Ο Eric Alisson, πρώην επαγγελματίας κακοποιός, ο οποίος έκανε στροφή 180 μοιρών όταν στην εφημερίδα Guardian ξεκίνησε να γράφει άρθρα για τη ζωή του στη φυλακή, έφυγε από τη ζωή στις 2 Νοεμβρίου σε ηλικία 79 ετών. Στις ανταποκρίσεις του από τη φυλακή, ο Alisson αποκάλυπτε, επί 20 χρόνια, κακοποίηση και βάναυση συμπεριφορά σε βάρος συγκρατούμενών του.  

Ads

Ο θάνατός του, σύμφωνα με την κόρη του οφείλεται σε μεταστατικό καρκίνο στα οστά. 

Ο Alisson έζησε τη ζωή ενός εγκληματία για 50 περίπου χρόνια και πέρασε σχεδόν το ένα τρίτο στη φυλακή για ληστείες τραπεζών, κλοπές, πλαστογραφία, παραχάραξη και απάτες. Όπως έλεγε, ενθουσιαζόταν και απολάμβανε το ρίσκο στη ζωή του,

«Επέλεξα να γίνω κακοποιός, προσφέρθηκα, σχεδόν εθελοντικά» έγραψε πέρυσι  στην Guardian. «Βυθίστηκα στο έγκλημα, απολάμβανα τη δουλειά μου και πίστεψα στη λαϊκή σοφία που λέει ότι όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες. Συνεπώς, αντιμετώπιζα ως επαγγελματικό ρίσκο τα όποια λάθη με έστελναν στη φυλακή». 

Ads

Η οπτική του, όμως στα πράγματα, άλλαξε το 2003, όταν διάβασε στην Guardian μια αγγελία για ρεπορτάζ από τη φυλακή. Την εποχή εκείνη μόλις είχε εκτίσει την ποινή του για απάτη και αναζητούσε μια νέα κατεύθυνση στη ζωή του. Η εφημερίδα αναζητούσε κάποιον πρώην κατάδικο για να αντικαταστήσει έναν πρώην δολοφόνο, ο οποίος αρθρογραφούσε με ψευδώνυμο.

«Αναρωτιόμουν με ποιον τρόπο θα μπορούσα να βρω κάποιον ο οποίος θα μπορούσε να γράψει και να γνωρίζει τις φυλακές από μέσα» αναφέρει ο Alan Rusbridger, αρχισυντάκτης της εφημερίδας εκείνη την περίοδο. 

Ο Alisson έγραψε ένα κείμενο 500 λέξεων και υπέβαλε το βιογραφικό του, το οποίο συμπεριλάμβανε όλες του τις καταδίκες. Δεν περίμενε ότι θα τον προσλάμβαναν, παρά μόνο ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να μιλήσει για τα τρωτά του σωφρονιστικού συστήματος στη Βρετανία.

Οι τέσσερεις πρώτες συνεντεύξεις δεν εντυπωσίασαν τον κ. Rusbridger, αλλά ούτε και τον ίδιο τον Alisson. 

«Έδειχνε εξουθενωμένος, ηττημένος και κάπνιζε σαν φουγάρο» θυμάται ο Rusbridger. «Όμως, με το που άρχισε να μιλάει έδειξε μάχιμος, γεμάτος αγωνιστικότητα και περιέργεια». 

Τον προσέλαβε με μια προειδοποίηση. «Κοίτα, Eric, είπα, παίρνουμε μεγάλο ρίσκο, γιατί αν κάποιος ανακαλύψει ότι ακόμη είσαι στο έγκλημα, θα έρθουμε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Γι’ αυτό πρέπει να υποσχεθείς ότι θα αλλάξεις πορεία. Τότε μου έδωσε την υπόσχεσή του και την κράτησε» αναφέρει ο Rusbridger.

Ο Eric Alisson είχε ξεδιπλώσει το ταλέντο στη γραφή, ήδη από τη φυλακή, όπου αρθρογραφούσε για την εφημερίδα «Fight Racism! Fight Imperialism!» (Πάλη για τον Ρατσισμό!, Πάλη για τον Ιμπεριαλισμό!) που εξέδιδε η Επαναστατική Κομμουνιστική Ομάδα.

Μάλιστα, σε μια περίοδο εκτός φυλακής, συνεργάστηκε με τον Nicki Jameson σ΄ ένα βιβλίο με τίτλο “Strangeways: A Serious Disturbance” (1995), το οποίο αφορούσε τις άθλιες συνθήκες κράτησης στις Φυλακές του Μάντσεστερ, αλλιώς γνωστές και ως  «Strangeways» και οι οποίες, το 1990 οδήγησαν σε εξεγέρσεις που κράτησαν σχεδόν ένα μήνα.

Στα 19 χρόνια που έγραφε για την Guardian, ο Alisson κέρδισε την εμπιστοσύνη των κρατούμενων,  των πρώην συγκρατούμενων και των οικογενειών τους. 

‘Όπως δήλωσε σε μία συνέντευξή της η Kerry Alisson «το τηλέφωνό του ήταν πάντα ανοικτό. Και αυτό, γιατί οι άνθρωποι για τους οποίους έγραφε ήταν συχνά σε απελπιστική θέση. Μιλούσε με τις ώρες με μητέρες που βρίσκονταν σε απόγνωση».

Μέσα από τα άρθρα του ο Eric Alisson αποκάλυψε μια άλλη όψη των βρετανικών σωφρονιστικών ιδρυμάτων που ενόχλησε. Αυτή της άδικης τιμωρίας και της βάναυσης συμπεριφοράς.

Μία αποκάλυψή του σχετικά με τη μεταφορά εγκύων γυναικών σε αστυνομικά τμήματα, δικαστήρια και φυλακές με «κουτιά γλυκών, όπως τα αποκαλούν κρατούμενοι, δηλαδή με οχήματα που έχουν σκληρά καθίσματα, χωρίς ζώνες ασφαλείας, οδήγησε σε αλλαγή της συγκεκριμένης πρακτικής.

Η συνεργασία του με τον Simon Hattenstone, δημοσιογράφο και τακτικό συνεργάτη της εφημερίδας, με θέμα την κακοποίηση παιδιών στο αναμορφωτήριο του Medway οδήγησε σε λύση της σύμβασης της εταιρείας σεκιούριτι που είχε αναλάβει τη λειτουργία  του ιδρύματος. Η έρευνα που διεξήγαγαν για τη σεξουαλική κακοποίηση στο Κέντρο Κράτησης του  Medomsley αποτέλεσε την αφορμή για την έναρξη επίσημης έρευνας κατά την οποία πάνω από 1.000 κρατούμενοι κατήγγειλαν περιστατικά κακοποίησης.

Το 2013, η Διεθνής Αμνηστία απένειμε στον Alisson και τον Hattenstone το Βραβείο Δημοσιογραφίας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα για την έρευνα τους σχετικά με το ίδρυμα Medomsley.  Τον προηγούμενο μήνα, μετά τον θάνατό του, ο Alisson έλαβε βραβείο δημοσιογραφίας από την Criminal Justice Alliance (Συμμαχία για την Ποινική Δικαιοσύνη) για τη συνεργασία του με τον Hattenstone με θέμα τους θανάτους κρατουμένων σε αναμονή δίκης ή σε δίκη. Αφορμή υπήρξε η αυτοκτονία φυλακισμένου, ενώ βρισκόταν σε καθεστώς φύλαξης για αυτοχειρία.

Κατά την έρευνά τους αποκάλυψαν ότι σχεδόν τα δύο τρίτα των κρατούμενων σε Αγγλία και Ουαλία που έχασαν τη ζωή τους σε συνθήκες κράτησης την τελευταία δεκαετία, είχαν αναφερθεί ως πιθανοί αυτόχειρες.

«Το εντυπωσιακό με τον Eric ήταν ότι διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις και επαφές με τους συγκρατούμενούς του» αναφέρει ο Hattenstone.

Ο Eric Alisson ασκούσε φιλανθρωπικό έργο και υπήρξε διαχειριστής του Κέντρου Συμβουλευτικής Κρατουμένων, μία υπηρεσία από την οποία οι κρατούμενοι μπορούν να λαμβάνουν τηλεφωνικά συμβουλές και βοήθεια. «Ήταν ακτιβιστής, τόσο στην προσωπική όσο και στη δημόσια σφαίρα. Ήταν ο αυτοσκοπός του» λέει η  Lubia Begum-Rob, διευθύντρια του Κέντρου.

Ο Eric Alisson γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1942 στο Μάντσεστερ.  Ο πατέρας του Alfred ήταν μηχανικός σε εργοστάσιο και η μητέρα Νέλυ νοικοκυρά, η οποία  εργαζόταν περιστασιακά. 

Ο Eric είχε μπελάδες με την αστυνομία από τα νεανικά του χρόνια. Στα έντεκα διάρρηξαν το σπίτι ενός γείτονα με δύο φίλους του και έκλεψαν χρήματα από βάζο.

«Πάντα ήμουν αντισυστημικός» δηλώνει το 2014 στο νομικό περιοδικό «The Justice Gap».

Έκανε και κάποιες νόμιμες δουλειές κατά καιρούς. Εργάστηκε ως σερβιτόρος, για παράδειγμα, όμως πάντα επέστρεφε στο έγκλημα. Στη φυλακή οδηγήθηκε αρκετές φορές σε απομόνωση επειδή κατήγγειλε κακοποίηση κρατουμένων και ήταν γνωστός για την αλληλεγγύη που επέδειξε σε συγκρατούμενούς του κατά την προσπάθειά τους να αποφυλακιστούν.

Η δουλειά στην εφημερίδα Guardian του έδωσε ένα βήμα, από όπου μπορούσε να καταγγείλει τη βία και τις κακές συνθήκες στις φυλακές. Σε άρθρο του κατήγγειλε τις συνθήκες κράτησης και τα περιστατικά ρατσιστικής βίας και διακρίσεων στη φυλακή  Brixton στο Λονδίνο, όπου υπήρξε κρατούμενος.

Το συγκεκριμένο άρθρο εξαγρίωσε τον φύλακα John Podmore οποίος τα έβαλε με τον Alisson όταν βρέθηκαν τυχαία μαζί σε άλλη φυλακή.

«Είμαι ψηλός και ογκώδης. Έσκυψα επάνω του απειλητικά και του είπα: ευχαριστώ για την κλωτσιά στα …» θυμάται ο Podmore σε τηλεφωνική συνέντευξη. «Παρακαλώ, μου απάντησε αγνοώντας με».

Αναγνωρίζοντας ότι υπήρξε απότομος, ο Alisson τηλεφώνησε στον Podmore την επομένη και κανόνισε μια επίσκεψη στο Brixton. Μίλησε στους κρατούμενους, το προσωπικό και τον ίδιο τον Podmore και έκανε ένα θετικό ρεπορτάζ για τη βελτίωση των συνθηκών στη φυλακή.

«Είμαι ένας σκεπτικιστής, όμως πραγματικά έχω εντυπωσιαστεί» έγραφε ο Alisson σε άρθρο του στην Guardian.

Εκτός από την Kerry, ο Alisson  αφήνει πίσω του άλλη μία κόρη, την Caroline, πέντε εγγόνια, τα αδέλφια του Walter και Tomy και την σύζυγό του με την οποία έχει χωρίσει. 

Η  Helen Pidd συντάκτης της εφημερίδας χαρακτηρίζει τον Eric Alisson ως αλληλέγγυο και στο πλευρό των κρατούμενων που χτυπήθηκαν και υπέφεραν από λάθη της Δικαιοσύνης. «Τα είχε με το σύστημα και τις πολιτικές, ήταν απελπισμένος, όμως τόσο επίμονος. Δούλευε αγόγγυστα. Δεν τα παράτησε ποτέ».