To κρίσιμο καλοκαίρι του 2015 ο Μάνφρεντ Βέμπερ δήλωνε ότι «το Grexit είναι ρεαλιστική επιλογή» και ότι «δεν είναι η Γερμανία απομονωμένη στην Ευρώπη, αλλά η Ελλάδα»…

Ads

Περίπου έναν χρόνο αργότερα, στην κορύφωση της προσφυγικής κρίσης, ήταν ο ίδιος που πρότεινε την «προσωρινή» έξοδο της Ελλάδας από την Σένγκεν. Κι ήταν επίσης εκείνος που μιλούσε για την «τελική λύση» («finale Lösung») στο προσφυγικό προκαλώντας την πανευρωπαϊκή μεγάλη ανατριχίλα, ήταν ο ίδιος που έλεγε ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι πως έχει «κομμουνιστή πρωθυπουργό», κι ήταν ξανά εκείνος που έκανε κήρυγμα «αξιοπρέπειας» στον Αλέξη Τσίπρα, εντός του Ευρωκοινοβουλίου, ζητώντας του, ούτε λίγο ούτε πολύ, να μάθει τους έλληνες να ζουν με εισοδηματικό επίπεδο Βουλγαρίας και Λεττονίας.

Ο Μάνφρεντ Βέμπερ είναι ο άνθρωπος που ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτηρίζει «προσωπικό φίλο», θεωρεί ότι «μένει πιστός στις κεντρικές αξίες της κεντροδεξιάς» και εκτιμά ότι «είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να ηγηθεί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μικρό το κακό, εάν επρόκειτο απλώς για το ευρωπαϊκό socializing που είχε ανάγκη ο πρόεδρος της ΝΔ μετά την – καθόλου κομψή – απόρριψή του από τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Μικρό το κακό επίσης, εάν ήταν απλώς ιδεολογική… παρανόηση του κ. Μητσοτάκη για το τί εστί κεντροδεξιά. Όταν, άλλωστε, θεωρείς «μη ακραίους» τον Αδωνι και τον – σταυροφόρο των… χαμένων Χριστουγέννων – Βορίδη, μπορείς να χρίσεις κεντροδεξιό ακόμη και τον ‘Ορμπαν.

Το πρόβλημα είναι ότι, εκτός από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον Μάνφρεντ Βέρνερ υπερψήφισε ως υποψήφιο διάδοχο του Γιούνκερ και η συντριπτική πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Το οποίο ΕΛΚ έκρινε πως η «ορμπανοποίηση» της ευρωπαϊκής χριστιανοδημοκρατίας μπορεί να είναι η απάντηση στην εκλογική απειλή της ακροδεξιάς – την απειλή που, παρεμπιπτόντως, εξέθρεψε ακριβώς η προσχώρηση της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς στο δόγμα Σόιμπλε και Ορμπαν.

Ads

«Στο παρασκήνιο αναπτύσσεται μία κινητικότητα διαβουλεύσεων, με στόχο να υπάρξουν μετά τις εκλογές παζάρια και ανταλλαγές ανάμεσα στη δεξιά και τις δυνάμεις που βρίσκονται δεξιότερα της δεξιάς στο ευρωπαϊκό πεδίο», δήλωσε χθες ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης, δείχνοντας και τον μεγάλο υπόγειο κίνδυνο που διαμορφώνουν, εν όψει ευρωεκλογών, οι γέφυρες ανάμεσα στους νεοδεξιούς – νεοεθνικιστές με την καθαρή ακροδεξιά.

Μόλις χθες, άλλωστε, ανάλυση του Reuters με βάση τις δημοσκοπήσεις που έγιναν στις 27 χώρες της ΕΕ, έδειξε ότι ακροδεξιά και εθνικιστές είναι πολύ πιθανό να φθάσουν μαζί στις 98 έδρες ανεβάζοντας την δύναμή τους κατά 20 έδρες ή, σε ποσοστό, κατά 4% (από 10% στο 14%). Δεν είναι αμελητέα η άνοδος, ούτε η απειλή – πόσο μάλλον μετά την εκλογή Βέμπερ και την νέα, υπερσυντηρητική στροφή των χριστιανοδημοκρατών. Και το ερώτημα είναι ποια, και πόσο ισχυρή εναλλακτική μπορούν να δώσουν απέναντι σ’ αυτήν την πραγματικότητα οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης.

Πρόκειται για το ερώτημα που τίθεται, ξανά, από σήμερα στο Μπιλμπάο της Ισπανίας στο πλαίσιο του Φόρουμ της Προοδευτικής Συμμαχίας – της συμμαχίας που επιχειρεί την συγκρότηση κοινού μετώπου από την ευρωπαϊκή αριστερά, τους Πράσινους και τους σοσιαλδημοκράτες κόντρα στο συντηρητικό και ακροδεξιό μέτωπο. Το ίδιο ερώτημα απασχολεί και το συνέδριο του SPD στην Γερμανία όπου βρίσκεται και μίλησε ο Αλέξης Τσίπρας, σε ένα ακόμη βήμα διεύρυνσης του «φλερτ» της ελληνικής κυβερνώσας αριστεράς με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. «Οι Σοσιαλδημοκράτες και η Αριστερά πρέπει να συναντηθούν, στη βάση ενός προοδευτικού σχεδίου για τον 21ο αιώνα στην Ευρώπη, για να αποτραπεί ο κίνδυνος της ακροδεξιάς και η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, που ανοίγει τον δρόμο στην ακροδεξιά», ήταν η επισήμανση του ‘Ελληνα πρωθυπουργού στην ομιλία του προς τους συνέδρους.

Το ζήτημα είναι ότι αυτή η σοσιαλδημοκρατία παραμένει βαθιά τραυματισμένη από την μακρά συμπόρευσή της, έως συγχώνευσή της, με τον δεξιό φιλελευθερισμό – από το ευρωπαϊκό pasokification. Όπως και το ότι, παρά τις ζυμώσεις των τελευταίων μηνών, ο Εμμανουέλ Μακρόν επέλεξε εν τέλει τη μέση, και ουδέτερη οδό για τις ευρωεκλογές, εκείνη της στήριξης του φιλελεύθερου ALDE αντί της σύμπραξης με το προοδευτικό μέτωπο. Οπότε, είναι προφανές πως το κύριο βάρος του στοιχήματος πέφτει στην ευρωπαϊκή αριστερά. Η οποία οφείλει επίσης μια αυτοκριτική για το γεγονός ότι έως τώρα δεν κατάφερε να καταθέσει την πειστική εναλλακτική πρόταση που θα μπορούσε να ανακόψει τον «ορμπανισμό» και τον νέο εθνολαϊκισμό…