Η Γερμανία πρόκειται να διεξάγει νέες εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου, έντεκα εβδομάδες μετά την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού του καγκελάριου Όλαφ Σολτς, σύμφωνα με το Reuters, ενώ πηγές ανέφεραν ότι οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι και οι συντηρητικοί κατέληξαν σε συμβιβασμό σχετικά με το χρονοδιάγραμμα.

Ads

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ήθελαν οι εκλογές να γίνουν τον Ιανουάριο, προειδοποιώντας ότι η Γερμανία κινδυνεύει να μείνει ακυβέρνητη σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης και καθώς η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ θέτει νέες διπλωματικές προκλήσεις.

Ωστόσο, ο Σολτς υποστήριξε ότι η ψηφοφορία του Ιανουαρίου, την οποία αρχικά επεδίωκε ο Friedrich Merz, ηγέτης της συντηρητικής αντιπολίτευσης, θα επιβάρυνε τις εκλογικές αρχές κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου που είναι γεμάτη διακοπές και ιώσεις και θα κινδύνευε να αφήσει τα κόμματα απροετοίμαστα.

«Είναι σημαντικό να έχουμε νέες εκλογές το συντομότερο δυνατό», δήλωσε ο Carsten Linnemann, γενικός γραμματέας των Χριστιανοδημοκρατών του Merz, στη δημόσια τηλεόραση πριν γίνει γνωστή η ημερομηνία.

Ads

Για να προκληθούν νέες εκλογές, ο Σολτς πρέπει να ζητήσει και να χάσει την ψήφο εμπιστοσύνης στο κοινοβούλιο.

Όπως μετέδωσε το ιδιωτικό τηλεοπτικό τηλεοπτικό δίκτυο n-tv, ο καγκελάριος θα ζητήσει ην ψήφο εμπιστοσύνης των βουλευτών της Bundestag στις 16 Δεκεμβρίου, προκειμένου να ανοίξει τον δρόμο για την διεξαγωγή πρόωρων εκλογών στις 23 Φεβρουαρίου 2025. Όπως όλα δείχνουν όμως ότι δεν θα τη λάβει.

Την ίδια ώρα, ο Σολτς, ο οποίος προς το παρόν διοικεί μια κυβέρνηση μειοψηφίας με την υποστήριξη των Πρασίνων, ελπίζει να εξασφαλίσει αρκετή υποστήριξη από την αντιπολίτευση για να περάσει νόμους για την προστασία του Συνταγματικού Δικαστηρίου από την ακροδεξιά και για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας πριν εγκαταλείψει το αξίωμά του.

Η κυβέρνησή του κατέρρευσε μετά από μήνες διαμάχης μεταξύ των δύο εναπομεινάντων κομμάτων και του πρώην εταίρου τους στον συνασπισμό, των νεοφιλελεύθερων Ελεύθερων Δημοκρατών, οι οποίοι απαίτησαν περικοπές δαπανών σε κλίμακα που οι εταίροι τους δεν ήταν πρόθυμοι να συναινέσουν.