Μετά από 11 ώρες συζήτησης, η αρμόδια δικαστική επιτροπή του Τένεσι έλαβε απόφαση: εκούσια ανθρωποκτονία, όχι δολοφονία. Όλοι στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν έκπληκτοι. Το γεγονός είχε ως εξής: Μετά από μια διαμάχη, ο Bradley Waldroup πυροβόλησε τον φίλο της συζύγου του οκτώ φορές. Στη συνέχεια, επιτέθηκε στη σύζυγό του με ένα μαχαίρι. Η σύζυγός του επέζησε. Ο φίλος της όχι.

Ads

Ο Waldroup ομολόγησε και ανέλαβε την ευθύνη για τα εγκλήματα. Οι κατηγορίες από τους εισαγγελείς του Τενεσί ήταν δολοφονία και απόπειρα δολοφονίας πρώτου βαθμού. Η θανατική ποινή ήταν πολύ πιθανή.

Όμως, οι δικηγόροι του Bradley Waldroup ζήτησαν επιστημονική αξιολόγηση. Αποδείχθηκε ότι ο Waldroup είχε μια ασυνήθιστη παραλλαγή του γονιδίου της της μονοαμινοξειδάσης-α (ΜΑΟΑ). Πρόκειται για το λεγόμενο «γονίδιο του πολεμιστή» που συνδέεται με αντικοινωνική συμπεριφορά και παρορμητική επιθετικότητα στους άντρες. Ένας εγκληματολόγος λοιπόν κατέθεσε ότι το γενετικό προφίλ του Waldroup, σε συνδυασμό με την κακοποίηση που είχε βιώσει ως παιδί, του άφησε μεγαλύτερο κίνδυνο βίαιης συμπεριφοράς.

Έτσι εν προκειμένω η γενετική επηρέασε την απόφαση των ενόρκων που έκριναν τον Waldroup ένοχο εκούσιας ανθρωποκτονίας και όχι δολοφονίας. «Ένα κακό γονίδιο είναι ένα κακό γονίδιο», δήλωσε ένας ένορκος στα τηλεοπτικά μέσα. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι πιο περίπλοκη.

Ads

Όπως δημοσιεύει και το BBC, η υπόθεση του Waldroup είναι μια από τις πολλές περιπτώσεις στη σύγχρονη πρακτική της εγκληματολογίας. Με βάση αυτήν, τα πορίσματα των αναλύσεων του γενετικού υλικού στο πλαίσιο μίας ποινικής διαδικασίας αποτελούν αντικειμενικά αποδεικτικά μέσα, γι’ αυτό και η σημασία τους κρίνεται καθοριστική.

Ωστόσο είναι πολλοί αυτοί που εκφράζουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την τάση παρείσφρησης της γενετικής στην εγκληματολογία, ιδίως δεδομένου ότι η επιστήμη παραμένει σχετικά νέα και δεν έχει δοκιμαστεί, έτσι είναι πιθανώς ευάλωτη στην κατάχρηση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Επίσης πώς οι δικαστές και οι ένορκοι αξιολογούν επιστημονικά στοιχεία όπως η γενετική στο δικαστήριο;

«Αυτές οι περιπτώσεις είναι εξαιρετικά περίπλοκες. Είναι τόσοι πολλοί οι παράγοντες που εμπλέκονται», υποστηρίζει η Deborah Denno, καθηγήτρια του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Fordham της Νέας Υόρκης. «Η νευροεπιστήμη είναι μία από τις 50 μεταβλητές που εισήχθησαν στην κρίση των ενόρκων».

Τα γενετικά και νευροεπιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία παρουσιάζονται συνήθως σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες – την κακοποίηση που ο εναγόμενος υπέστη ως παιδί, για παράδειγμα, ή το οικογενειακό ιστορικό κοινωνικών προβλημάτων. Επομένως, είναι ουσιαστικά αδύνατο να γνωρίζουμε αν είναι αποφασιστικής σημασίας κατά τη διάρκεια της δίκης. «Δεν γνωρίζουμε πραγματικά πώς οι άνθρωποι παίρνουν τις αποφάσεις τους», λέει η Denno.

Εικονικοί ένορκοι

Δεδομένου ότι η ίδια η αίθουσα του δικαστηρίου είναι ένα τόσο δύσκολο περιβάλλον για να μελετήσει τις συγκεκριμένες επιπτώσεις των γενετικών ή νευροεπιστημονικών στοιχείων, ορισμένοι ερευνητές υιοθετούν μια διαφορετική προσέγγιση. Έχουν μεταφέρει τις ποινικές υποθέσεις από την αίθουσα του δικαστηρίου στο εργαστήριο.

Ο Nicholas Scurich από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και ο Paul Appelbaum από το Πανεπιστήμιο Columbia ζήτησαν από 640 εθελοντές να ενεργήσουν ως εικονικοί δικαστές.

image

Οι Scurich και Appelbaum τροποποίησαν αρκετές μεταβλητές που παρουσιάστηκαν στους εικονικούς ενόρκους. Οι «δικαστές» πρότειναν σημαντικά μικρότερες ποινές όταν ο κατηγορούμενος ήταν ανήλικος ή αν η επίθεση ήταν λιγότερο σοβαρή. Αλλά οι γενετικές πληροφορίες για τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου δεν επηρέασαν τη διάρκεια των ποινών.

Η Denno δεν εκπλήσσεται από αυτά τα ευρήματα. Έχει μελετήσει εκατοντάδες αμερικανικές δικαστικές υποθέσεις στις οποίες παρουσιάστηκαν νευροεπιστημονικά στοιχεία στο δικαστήριο. Δεν προέκυψε ότι η νευροεπιστήμη κάνει τη διαφορά.

Προφανώς η πολυπλοκότητα των επιστημονικών στοιχείων φαίνεται τόσο ακατανόητη για τον μέσο άνθρωπο που απλώς αγνοεί αυτό το είδος στοιχείων όταν πρόκειται να κρίνει.

Ο James Tabery, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα στο Salt Lake City, έχει διαφορετική εξήγηση. Πιστεύει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να πιστέψουν τα επιστημονικά στοιχεία. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι κάτι τόσο απτό όσο η συμπεριφορά μας μπορεί να εξηγηθεί από κάτι τόσο άυλο όσο τα γονίδιά μας.

Από την άλλη είναι πιθανό τα γενετικά αποδεικτικά στοιχεία να επηρεάσουν πραγματικά την καταδίκη, αλλά προς αντίθετη κατεύθυνση.

Για παράδειγμα, αν μια γενετική ή νευρολογική πληροφορία εξηγεί εν μέρει τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, μπορεί να επηρεάσει προς μια ελαφρύτερη ποινή, η οποία φαίνεται δικαιολογημένη επειδή ο εναγόμενος βρίσκεται στο έλεος της βιολογίας του. Αλλά ο δικαστής ή ο ένορκος μπορεί επίσης να αποφασίσει ότι απαιτείται αυστηρότερη ποινή για να κρατήσει τον εναγόμενο μακριά από την εκδήλωση της βίας, αφού η βιολογία του κάνει πιθανό την επανάληψη της επιθετικής πράξης του.

Σε μια μελέτη παρόμοια με αυτή των Scurich και Appelbaum, τέθηκε ένα υποθετικό σενάριο, στο οποίο ένας άνθρωπος που διαγνώστηκε με ψυχοπάθεια είχε κριθεί ένοχος σοβαρής επίθεσης. Με βάση αυτό ζητήθηκε από 181 Αμερικανούς δικαστές να λάβουν απόφαση για μια κατάλληλη ποινή.

Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, οι δικαστές είχαν ασχοληθεί με πολλές πραγματικές περιπτώσεις σοβαρής επίθεσης. Από τις πληροφορίες που έδωσαν στους ερευνητές για τις περιπτώσεις αυτές, φαίνεται ότι αποφάσιζαν ποινή περίπου εννέα ετών κατά μέσο όρο. Αλλά στον ψυχοπαθητικό «κατηγορούμενο» με μια ασυνήθιστη λειτουργία του εγκεφάλου που συνδέεται με τη δραστηριότητα του γονιδίου ΜΑΟΑ, επέβαλαν μια πολύ μεγαλύτερη ποινή, σχεδόν 14 χρόνια.

Έτσι υπό ορισμένες περιστάσεις – ειδικά όταν ένας εναγόμενος είναι πιθανό να περάσει περιορισμένο χρονικό διάστημα στη φυλακή και στη συνέχεια να επανέλθει στην κοινωνία – τα γενετικά ή νευροεπιστημονικά στοιχεία μπορούν να κάνουν τη μεγάλη διαφορά στο δικαστήριο, οδηγώντας σε πιο σοβαρές ποινές.

Όταν όμως το πείραμα επαναλήφθηκε, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας δικαστές στη Γερμανία, δεν είχε τα ίδια αποτελέσματα.

Οπως και ο Waldroup οι κατηγορούμενοι σε αυτό το πείραμα εξασφάλισαν μια πιο επιεική ποινή λόγω γενετικών στοιχείων.

Η κοινή συνισταμένη των επιστημόνων και ερευνητών υποστηρίζει ότι η γενετική και η νευροεπιστήμη απλώς τοποθετούνται σε ένα ήδη υπάρχον οπλοστάσιο επιστημονικών εργαλείων που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι δικηγόροι υπεράσπισης ή κατηγορίας για την εξέταση μιας υπόθεσης.

Το ευρύ κοινό πάντως εξακολουθεί να είναι πιο ανθεκτικό στη γοητεία της επιστήμης από όσο φανταζόμαστε.