ρεπορτάζ για κοινωνικά θέματα, ιδίως όσον αφορά τις γυναίκες και τα παιδιά και συνεργάζεται με φεμινιστικές οργανώσεις.

Ads

Σε άρθρο της στο +972 Magazine περιγράφει όσα βιώνει στον πόλεμο ως μητέρα αλλά και ως δημοσιογράφος. Μιλά για τον αγώνα της να βρει ασφαλές καταφύγιο και κατάλληλη τροφή για τα παιδιά της, τον θάνατο του αδελφού της αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στη δουλειά της.

Ο ξεριζωμός

“Σε μια ατέρμονη αναζήτηση ασφαλούς καταφυγίου, τους τελευταίους έξι μήνες, μετακινούμαι σε όλη τη Λωρίδα με τον σύζυγό μου και τα δύο παιδιά μου, ηλικίας 7 και 9 ετών. Το σπίτι μας στη συνοικία Ταλ ελ Χάουα, νοτιοδυτικά της πόλης της Γάζας, βομβαρδίστηκε αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου και από τότε είμαστε άστεγοι.

Στην αρχή, μετακινούμασταν στη βόρεια περιοχή. Σύντομα, όμως, κάθε γειτονιά στην πόλη της Γάζας έγινε στόχος των ισραηλινών. Ένα, ένα τα διαμερίσματα όπου αναζητούσαμε καταφύγιο πλήττονταν από τις αεροπορικές επιδρομές του Ισραήλ.

Ads

Τελικά αποφασίσαμε να φύγουμε με τα παιδιά μας προς τον νότο, στην πόλη Χαν Γιουνίς. Ήταν ένα ταξίδι γεμάτο δυσκολίες και αντιξοότητες. Μετακομίζαμε από το ένα σπίτι στο άλλο μέχρι που καταλήξαμε στο νοσοκομείο Αλ Αμάλ.

Εκεί, στη μέση του χειμώνα, κοιμόμασταν οι τέσσερις μας πάνω σε μια κουβέρτα σκεπασμένοι με μια δεύτερη για να κρατά λίγη ζεστασιά στα παιδιά μου και σε μένα. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα το ακραίο κρύο. Ο φόβος που ένιωθα για τα παιδιά μου, η σοβαρότητα της κατάστασης και η κακουχία μου έφερναν δάκρυα στα μάτια.

Όταν ο στρατός κατοχής πολιόρκησε το Χαν Γιουνίς, στις αρχές Φεβρουαρίου φύγαμε μέσω του λεγόμενου “ασφαλούς διαδρόμου” υπό τον έλεγχό των ισραηλινών δυνάμεων. Σε αυτό το ταξίδι, βιώσαμε κακοποίηση, προσβολές, εξευτελισμό και κλοπές από τον ισραηλινό στρατό. Συνεχίσαμε για να επιστρέψουμε προς τα βόρεια, στην πόλη Ντεΐρ αλ Μπαλάχ στην κεντρική Γάζα. Μέχρι και σήμερα ζούμε την πίκρα του ξεριζωμού.

Έχουν περάσει έξι μήνες, έχουμε μετακινηθεί σε τρεις πόλεις και σε αμέτρητα καταφύγια. Ο πόλεμος δεν φαίνεται να τελειώνει σύντομα και ξέρουμε ότι είναι πιθανόν να μην μπορέσουμε να παραμείνουμε εδώ για πολύ ακόμα.

Εκτοπισμένοι Παλαιστίνιοι συγκεντρώνονται για να συλλέξουν τρόφιμα που τους δώρισε μια φιλάνθρωπη οργάνωση νέων πριν το πρωινό, τη δεύτερη ημέρα του ιερού μήνα του Ραμαζανιού στη Ράφα, στη νότια Λωρίδα της Γάζας, 12 Μαρτίου 2024. EPA/HAITHAM IMAD

Καθημερινός αγώνας για επιβίωση

Πρόσφατα, η κόρη μου αρρώστησε και έχασε το μισό της βάρος. Ο γιατρός μας είπε ότι υπέφερε από σοβαρή κόπωση μαζί με κάποια βακτηριακή λοίμωξη και ότι έπρεπε να τρώει γλυκές τροφές.

Πήγα στην αγορά και έψαξα παντού για γλυκά. Τα μόνα που βρήκα ήταν εξαιρετικά ακριβά. Σκέφτηκα να της φτιάξω ένα κέικ ή έναν γλυκό χυλό, όμως ένα κιλό ζάχαρη σήμερα κοστίζει 30 δολάρια, συν το ότι είχα μόνο μια κουταλιά γάλα και δεν υπήρχε άλλο στην αγορά.

Τελικά, αγόρασα ένα μικρό κέικ για 4 δολάρια για να το μοιραστούν τα δύο παιδιά μου, καθώς και ένα λεμόνι για 2 δολάρια για να το φάμε μαζί με μια κονσέρβα τόνο που υπήρχε σε ένα δέμα ανθρωπιστικής βοήθειας μαζί με κονσέρβες φασολιών, ρεβίθια και αρακά.

“Πότε θα μας ξαναγοράσεις κοτόπουλο;” ρώτησε η κόρη μου ενώ τρώγαμε αυτό το γεύμα. Χαμογέλασα και υποσχέθηκα να προσπαθήσω το συντομότερο δυνατό, μόλις γίνει διαθέσιμο στην αγορά.

Αυτή είναι η κατάστασή μας στη Γάζα μετά από έξι μήνες πολέμου. Σπάνια βρίσκουμε λαχανικά, φρούτα ή κρέας στις αγορές. Υπάρχουν μόνο κονσερβοποιημένα τρόφιμα, τα οποία περιέχουν μεγάλο ποσοστό βλαβερών συντηρητικών. Τα φρέσκα προϊόντα είναι σπάνια και πολύ ακριβά για τις περισσότερες οικογένειες. Πέρα από τα τρόφιμα, δεν έχουμε φυσικό αέριο και ηλεκτρικό ρεύμα. Καίμε καυσόξυλα για να ετοιμάζουμε τα γεύματά μας και να ζεσταίνουμε τις κονσέρβες. Ασφαλές πόσιμο νερό δεν υπάρχει, αλλά ούτε και υποδομές αποχέτευσης.

EPA/MOHAMMED SABER

Μένω στη σιωπή

Πέρα από τις ευθύνες μου απέναντι στα παιδιά και τον σύζυγό μου, προσπάθησα να συνεχίσω τη δουλειά μου ως δημοσιογράφος. Αυτό, ωστόσο, είναι επικίνδυνο όσο ποτέ άλλοτε. Οι δημοσιογράφοι που έχουν στοχοποιηθεί και έχουν χάσει τις ζωές τους τελευταίους έξι μήνες είναι τόσοι πολλοί, που ακόμα και οι φίλοι μας έκλεισαν τις πόρτες τους στην οικογένειά μου επειδή δεν ήθελαν να συγκατοικήσουν με δημοσιογράφο, θεωρώντας ότι αποτελούσαμε στόχο.

Η σταθερή σύνδεση στο διαδίκτυο είναι άλλος ένας καθημερινός αγώνας λόγω των κατεστραμμένων δικτύων, ενώ πολλοί άνθρωποι στη Γάζα διστάζουν να δώσουν συνεντεύξεις ή να κάνουν οποιαδήποτε δήλωση που θα μπορούσε να δημοσιοποιηθεί, φοβούμενοι μήπως στοχοποιηθούν από τον ισραηλινό στρατό. Ακόμα και η φόρτιση των τηλεφώνων μας είναι δύσκολη και μερικές φορές αδύνατη.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έπρεπε ταυτόχρονα να αντιμετωπίσω τον χαμό του αδελφού μου, ο οποίος σκοτώθηκε σε ισραηλινή αεροπορική επιδρομή στις 14 Μαρτίου και την πολύμηνη κράτηση του πατέρα μου από τις ισραηλινές δυνάμεις. Αυτά τα γεγονότα έχουν επηρεάσει βαθιά την ψυχή μου, έχουν αλλάξει την προσωπικότητά μου και έχουν επηρεάσει σοβαρά την ψυχολογία μου. Έχω αρχίσει να μένω στη σιωπή και παλεύω με την αδυναμία να εκτελέσω τα δημοσιογραφικά μου καθήκοντα. Ό,τι κι αν γράφουμε, οι πένες μας μοιάζουν ανήμπορες μπροστά στο μέγεθος του θανάτου, της καταστροφής και του φόβου που βιώνουμε”.