Από το 1967, η Γκαμπόν, η μικρή αυτή χώρα που καλύπτεται κατά 85% από τροπικό δάσος και βρίσκεται πάνω στον ισημερινό, κυβερνάται από μια οικογένεια κι ένα όνομα: Μπονγκό. Αλμπέρ, Ομάρ, Αλέν, Αλί… Μπερδευτήκατε;

Ads

Ο Αλμπέρ άλλαξε το όνομά του και το έκανε Ομάρ, ο γιος του έκανε το Αλέν αντίστοιχα Αλί. Απο χριστιανοί έγιναν μουσουλμάνοι. Όλα αυτά σε μια προσπάθεια να προσεγγίσει η μικρή Γκαμπόν τους μουσουλμάνους ηγέτες του παγκόσμιου πετρελαίου, όταν ο ηγέτης της το έκρινε σκόπιμο.

Ο Ομάρ Μπονγκό κυβέρνησε τη χώρα από το 1967 ως το 2009 με σιδηρά πυγμή,  χωρίς προσχήματα δημοκρατίας και παραχωρήσεων. Όταν πρόκειται για χώρα πετρελαιοπαραγωγό, όλα επιτρέπονται και κυρίως,  δεν ακούμε παράπονα από ενοχλητικές οργανώσεις και ακτιβιστές εδώ στην Ευρώπη.

Ο Ομάρ Μπονγκό πήρε την εξουσία με έναν περίεργο τρόπο,  αριστοτεχνικά σκηνοθετημένο από το Παρίσι και συγκεκριμένα από τον σκιώδη “υπουργό Αφρικής” Φοκάρ (Jacques Foccart), ο οποίος κατά τις δεκαετίες ’60 και ’70 κινούσε τα νήματα στις πρώην αποικίες και υπήρξε η ενσάρκωση του πολιτικού  όρου “Françafrique”. Ας δούμε τα γεγονότα του 1967. Εν όψει λοιπόν της ασθένειας και του επικείμενου θανάτου του προέδρου της Γκαμπόν Μ’μπα (Gabriel Léon M’ba) που κυβερνούσε από το 1961, η Γαλλία φρόντισε να γίνει συνταγματική αναθεώρηση και να θεσπίσει ένα νέο θεσμό αντιπροέδρου της χώρας, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του νεαρού τότε Μπονγκό.

Ads

Μάλιστα, έγιναν εκλογές, τις οποίες ο ασθενής πρόεδρος Μ’μπα κέρδισε πανηγυρικά από το κρεββάτι του πόνου στο Παρίσι, με συντριπτικό ποσοστό. Επί της ουσίας, είχε ήδη αναλάβει ο αντιπρόεδρος και ύστερα από λίγους μήνες, όταν ο πρόεδρος απεβίωσε και ο Μπονγκό έγινε κι επίσημα ο νέος ηγέτης της χώρας. Το 1968 κήρυξε τη Γκαμπόν μονοκομματικό καθεστώς, λίγο αργότερα κατήργησε τη θέση του αντιπροέδρου χάρη στην οποία είχε αναδειχθεί, φρόντισε να εκλεγεί ξανά και ξανά με ποσοστά άνω του 90 % και μάλιστα το πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε το 1978 έφερε το όνομά του, το μουσουλμανικό όνομα…

Το 1973 άλλαξε επίσημα και θρήσκευμα, έγινε μουσουλμάνος και μάλιστα “χατζής” σε μια χώρα πλειοψηφικά χριστιανική.

Η Γκαμπόν, παρά το μικρό της μέγεθος απέκτησε σημασία λόγω της συστηματικής εξόρυξης πετρελαίου από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο Μπονγκό έγινε ο προστατευόμενος ηγέτης, παρενέβαινε πολιτικα όπου χρειαζόταν, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της  βραχύβιας “δημοκρατίας της Μπιάφρα” (1967 – 1970) την οποία και αναγνώρισε. Έτσι κι αλλιώς, ο γαλλικός στρατός ήταν πάντοτε κάπου εκεί κοντά για να επιτηρεί τα τεκταινόμενα και η πολιτική ζωή στη χώρα έβλεπε την ανάπτυξη μιας μονοκρατορίας χωρίς πολλές αλλαγές και αμφισβήτηση σε διάστημα δεκαετιών. Το 1982 τη χώρα επισκέφτηκε και ο Πάπας και πέρασαν από εκεί πλειάδα άλλων ηγετών.

 

Η πιο μεγάλη αμφισβήτηση ήρθε τη δεκαετία του 1990, όταν λόγω διαμαρτυριών και απεργιών,  ο Μπονγκό αναγκάστηκε να κάνει κάποιες δημοκρατικές παραχωρήσεις και να επιτρέψει τη λειτουργία άλλων κομμάτων. Παρόλα αυτά, ένας ηγέτης της αντιπολίτευσης δολοφονήθηκε και οι ταραχές εντάθηκαν, οι βασικές πετρελαϊκές εταιρείες Elf και Shell μείωσαν την παραγωγή πετρελαίου και έφτασαν επειγόντως γαλλικές ενισχύσεις για να διατηρηθεί η τάξη και να «αποκατασταθεί η ροή της παραγωγής». Ακολούθησε κατευνασμός, εκλογές κι άλλες εκλογές και ο ηγέτης παρέμεινε ακλόνητος πάρα τα εμπόδια. Προφανώς, αν ήθελε η Γαλλία ν’ αφήσει να «πέσει» ο Μπονγκό, αυτό θα είχε γίνει πολύ εύκολα. Δεν είναι όμως καθόλου τυχαίο ότι κατά τις δεκαετίες ’80 κι ’90 υπήρξαν αναφορές,  δημοσιεύματα και δημόσιες κατηγορίες για χρηματοδότηση Γάλλων πολιτικών από το καθεστώς της Γκαμπόν. Άρα, υπήρχε μια αμφίδρομη σχέση διαπλοκής κι εξάρτησης ανάμεσα στη μητρόπολη και την πρώην αποικία.

Συμπερασματικά, τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, η δραστηριότητα ξένων εταιρειών, οι εγκαταστάσεις και οι υποδομές εκατομμυρίων, όλα αυτά επέβαλαν μια ισχυρή και σταθερή κεντρική διοίκηση. Αυτό ακριβώς εξυπηρέτησε ο πρόεδρος Μπονγκό, ο οποίος έγινε ο μακροβιότερος πρόεδρος στην Αφρική, από το 1967, μέχρι το θάνατό του το 2009. Σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια “σταθερότητας”! Και ύστερα, μέσα από ένα ακόμα επιδέξιο παιχνίδι νεποτισμού, επί προεδρίας Σαρκοζύ, φρόντισε η προστάτις Γαλλία να ανεβάσει στην εξουσία το γιο του προέδρου ο οποίος ήταν ήδη Υπουργός Άμυνας. Και τα χρόνια πέρασαν, ο υιός επανεξελέγη πανηγυρικά και αυτός, όπως ο πατέρας του, μέχρι που το 2023, στα τέλη Αυγούστου, έγιναν ξανά εκλογές. Και προφανώς στις εκλογές αυτές υπήρχε φαβορί προφανές και ακλόνητο. Υπήρχε όμως και αντιπολίτευση και αντίλογος, ίσως για πρώτη φορά πιο σοβαρός. Άλλωστε, πέρασαν τόσες δεκαετίες που βαρέθηκε και ο ίδιος ο κόσμος να βλέπει τα ίδια πρόσωπα και να μην βλέπει τίποτα από τον πετρελαϊκό πλούτο στην τσέπη του. Μάλιστα, λίγο πριν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των εκλογών, παύθηκαν τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης στη χώρα λόγω «έλλειψης αντικειμενικότητας». Ίσως γιατί, μετά από τόσα χρόνια που οι Γάλλοι εξέθρεψαν κι ανέπτυξαν το τροπικό αυτό μοντέλο νεποτισμού, μόλις τώρα αποφάσισαν να μιλήσουν για αντιπολίτευση και για παραβιάσεις δικαιωμάτων.

Οι μέρες πέρασαν, μάλλον μερικές ώρες πέρασαν και τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν: ο υιός Μπονγκό, ο Αλί, επανεξελέγη με μεγάλο ποσοστό, άνω του 60 %. Κι αμέσως μετά, λίγο πριν τα ξημερώματα της προτελευταίας μέρας του Αυγούστου του 2023, στρατιωτικοί, μέλη της προεδρικής φρουράς και άλλοι ένστολοι ανακοίνωσαν τηλεοπτικά ότι «αναλαμβάνουν» αυτοί και ότι δεν δέχονται τα αποτελέσματα.

Για να δούμε λοιπόν, λέτε η Γαλλία, μετά από το ουράνιο του Νίγηρα να απομακρυνθεί και από το πετρέλαιο της Γκαμπόν;

Σήμερα η χώρα είναι μέλος του OPEC, ενώ το 40 % του ΑΕΠ της και το 50 % των εξαγωγών σχετίζονται με το πετρέλαιο που παράγεται στις ακτές του Ατλαντικού και σε υπεράκτιες πλατφόρμες. Η ανεργία αγγίζει επισήμως το 30 %, αλλά η Γκαμπόν εμφανίζεται στις στατιστικές οικονομικές μελέτες ως μια από τις πιο πλούσιες χώρες της Αφρικής με σχετικά υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα. Υπάρχει επίσης παραγωγή σε ουράνιο και μαγγάνιο, ενώ παλιότερα, πριν την ανεξαρτησία του 1960 και πριν την πετρελαϊκή παραγωγή,  η τοπική οικονομία βασιζόταν στην ξυλεια και στις παραχωρήσεις μεγάλης έκτασης και κλίμακας που αντιστοιχούσε σε δεκάδες χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα σχεδόν ανεξέλεγκτης υλοτομίας κι εκμετάλλευσης. Οι Πορτογάλοι πρώτοι χαρτογράφησαν και περιέπλευσαν τις δασώδεις εκβολές των ποταμών γύρω από τον ισημερινό κι ονόμασαν τον τόπο Gabão. Η Γαλλία προσέγγισε τις ακτής αυτές από το 1839 και ύστερα, συνάπτοντας συμφωνίες με τους ντόπιους φυλάρχους, ενώ η Γκαμπόν έγινε μέρος της Γαλλικής Κεντρικής Αφρικής στις αρχές του 20ου αιώνα, ύστερα από τη διαίρεση του Γαλλικού Κονγκό.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Γαλλικού Υπουργείου Άμυνας, η Γαλλία διατηρεί στη Γκαμπόν στρατό αδιαλείπτως από το 1960, συνεχεία των αμυντικών  συμφωνιών ανάμεσα στις δύο χώρες.