Όσο μεγαλύτερη είναι η αβεβαιότητα με την οποία αντιμετωπίζει η διεθνής επιστημονική κοινότητα τους Ρομά για τον τόπο καταγωγής και τη γλώσσα τους, τόσο μεγαλύτερη είναι η «βεβαιότητα» που αντιμετωπίζουν οι τοπικές κοινωνίες, όπως η ελληνική, τους μονίμως μετοίκους και αγνώστους μεταξύ αγνώστων τσιγγάνους.
 
Υπολογίζεται ότι εμφανίζονται στον Ελλαδικό χώρο τον 14ο μ.Χ αιώνα φέρνοντας μαζί με τις οικογένειες και τα στερεότητα που τους ακολουθούν μέχρι σήμερα. Στο σατυρικό ποίημα της περιόδου «Παιδιόφραστος διήγησης των τετράποδων ζώων», ο λύκος απευθύνεται περιφρονητικά στην αρκούδα αποκαλώντας την «παίγνιον των μωροατσιγγάνων». Η «Αποθήκη των ωφέλιμων γνώσεων» το 1838 τους περιγράφει ως «Γένος αλητηρίων, ομοίων με τους Γύφτους ως προς τα ήθη και τους σωματικούς χαρακτήρας, ευρίσκεται μεταξύ των τρωγλοδυτών, περιπλανώμενοι εκ τόπου εις τόπον, και δι’ απάτης και δόλου ποριζόμενοι τα αναγκαία, προσποιούνται μάλιστα ότι είναι μοιρολόγοι και σακκίζουν ούτω των ανοήτων τα χρήματα».
 
Όμως, παρότι αποτελούν εύκολα θύματα προκαταλήψεων, και είναι διαχρονικά «συνήθεις ύποπτοι» κάθε παρανομίας, είτε συμμετέχουν σε αυτή είτε όχι, πολλές φορές η ίδια η πραγματικότητα ακυρώνει αυτά τα στερεότυπα.

Ads

image
 
Οι Έλληνες τσιγγάνοι συμμετέχουν ενεργά στον πόλεμο του 40, ενώ το ίδιο κάνουν όσοι βρίσκονται στα μετόπισθεν, κάτι που επισημαίνει ακόμα και ο υπέρ συντηρητικός Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος που γράφει χαρακτηριστικά το 1970 :«Όταν το 1941 τα παιδία της Πίνδου, τα παιδία της Αλβανίας κατέρρεον λόγω της φοβεράς επιθέσεως του  Άξονος και διήρχοντο δια της κοιλάδος ταύτης γυμνά και εγκαταλελειμμένα, οι Τσιγγάνοι ήνοιξαν τας οικίας των, έβρασαν νερό εις καζάνια και έπλυναν τα παιδία της Πίνδου. Επί έναν δε μήνα, έτρεφαν αυτούς με τα όσπρια τα οποία είχον…».
 
Στην Κατοχή στον ΕΛΑΣ Εύβοιας ξεχωρίζει η μορφή του Βασίλη Μήτρου («Καπετάν Γύφτος»), όπου ανατινάζει ένα γερμανικό αντιτορπιλικό στο λιμάνι της Κύμης, σκοτώνεται στη μάχη της Λαμπρούσας ενώ σήμερα υπάρχει προτομή του στην περιοχή. Αντίστοιχο μνημείο δημιουργείται στην οδό Χαμοστέρνας στον Ταύρο για να θυμίζει την εκτέλεση έντεκα τσιγγάνων από τους Γερμανούς τον Αύγουστο του 1944. 
 
Στη περίοδο του εμφυλίου πολέμου ο, γνωστός από τα Δεκεμβριανά, αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Άγγελος Έβερτ διατάζει το 1948 την απομάκρυνση των Τσιγγάνων από την Αθήνα, όχι για τη συνήθη κατηγορία περί δημόσιας ασφάλειας, αλλά για λόγους αντικομουνισμού αφού «…οι πλείστοι τούτων προερχόμενοι από συμμοριοπλήκτους περιφερείας θεωρούνται όργανα των κομμουνιστών. Προ ημερών μάλιστα κατηγγέλθη ότι μια αθιγγανίς προέτρεπε ένα στρατιώτη να μη πολεμήσει».

image
 
Στον καταστροφικό σεισμό 7,0 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ που γίνεται στη Θεσσαλία το 1954 σε κάποια χωριά μπορεί, όπως γράφουν οι εφημερίδες, να μην πηγαίνει «ουδείς κρατικός υπάλληλος» για να συνδράμει τους αστέγους, αλλά αυτοί που βοηθούν άμεσα είναι οι τσιγγάνοι της περιοχής:«…τα πρώτα δείγματα αλληλεγγύης προς τους σεισμοπαθείς επέδειξαν αθίγγανοι οι οποίοι διέθεσαν τρεις σκηνάς προς στέγασιν των χωρικών».

image
 
Απαντώντας στο κλίμα «τσιγγανοφοβίας» της εποχής, στα τέλη της δεκαετίας του 50 ο τότε, πρόεδρος του Πανελληνίου Μορφωτικού Συλλόγου Ελλήνων Αθιγγάνων Βασίλης Πηλίδης, στέλνει επιστολή στις εφημερίδες στην οποία αφού επισημαίνει την ευκολία που Πολιτεία, Τύπος και κοινό κρίνει και καταδικάζει όλους τους τσιγγάνους, τονίζει ότι : «…οι Αθίγγανοι οι οποίοι από πολλών ετών είναι μονίμως εγκατεστημένοι εν Ελλάδι ζουν εις οικίας – πλειστάκις ιδιοκτήτους- είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ως επί το πλείστον Έλληνες πολίται, φιλήσυχοι και νομοταγείς, ουδέποτε ενοχλούντες τας αρχάς, εργαζόμενοι τιμίως και αποκερδαίνοντας τα του ζην εκ της εργασίας των».

Ads

image