Η εκρηκτική άνοδος των ποσοστών του AfD στις πρόσφατες τοπικές εκλογές στα κρατίδια του Βραδεμβούργου και της Σαξονίας ήρθε απλά να επισφραγίσει κάτι που ουδείς μπορούσε να διανοηθεί πριν από κάποια χρόνια στη Γερμανία: πως η ακροδεξιά είναι πλέον κάτι παραπάνω από υπολογίσιμη δύναμη.

Ads

Πέρα όμως από τους προφανείς κινδύνους που ελλοχεύουν από αυτή την εξέλιξη, εξίσου προφανείς φαίνεται πως είναι κι οι λόγοι που οδήγησαν στην  αποσταθεροποίηση ή ακόμη και καταβαράθρωση των παραδοσιακών κομμάτων (CDU, SPD) και την κατακόρυφη άνοδο του AfD,

Κι αυτοί οι λόγοι έχουν να κάνουν με τη βαθιά ύφεση στην οποία δείχνει να βυθίζεται-αργά αλλά σταθερά- η γερμανική οικονομία. Εκείνο λοιπόν που χαρακτηριζόταν μέχρι πρότινος ως «θαύμα» από πολλούς οικονομολόγους πλέον δείχνει να κλυδωνίζεται συθέμελα.

Είναι αλήθεια πάντως πως κάποια από τα «επιτεύγματα» της διακυβέρνησης της Άνγκελα Μέρκελ (από το 2005 δηλαδή και μετά) φάνταζαν σε πολλούς αξιοθαύμαστα. Όπως για παράδειγμα ο τρόπος που κατάφερε η Γερμανία να ξεπεράσει «αβρόχοις ποσί» την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, την μεγάλη μείωση της ανεργίας σε πανευρωπαϊκά χαμηλά επίπεδα ή ακόμη και τα διαδοχικά θηριώδη δημοσιονομικά πλεονάσματα, με το πλέον πρόσφατο να ξεπερνάει τα 50 δισ ευρώ.

Ads

Το «γερμανικό θαύμα» των mini jobs

Όλα αυτά όμως αποτελούσαν μόνο τη «μια όψη του νομίσματος» αναφορικά με το χτίσιμο του «γερμανικού θαύματος», το οποίο είχε ξεκινήσει πολύ πριν από την άνοδο της απερχόμενης Γερμανίδας καγκελαρίου στην εξουσία. Πιο συγκεκριμένα, το μυστικό κρύβεται στην λεγόμενη «Ατζέντα 2010», ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε ο Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος, Γκέρχαρντ Σρέντερ, το 2003.

Μεταξύ αυτών των μεταρρυθμίσεων, ίσως η πιο εμβληματική είχε να κάνει με την εγκαθίδρυση των mini jobs. Στα χρόνια που μεσολάβησαν δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι, πολλοί από αυτούς φοιτητές και συνταξιούχοι εργάστηκαν στον τομέα των υπηρεσιών, βγάζοντας μέχρι και 450 ευρώ τον μήνα, χωρίς φορολογία και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.

Κανείς βέβαια δεν επωφελήθηκε περισσότερο από τις εν λόγω μεταρρυθμίσεις από την Άνγκελα Μέρκελ, καθώς στηριζόμενη σε εκατομμύρια φθηνά εργατικά χέρια οδήγησε σε εκτίναξη τις εξαγωγές της χώρας, με την συνολική αξία τους σήμερα αγγίζει τα 2 τρισεκατομμύρια ευρώ.

Το καράβι «μπάζει» από παντού

Όλα αυτά όμως φαίνεται να ανήκουν στο παρελθόν, καθώς το εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας δείχνει να πλήττεται για πρώτη φορά πολύ σοβαρά, «πληρώνοντας» εν μέρει την αλλαγή πλεύσης των ΗΠΑ μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ. Την ίδια στιγμή, η ευρύτερη αστάθεια που προκαλεί η προοπτική του Brexit δημιουργεί ένα ακόμη πιο δυσμενές περιβάλλον για την λεγόμενη «ατμομηχανή της Ευρώπης».

Το βασικό πρόβλημα όμως είναι πως η Γερμανία παραμένει σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τον εξαγωγικό της τομέα, καθώς απορρίφθηκαν κατά καιρούς οι εισηγήσεις  για επενδύσεις σε άλλους τομείς, όπως οι υποδομές.

Την ίδια στιγμή, εταιρίες-κολοσσοί όπως η Volkswagen βρίσκονται σε δίνη σκανδάλων, ενώ συνολικά η γερμανική βιομηχανία(αποτελείται κατά βάση από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις), όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, έχει ένα επιπλέον πρόβλημα: το έλλειμμα ψηφιοποίησης. Παράλληλα, η φιλόδοξη στροφή της γερμανικής κυβέρνησης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποδείχτηκε μπούμεραγκ, φέρνοντας τις επιχειρήσεις αντιμέτωπες με τις πλέον ακριβές τιμές στο ηλεκτρικό ρεύμα στην Ευρώπη.

Αν σε όλα προσθέσει κανείς το -σε βαθμό «σκανδαλώδη»- προβληματικό τραπεζικό σύστημα, αντιλαμβάνεται το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος για την μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης.

Κάπως έτσι άρχισαν τα πρώτα «παρατράγουδα» και στην αγορά εργασίας, η οποία βέβαια εξακολουθεί να κυριαρχείται από τα mini-jobs. Ήδη μεγάλες επιχειρήσεις, όπως Deutsche Bank και η BASF, ανακοίνωσαν κύμα μαζικών απολύσεων και φαίνεται πως έπεται συνέχεια.

Η ιδεοληψία των μηδενικών ελλειμμάτων..

Πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν πως η λύση στο επικείμενο αδιέξοδο θα ήταν η τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, μέσω μισθολογικών αυξήσεων, φορολογικών μειώσεων και νέων επενδύσεων. Άλλωστε, αν δεν το αντέχει η γερμανική οικονομία των συνεχών πλεονασμάτων, ποιος το αντέχει;

Κάπου εδώ όμως έρχεται η ιδεοληπτική «γραμμή Σόιμπλε». Ας μην ξεχνάμε πως η πολιτική των μηδενικών ελλειμμάτων ήταν έμπνευση του νυν προέδρου της γερμανικής Βουλής, η οποία όχι μόνο επεβλήθη «δια πυρός και σιδήρου» στις χώρες του Νότου αλλά και στο εσωτερικό της χώρας του. Πιο συγκεκριμένα, το 2011 ψηφίστηκε σχετική πρόβλεψη στο γερμανικό Σύνταγμα, με την οποία η εκάστοτε κυβέρνηση αδυνατεί να ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει.

Φαίνεται μάλιστα πως η εν λόγω στρατηγική έχει εμποτίσει σε τέτοιο βαθμό το πολιτικό προσωπικό της Γερμανίας, ώστε δεν επανεξετάστηκε ούτε μετά την αποχώρηση Σόιμπλε από το υπουργείο Οικονομικών και την ανάληψή του από τον Σοσιαλδημοκράτη, Όλαφ Σολτζ.

…και το επερχόμενο ζήτημα της αύξησης των αμυντικών δαπανών

Όλα τα παραπάνω, δείχνουν σύμφωνα με τις προβλέψεις των ειδικών, τη Γερμανία προς μια οικονομική στασιμότητα, ανάλογη με αυτή που βίωσε η Ιαπωνία πριν από κάποια χρόνια.

Τα προβλήματα όμως δε σταματούν εδώ. Κι αυτό γιατί η διάρρηξη των παραδοσιακά καλών σχέσεων της Γερμανίας με τις ΗΠΑ  κατά την περίοδο Τραμπ δημιουργεί επιπλέον προβληματισμό αναφορικά με ζητήματα ασφάλειας της χώρας.

Ας μην ξεχνάμε πως δεν είναι λίγες οι φορές που ο Αμερικάνος πρόεδρος άσκησε έντονη κριτική στη Γερμανία για την απροθυμία της να αυξήσει τη χρηματοδότηση για εξοπλισμούς. Κι είναι αλήθεια ότι η κατάσταση όσον αφορά την άμυνα της χώρας είναι κάτι περισσότερο από προβληματική.

Όσο βέβαια οι σχέσεις με τις ΗΠΑ παρέμεναν αγαστές το ζήτημα δεν απασχολούσε ιδιαίτερα τις εκάστοτε γερμανικές κυβερνήσεις. Σήμερα όμως, καθώς όλοι αντιλαμβάνονται πως οι γερμανοαμερικάνικες σχέσεις δε θα αποκατασταθούν ποτέ σε μεγάλο βαθμό ακόμη κι αν εκλείψει ο παράγοντας Τραμπ, και με την Ρωσία να κινείται αρκετά δραστήρια σε αρκετές περιπτώσεις, το Βερολίνο μάλλον θα αναγκαστεί να αναθεωρήσει την οικονομική στρατηγική του και σε αυτό τον τομέα.