Ο Covid όχι μόνο ήρθε για να μείνει, αλλά οι κυβερνήσεις δεν διδάχθηκαν ουσιαστικά από την πανδημία, με αποτέλεσμα οι επιστήμονες να φοβούνται τα χειρότερα, όχι μόνο για τον συγκεκριμένο ιό, αλλά και για πλήθος άλλων που βρίσκονται στη φύση και «περιμένουν» την ευκαιρία να περάσουν στον άνθρωπο.

Ads

Το παραπάνω είναι το γενικό συμπέρασμα από την συνέντευξη του Βρετανού επιδημιολόγου, Τζέρεμι Φαράρ (Jeremy Farrar) στο γερμανικό περιοδικό Spiegel.

Ο ίδιος, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις πρώτες μέρες της πανδημίας SARS-CoV-2. Μαζί με Κινέζους και Αυστραλούς ερευνητές, κατάφεραν να πάρουν τη γενετική αλληλουχία του νέου ιού, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν νωρίς τα τεστ και τα εμβόλια. Ως επικεφαλής του Wellcome Trust του Ηνωμένου Βασιλείου, του δεύτερου μεγαλύτερου ιδρύματος ιατρικής έρευνας στον κόσμο, συνέβαλε καθοριστικά στη διάθεση των εμβολίων πιο γρήγορα από ποτέ.

Σήμερα ξεκαθαρίζει ότι ο Covid ήρθε για να μείνει και ότι δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε μια «σταθερή φάση» που θα μας επέτρεπε να λήξουμε τον συναγερμό. «Η πανδημία δεν θα τελειώσει ποτέ, ο Covid θα είναι μαζί μας για πάντα» τονίζει ο ειδικός και προσθέτει, ότι «υπό αυτή την έννοια, η φράση “θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτόν” είναι αληθινή. Δεν νομίζω ότι είμαστε ακόμα σε σταθερή φάση. Το αντίθετο.».

Ads

Ο Φαράρ τεκμηριώνει την άποψή του με την μεγάλη γιορτή στην Γερμανία, το Oktoberfest, μετά τη διοργάνωση του οποίου εκτινάχθηκαν τα κρούσματα. Αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο, επίσης, η μετάδοση στην κοινότητα αυξάνεται ραγδαία: Ένας στους 35 ανθρώπους στην Αγγλία έχει μολυνθεί μέχρι στιγμής με COVID. «Αυτό είναι ένα συγκλονιστικό επίπεδο» λέει χαρακτηριστικά ο ειδικός.

Για να γίνει ακόμη πιο κατανοητή η επικινδυνότητα αυτής της πανδημίας, ο Φαράρ θυμίζει ότι ο SARS-1 κράτησε εννέα μήνες και, στο τέλος, πέθαναν 800 άνθρωποι. Ο Έμπολα στη Δυτική Αφρική που «φαινόταν φοβερός εκείνη την εποχή» σκότωσε τελικά 11.000 ανθρώπους. Αντίθετα ο COVID υπολογίζεται ότι έχει σκοτώσει μέχρι στιγμής 15 με 20 εκατομμύρια ανθρώπους, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του στην δημόσια και ατομική υγεία, την οικονομία, την εκπαίδευση και τις κοινωνικές σχέσεις.

Η νέα φάση της πανδημίας

Προς το παρόν, τα σενάρια για τον επερχόμενο Χειμώνα είναι δυσοίωνα.

«Τώρα βρισκόμαστε σε έναν πολύ πιο περίπλοκο κόσμο. Ουσιαστικά μπαίνουμε σε μια νέα φάση της πανδημίας» λέει ο ειδικός και προσθέτει:

«Δύο πράγματα έχουν αλλάξει:

Το ένα είναι ότι αυτοί οι ιοί (σσ: εννοεί τον Covid και τις μεταλλάξεις του) είναι πλέον τόσο μεταδοτικοί που κυκλοφορούν στην κοινότητα, ακόμη και σε πληθυσμούς όπως αυτός του Ηνωμένου Βασιλείου, με πολύ υψηλά ποσοστά ανοσίας άνω του 90%, είτε από φυσική μόλυνση, είτε από εμβολιασμό ή και από τα δύο.

»Δεύτερον, δεν έχουμε πλέον να κάνουμε με έναν κυρίαρχο τύπο ιού, αλλά με μια ολόκληρη “σούπα” παραλλαγών».

Αυτό μας λέει «ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να μειώσουμε τη μετάδοση όπου μπορούμε, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του ερχόμενου χειμώνα στο Βόρειο Ημισφαίριο. Διαφορετικά, επιτρέπουμε σε αυτόν τον ιό να συνεχίσει να γεννά τρισεκατομμύρια επί τρισεκατομμυρίων αντίγραφα σε εκατομμύρια ανθρώπους. Ο καθένας (σσ: από αυτούς τους ιούς) έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει ανοσία στα εμβόλια και στην φυσικά ανοσία μας. Συνεπώς, οτιδήποτε μπορούμε να κάνουμε για να μειώσουμε τη μετάδοση είναι καλό. Όπως η υποχρέωση για μάσκα στα μέσα μαζικής μεταφοράς».

Ο Φαράρ εξηγεί, ότι ο ιός «δεν πλήττει πλέον παρθένους πληθυσμούς χωρίς ανοσία, αλλά δισεκατομμύρια ανθρώπους, ο καθένας με ένα ελαφρώς διαφορετικό ανοσοποιητικό σύστημα. Οι άνθρωποι έχουν εμβολιαστεί με διαφορετικά εμβόλια σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, μερικοί έχουν μολυνθεί ενδιάμεσα, ο καθένας με διαφορετικές παραλλαγές. Και ο ιός προσαρμόζεται σε αυτή την ποικιλομορφία μεταξύ των ανθρώπων».

Για τον Φαράρ ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουμε ίναι η παραγωγή εμβολίων.». Εξηγεί, ότι «εάν δεν αναπτύξουμε εμβόλια που να εμποδίζουν τη μετάδοση και να αποτρέπουν την ασθένεια, θα βρισκόμαστε συνεχώς σε αυτόν τον κύκλο φόβου και διαφωνιών. Είναι αλήθεια ότι δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά lockdown, γιατί η κοινωνία δεν θα το δεχόταν. Αλλά οι εντάσεις θα παρέμεναν:  Μπορούμε να ανοίξουμε τα σχολεία με ασφάλεια μετά τις διακοπές; Πρέπει να φοράμε μάσκες στα μέσα μαζικής μεταφοράς;».

Ο Φαράρ μιλάει για ένα εμβόλιο «που θα χρησιμοποιείται μια φορά στη ζωή όπως αυτό κατά της ιλαράς, θα κόστιζε ένα σεντ, θα εμπόδιζε τη μετάδοση και θα προστάτευε από όλους τους κοροναϊούς, συμπεριλαμβανομένων αυτών που εξακολουθούν να κυκλοφορούν στα ζώα. Και θα ήταν απολύτως ασφαλές.».

Προσθέτει, έει ότι αυτό είναι αδύνατον σήμερα και πιθανόν για τα επόμενα δέκα χρόνια. «Ένα τέτοιο εμβόλιο τρίτης γενιάς πρέπει τελικά να αναπτυχθεί τόσο με δημόσια όσο και με ιδιωτικά χρήματα. Αλλά αν η πολιτική θέλει απλώς να ξεχάσει την πανδημία και να προσποιηθεί ότι έχει τελειώσει, φοβάμαι ότι αυτή η επένδυση δεν θα έρθει ποτέ».

Τότε, λέει ο Φαράρ «σε τρία ή πέντε χρόνια, τα νοσοκομεία γεμίζουν ξανά, ο ιός έχει εξελιχθεί σε κάποιο είδος μετα-Όμικρον παραλλαγή που παρακάμπτει εντελώς την ανοσολογική μας άμυνα. Θα κινδυνεύαμε ξανά από σοβαρές συνέπειες, σαν να ήμασταν ανεμβολίαστοι. Αυτό θα ήταν ασυγχώρητο.».

Τι πήγε στραβά

Η πείρα από τη διαχείριση της τελευταίας πανδημίας είναι απογοητευτική.

«Το μεγαλύτερο λάθος ήταν ότι δεν το πήραμε αρκετά σοβαρά τις πρώτες έξι εβδομάδες του 2020» εκτιμά ο Φαράρ.

«Ήταν η εποχή που μια πανδημία θα μπορούσε ακόμα να είχε αποτραπεί. Από τις αρχές Ιανουαρίου, ήταν ξεκάθαρο τι συνέβαινε στη Γουχάν. Μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου, ήταν ξεκάθαρο πόσο επικίνδυνη ήταν η κατάσταση. Και παρόλο που αυτές οι πληροφορίες ήταν διαθέσιμες, ο υπόλοιπος κόσμος δεν ενήργησε μέχρι τον Μάρτιο – πέρασαν δύο κρίσιμοι μήνες κατά τους οποίους ο ιός εξαπλώθηκε. Ήταν ένα είδος εφησυχασμού, η αλαζονεία της εξαίρεσης, ότι αυτό συμβαίνει κάπου μακριά».

«Ήταν πολύ μεγάλο λάθος» τονίζει ο ειδικός. «Θα μπορούσαμε να είχαμε προετοιμαστεί καλύτερα αν είχαν ληφθεί μεγαλύτερες αποφάσεις σχετικά με τα αερολύματα, τις μάσκες προσώπου, τις καλύτερες επιλογές θεραπείας, τον εξοπλισμό ατομικής προστασίας για νοσηλευτές, γιατρούς, σχετικά με τη χωρητικότητα των μονάδων εντατικής θεραπείας. Αυτό θα είχε σώσει έναν τεράστιο αριθμό ζωών.».

Η πιο δύσκολη στιγμή για τον ίδιο στην πανδημία ήταν όταν «ένιωσα ιδιαίτερα ανίσχυρος τον Σεπτέμβριο του 2020. Ο αριθμός των μολύνσεων ανέβηκε ξανά. Ξέραμε τι επρόκειτο να συμβεί, αλλά οι πολιτικοί δεν χρησιμοποίησαν το καλοκαίρι για να προετοιμάσουν τη χώρα (σσ: τη Βρετανία) για τον χειμώνα. Δεν αναλάβαμε δράση μέχρι τον Δεκέμβριο. Ήμασταν υπνοβάτες σε μια τραγωδία. Στη συνέχεια, τον Δεκέμβριο του 2020 και τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2021, πολλοί άνθρωποι πέθαναν.
»Σχεδόν οι μισοί από όλους τους θανάτους από COVID στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι εκείνο το σημείο ήταν σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα. Ειδικά από τότε που ξέραμε ότι θα είχαμε ασφαλή και αποτελεσματικά εμβόλια και έπρεπε απλώς να “αγοράσουμε” λίγο χρόνο με περιορισμούς στις επαφές. Θα έπρεπε να είχαμε “μαζευτεί” για μερικούς μήνες ακόμα. Τότε σχεδόν 90.000 άνθρωποι δεν θα είχαν πεθάνει μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τις αρχές Μαρτίου 2021».

Κι άλλοι κορονοϊοί «περιμένουν»

Ο Φαράρ εικάζει ότι μια νέα πανδημία κοροναϊού είναι λιγότερο πιθανή αυτή τη στιγμή από ό,τι ήταν το 2019. «Αλλά υπάρχει ένα ευρύ φάσμα κορονοϊών που κυκλοφορεί στο ζωικό βασίλειο και δεν έχουμε ιδέα πόσο καλή είναι η διασταυρούμενη ανοσία με τον SARS-CoV-2. Σε κάθε περίπτωση, οι κορονοϊοί θα πρέπει να παραμείνουν ψηλά στη λίστα των πιθανών παραγόντων πανδημίας.».

Στην κορυφή αυτής της λίστα είναι η γρίπη.

«Για παράδειγμα ο H5N1, ο ιός της γρίπης των πτηνών. Είναι εξαιρετικά θανατηφόρος, αλλά επηρεάζει κυρίως τα πουλιά. Οι άνθρωποι πολύ σπάνια μολύνονται. Το 1997, σημειώθηκε το πρώτο μεγάλο ξέσπασμα στο Χονγκ Κονγκ, αργότερα στο Βιετνάμ και την Ινδονησία. Στο μεταξύ, αυτός ο ιός έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο. Εάν, κατά τύχη, ένας χοίρος ή ένας άνθρωπος μολυνθεί από τον ιό της γρίπης των πτηνών και έναν φυσιολογικό ιό γρίπης ταυτόχρονα, τότε ο H5N1 θα μπορούσε να ανασυνδυαστεί και θα είχαμε ένα νέο παθογόνο που θα μπορούσε να είναι τόσο μεταδοτικό όσο η φυσιολογική γρίπη και τόσο άσχημο όσο η γρίπη των πτηνών. Στην πραγματικότητα, είναι απίστευτο ότι αυτό δεν έχει συμβεί ακόμα.».

«Σε κάθε περίπτωση», συνεχίζει ο Φαράρ, «η επόμενη πανδημία είναι πιθανό να προέλθει από το ζωικό βασίλειο. Και αυτή τη στιγμή, δεν έχουμε μια συστηματική προσέγγιση για την κατανόηση και τον έλεγχο αυτής της τεράστιας δεξαμενής ιών που κυκλοφορούν στα ζώα. Σε ορισμένες χώρες, η πολιτική κατάσταση το εμποδίζει. Επιπλέον, υπάρχει μια πολύ οργανωμένη επιχείρηση εμπορίου άγριας ζωής, σε όλες τις ηπείρους, η οποία είναι μια επιχείρηση δισεκατομμυρίων δολαρίων και η οποία αυξάνει μαζικά τον κίνδυνο να μεταπηδήσει ένας ιός από το ζωικό βασίλειο στους ανθρώπους».

Τι γίνεται με την ευλογιά των πιθήκων

Πάντως, για τον ιό της ευλογιάς των πιθήκων ο Φαράρ είναι προς το παρόν καθησυχαστικός.

«Ωστόσο, αυτός ο ιός δείχνει πόσο επικίνδυνο είναι να μην παρακολουθούμε στενά τι συμβαίνει στη διεπαφή μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Πράγματι, τα τελευταία 15 χρόνια, υπήρξε μια ανεπαίσθητη αλλά τεκμηριωμένη αλλαγή σε αυτόν τον ιό στην Αφρική. Συνήθως, τα άτομα που είχαν μολυνθεί από την ευλογιά των πιθήκων προσβλήθηκαν από τρωκτικά. Όμως τα τελευταία 15 χρόνια, οι αλυσίδες μετάδοσης γίνονται όλο και μεγαλύτερες. Και αυτό υποδηλώνει ότι ο ιός προσαρμόζεται στους ανθρώπους. Και μετά εξαπλώθηκε από τη Δυτική Αφρική στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική και πιθανότατα τώρα είναι ήδη σε όλες τις χώρες του κόσμου.».

Το παραπάνω μοτίβο δεν είναι απίθανο να επαναληψθεί και με άλλον ιό.

«Αυτό που βλέπουμε αυτή τη στιγμή σίγουρα δεν είναι τυχαίο. Το 1999 ξεκίνησε με τον ιό Nipah στη Μαλαισία. Μετά ήρθε ο SARS-1, ο MERS, ο Έμπολα στη Δυτική Αφρική, ο Ζίκα στη Βραζιλία, ο SARS-CoV-2. Υπάρχουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο και η συμβίωση σε μικρούς χώρους στις μεγάλες πόλεις ευνοεί την εξάπλωση πολλών ιών. Και κάτι αλλάζει στη διεπαφή ανθρώπου-ζώου που διευκολύνει τους ιούς να περάσουν σε εμάς. Τώρα είμαστε 8 δισεκατομμύρια άνθρωποι και επεκτεινόμαστε όλο και περισσότερο στη φύση, και τα ζώα μεταναστεύουν στις πόλεις. Φοβάμαι ότι βρισκόμαστε στην αρχή μιας εποχής πανδημιών».

Δεν ήταν εργαστηριακός ο Covid

Ο Φαράρ είναι μεταξύ των ειδικών που πλέον έχουν απομακρυνθεί από το ενδεχόμενο η πηγή της πανδημίας να είναι εργαστηριακή, αν και στις αρχές του 2020, τόσο ο ίδιος, όσο και άλλοι συνάδελφοί του, έδιναν 50% πιθανότητα SARS-CoV-2 να είχε «δραπετεύσει» από το Ινστιτούτο Ιολογίας της Γουχάν.

«Όταν η ακολουθία του SARS-CoV-2 κυκλοφόρησε στις 10 Ιανουαρίου 2020, ξεχώρισαν ορισμένα χαρακτηριστικά που με την πρώτη ματιά έμοιαζαν ασυνήθιστα και επομένως ύποπτα. Ωστόσο, όπως το βλέπω σήμερα, αυτό οφειλόταν κυρίως στο επίπεδο των γνώσεών μας εκείνη την εποχή. Στη συνέχεια έγινε εμφανές πολύ γρήγορα ότι τα χαρακτηριστικά που αρχικά έμοιαζαν ανησυχητικά βρέθηκαν και σε άλλους φυσικούς κοροναϊούς. Επιπλέον, εκ των υστέρων, βλέπουμε ότι ο άγριος τύπος του ιού στη Γουχάν δεν ήταν σε καμία περίπτωση απόλυτα προσαρμοσμένος στους ανθρώπους. Ο Όμικρον είναι πολύ καλύτερα προσαρμοσμένος. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα που να “μιλά” για διαρροή εργαστηρίου. Για μένα, η πιθανότητα ο SARS-CoV-2 να προέρχεται από ζώα είναι πάνω από 90%.».

Και επιμένει, ότι «προκειμένου να αποτραπούν μελλοντικές πανδημίες ή τουλάχιστον να ανιχνευθούν έγκαιρα, νομίζω ότι είναι πολύ πιο σημαντικό να επενδύσουμε χρήματα στην έρευνα για τη διεπαφή μεταξύ του ζωικού βασιλείου και των ανθρώπων τώρα.».

Άγνωστες οι συνέπειες του μακροχρόνιου COVID

Ο ειδικός εκτιμά, επίσης, ότι και αυτή η πανδημία ανέδειξε την έλλειψη αλληλεγγύης σε κοινωνικό και διεθνές επίπεδο.

«Αλλά αυτό δεν ξεκίνησε μόνο με τον COVID. Το ρήγμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, υγιών και αρρώστων, προνομιούχων και εκείνων που δεν έχουν ευκαιρίες διαπερνούσε την κοινωνία πριν από αυτό. Ο COVID απλώς το έκανε χειρότερο».

Τέλος, αναφέρθηκε και στον μακροχρόνιο COVID.

«Ο μακροχρόνιος COVID, με χρόνια κόπωση και νευρολογικά συμπτώματα, θα είναι μαζί μας για πολύ καιρό. Και θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στις ζωές πολλών ανθρώπων, πολύ συχνά ακόμα νέων, που δεν μπορούν να συγκεντρωθούν, που δεν μπορούν να εργαστούν λόγω εξάντλησης. Και αντιμετωπίζουμε αυτή τη νέα μόλυνση μόνο για δυόμισι χρόνια. Δεν γνωρίζουμε ποιες είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες του COVID για την ψυχική υγεία και επίσης για την καρδιά, τους πνεύμονες, τα νεφρά και τον εγκέφαλο. Πιθανώς να έχουν μολυνθεί 6 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο. Ακόμα κι αν η μόλυνση αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακής νόσου, διαβήτη ή ίσως άνοιας κατά ένα μικρό ποσοστό, δημιουργεί ένα τεράστιο πρόβλημα δημόσιας υγείας».