Λακωνικές, οι ανακοινώσεις ακολουθούν η μία την άλλη. Οι εσπευσμένες αναχωρήσεις, επίσης. Σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο των τεσσάρων χρόνων, ξεκινώντας από την απόφαση του Μπαράκ Ομπάμα να απελάσει 35 Ρώσους διπλωμάτες με την κατηγορία της παρέμβασης στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ για την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, τον Ιανουάριο του 2017, τουλάχιστον 309 εκπρόσωποι της Ρωσίας, σύμφωνα με την εφημερίδα «Le Monde», αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ευρωπαϊκή και βορειοαμερικανική επικράτεια.

Ads

‘Η ετοιμάζονται να το πράξουν, εάν ληφθεί υπόψη το τελεσίγραφο που έθεσε η Τσεχική Δημοκρατία έως τα τέλη Μαΐου σχετικά με 63 επιπλέον Ρώσους διπλωμάτες.

Η τελευταία απέλαση ήλθε από τη Ρουμανία. Τη Δευτέρα, 26 Απριλίου, το Βουκουρέστι ανακοίνωσε την αποχώρηση ενός αναπληρωτή στρατιωτικού ακολούθου της ρωσικής πρεσβείας, του Αλεξέι Γκρισάγιεφ (Alexeï Grichaïev), «ως persona non grata λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων και των ενεργειών του, αντίθετων με τη Σύμβαση της Βιέννης ως προς τις διπλωματικές σχέσεις».

Πρόκειται για μία απόφαση που ελήφθη κυρίως ως ένδειξη αλληλεγγύης προς την Τσεχική Δημοκρατία, σε ισχυρή διπλωματική σύγκρουση με τη Μόσχα, μετά τη διαβεβαίωση, στις 17 Απριλίου, του πρωθυπουργού της, Αντρέι Μπάμπις (Andrej Babis), για «αδιάσειστα στοιχεία» που έχει στην κατοχή του, ως προς τη συμμετοχή της Ρωσίας στην έκρηξη αποθήκης πυρομαχικών που οδήγησε, το 2014, στο θάνατο δύο ανθρώπους. Ο Μπάμπις κάλεσε 18 Ρώσους διπλωμάτες να εγκαταλείψουν αμέσως το τσεχικό έδαφος, ως αντίποινα.

Ads

Η υπόθεση Σκριπάλ σηματοδότησε ένα σημείο καμπής

Η παρουσία στον τόπο της έκρηξης, σύμφωνα με την Πράγα, δύο ρώσων διπλωματών με τα ψευδώνυμα «Ruslan Bachirov» και «Alexander Petrov», εμπλεκομένων στην απόπειρα δηλητηρίασης του διπλού πρώην πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ (Sergueï Skripal) στο Σόλσμπερι του Ηνωμένου Βασιλείου, το 2018, προκάλεσε χλιαρές αντιδράσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Σλοβακία και τα τρία Βαλτικά Κράτη, η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία, ανακοίνωσαν την απέλαση επτά Ρώσων διπλωματών και ασκούν πίεση στα άλλα Κράτη-Μέλη να πράξουν το ίδιο.

Το έτος 2018 σηματοδότησε πράγματι μία καμπή στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Για πρώτη φορά, η υπόθεση Σκριπάλ είχε, ως αποτέλεσμα, τη συντονισμένη απόφαση είκοσι έξι χωρών για απέλαση 144 Ρώσων διπλωματών: 60 στις Ηνωμένες Πολιτείες, 23 στο Ηνωμένο Βασίλειο, 13 στην Ουκρανία, 4 στη Γαλλία, τον Καναδά, τη Γερμανία και την Πολωνία, 3 στην Τσεχική Δημοκρατία, τη Μολδαβία και τη Λιθουανία, 2 στην Αυστραλία, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Δανία, τις Κάτω Χώρες και την Αλβανία, 1 στο Βέλγιο, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία, την Ιρλανδία, τη Ρουμανία, την Κροατία, τη Βόρεια Μακεδονία και την Ουγγαρία.

«Έξι άλλα Κράτη-Μέλη ανακάλεσαν τους Πρέσβεις τους στη Ρωσία για διαβουλεύσεις», υπενθυμίζει ο Peter Stano, εκπρόσωπος Τύπου της Ε.Έ. για θέματα Εξωτερικής Δράσης. Το ΝΑΤΟ, επίσης, είχε ανακαλέσει τις διαπιστεύσεις επτά μελών  της ρωσικής αποστολής (μειώνοντας, έτσι, τα μέλη της), και έχει απορρίψει τρία πρόσθετες αιτήσεις διαπίστευσης.

Η κατάσταση, όμως, συνέχισε να κλιμακώνεται. Ακόμη και η Ελλάδα, γράφει ο Le Monde, μία χώρα που διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία και η οποία, για το λόγο αυτό, δεν είχε ενταχθεί στο κίνημα του 2018, κατέληξε να απελάσει, τρεις μήνες αργότερα, τον Ιούλιο, δύο Ρώσους εκπροσώπους, και να απαγορεύσει την πρόσβαση στην επικράτειά της σε δύο άλλους διπλωμάτες. Και τούτο, διότι είχαν επιχειρήσει να σαμποτάρουν την επιτευχθείσα, μέσα Ιουνίου 2018, συμφωνία μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων ως προς το όνομα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας, σημερινής Βόρειας Μακεδονίας.

«Το Σόλσμπερι σηματοδότησε ένα ορόσημο», δήλωσε ο Μπριουνό Τερτρέ (Bruno Tertrais), αναπληρωτής διευθυντής του Ιδρύματος Στρατηγικής Έρευνας. Έκτοτε, η αντιμετώπιση είναι ίδια μόνο με την Κίνα, π.χ., διότι, ενώ οι κινεζικές ενέργειες στον τομέα της κατασκοπείας είναι σημαντικές, δεν προσπαθούν να επηρεάσουν άμεσα τις πολιτικές των ευρωπαϊκών χωρών».

Η Πορτογαλία και η Κύπρος εξακολουθούν να απέχουν του κινήματος

Μόνον η Πορτογαλία και η Κύπρος διαφεύγουν ακόμη. Το Δεκέμβριο του 2019, το Βερολίνο αποφάσισε την άμεση εφαρμογή της απέλασης δύο διπλωματών, αφού κατηγόρησε τη Μόσχα για μη συνεργασία στην έρευνα για τη δολοφονία ενός Γεωργιανού τσετσενικής καταγωγής, για τον οποίο ήταν ύποπτος ένας Ρώσος. Τον Αύγουστο του 2020, ήταν η σειρά της Βιέννης να απελάσει έναν Ρώσο διπλωμάτη, για μία υπόθεση βιομηχανικής κατασκοπείας. Στη συνέχεια, το Άμστερνταμ, το ίδιο έτος για παρόμοιο λόγο, απέβαλε δύο Ρώσους… Η Βουλγαρία, μόνο, έχει απελάσει 8 Ρώσους διπλωμάτες από  τον Οκτώβριο του 2019.

Κάθε μέρα ο κατάλογος μεγαλώνει. Πιο πρόσφατα, η Πολωνία, η Σουηδία, η Βουλγαρία και η Νορβηγία επέσπευσαν την αποχώρηση των Ρώσων εκπροσώπων, ενώ 10 διπλωμάτες απελάθηκαν, στις 15 Απριλίου, από τον Τζο Μπάιντεν, εκτός των νέων κυρώσεων, για μία σειρά πράξεων που τους καταλογίζονται, συμπεριλαμβανομένης μιας τεράστιας επίθεσης στον κυβερνοχώρο και νέων παρεμβάσεων στις αμερικανικές εκλογές του 2020.

«Οι απελάσεις είναι απλώς μία αντίδραση στις επιθετικές και εχθρικές ενέργειες της Ρωσίας», δηλώνει στην εφημερίδα «Le Monde» ο Πολωνός Υφυπουργός Εξωτερικών, Marcin Przydacz. «Σήμερα, είναι σημαντικό να προετοιμάσουμε και να λάβουμε από κοινού τέτοιες αποφάσεις που θα μας εγγυηθούν διαρκή ασφάλεια και θα αποτρέψουν περαιτέρω ατιμώρητες επιθέσεις των ρωσικών υπηρεσιών».

«Οι ρωσικές πρεσβείες υιοθέτησαν τις συνήθειες της ΕΣΣΔ», διαπιστώνει ο François Heisbourg, Σύμβουλος για την Ευρώπη στο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών («IISS») που εδρεύει στο Λονδίνο. Αλλά η καινοτομία συνίσταται στη συμμετοχή τους, σε ενέργειες που ξεπερνούν την κλασική κατασκοπεία, σε επιχειρήσεις τύπου Σπέτσναζ (Spetsnaz) (ρωσικών δυνάμεων ειδικής παρέμβασης), κάτι το οποίο σε καιρό ειρήνης είναι αρκετά «προκλητικό».

Η άφιξη στο παιχνίδι ερευνητικών ιστοτόπων, όπως του βρετανικού «Bellingcat», συνεχίζει ο ειδικός, «αποτέλεσε ένα άλλο σημείο καμπής αποκαλύπτοντας τους άλλοτε αόρατους Ρώσους πράκτορες και καθιστώντας υποχρεωτική μία ως ένα βαθμό κάλυψη των ΜΜΕ».

Εξακόσιοι απελαθέντες διπλωμάτες

Κατά συνέπεια, «ο κανόνας της άμεσης ανταπόκρισης», που προϋποθέτει την αμοιβαιότητα, δεν ισχύει πάντοτε. Η πρόσφατη απέλαση δύο Ρώσων αντιπροσώπων από την Ιταλία, μετά από μία κατάφωρη παράβαση αγοράς εγγράφων σχετικά με το ΝΑΤΟ, προκάλεσε μία μέτρια μόνο απάντηση, τη Δευτέρα 26 Απριλίου, με την απέλαση από τη Μόσχα ενός μόνο Ιταλού διπλωμάτη.

Με τις απαντήσεις της Μόσχας, περισσότερο ή λιγότερο προσαρμοσμένες στον αριθμό των απωλειών των διπλωματών της, τελικά καταλήγουμε, παρόλα αυτά, στο προκλητικό άθροισμα περισσότερων από 600 διπλωμάτες που απελάθηκαν από αμφότερες τις πλευρές, μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας.

Αυτό συμβαίνει τα τελευταία 30 και πλέον χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Το 1971, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε απελάσει 105 Σοβιετικούς διπλωμάτες, το οποίο, μέχρι πρόσφατα, φαινόταν ως η μεγαλύτερη επιχείρηση. Στη συνέχεια, το 1983, στη Γαλλία, υπό τον Φρανσουά Μιτεράν, απελάθηκαν 47 Σοβιετικοί αξιωματούχοι και μόνιμοι κάτοικοι, στο πλαίσιο της διάσημης υπόθεσης κατασκοπείας  «Farewell».

Τρία χρόνια αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά την πολιτική γκλάσνοστ του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, απέλασαν με τη σειρά τους 80 διπλωμάτες από την Ουάσινγκτον και τον ΟΗΕ. Τελευταία, η Νορβηγία έκλεισε τον κύκλο, τον Οκτώβριο του 1991, δύο μήνες μετά την επίσημη κατάρρευση της ΕΣΣΔ, με την απέλαση 8 Σοβιετικών διπλωματών. Εν κατακλείδι, τα τελευταία τριάντα χρόνια του ψυχρού πολέμου, ανέρχονται οι απελάσεις στις 305 -εξαιρουμένου του σοβιετικο-κουβανικού επεισοδίου της Γρενάδας το 1983. Δηλαδή λιγότερες από αυτές των τελευταίων πέντε ετών.