H Γερμανία θα κάνει μισό βήμα μπροστά, αλλά θα το διαπραγματευτεί σκληρά και η συμφωνία δεν θα κλείσει απόψε. Η Ιταλία θα κάνει μισό βήμα πίσω και, αντί κορονο-ομολόγου, θα συμβιβαστεί με ένα γενναίο πακέτο ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα περιλαμβάνει μνημονιακού τύπου όρους. Η Ελλάδα θα κάνει ό,τι πει η Γαλλία, η οποία εδώ και εβδομάδες «ζυμώνει» παρασκηνιακά το πλαίσιο ενός – ακόμη – πολιτικού συμβιβασμού με το Βερολίνο.

Ads

Σ’ αυτό το κάδρο η αποψινή τηλεδιάσκεψη κορυφής της ΕΕ θα είναι η αφετηρία, και όχι το τέλος, των αποφάσεων για το περίφημο «Recovery Fund» – ή όπως αλλιώς ονομαστεί -, κι ο πιθανότερος χρόνος για να επέλθει το, λιγότερο ή περισσότερο φιλόδοξο, deal είναι τα τέλη Ιουνίου. Την βάση, δε, αυτής της δίμηνης διαπραγμάτευσης φαίνεται πως θα αποτελέσει το σχέδιο που θα παρουσιάσει στην αποψινή τηλεδιάσκεψη η Κομισιόν – ένα σχέδιο που επιχειρεί να γεφυρώσει τις διαφορές Βορρά και Νότου με ένα συνολικό πακέτο 2 τρις ευρώ για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Tους κεντρικούς άξονες του σχεδίου παρουσίασε σήμερα το Reuters, το βασικό concept είναι η παράκαμψη του θέματος –«ταμπού» για την Γερμανία, του ευρωομολόγου, και η χρησιμοποίηση του κοινοτικού μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού για την χρηματοδότηση των χωρών που επλήγησαν από την πανδημία. Συγκεκριμένα, προβλέπονται δύο πόλοι χρηματοδοτήσεων – ένα «εργαλείο ανάκαμψης» (“Recovery Tool”) το οποίο η ΕΕ θα ενσωματώσει στον προϋπολογισμό της περιόδου 2021-2027 και θα έχει ύψος 300 δις ευρώ, καθώς και ο δανεισμός από την Κομισιόν άλλων 320 δις από τις αγορές τα οποία στην συνέχεια θα διατεθούν στα κράτη μέλη.

Ως προς το πρώτο σκέλος θα προβλεφθούν επιπλέον κονδύλια 200 έως 250 δισ. ευρώ στον επταετή προϋπολογισμό για μια διευκολυντική γραμμή «ανάκαμψης», ενώ άλλα 50 δισ. ευρώ θα προέλθουν από τα κονδύλια συνοχής, και θα διατεθούν εμπροσθοβαρώς για να χρησιμοποιηθούν στην κρίσιμη διετία το 2021-22.

Ads

Παράλληλα, η Κομισιόν θα δανειστεί 320 δισ. ευρώ από τις αγορές και μετά θα δανείσει περίπου το 50% του ποσού στις κυβερνήσεις. Ο υπόλοιπος δανεισμός θα γίνει και πάλι μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και θα εξοφληθεί από τις κυβερνήσεις μετά το 2027 και μακροπρόθεσμα ή θα εξοφληθεί μέσω μελλοντικών εσόδων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, όπως από νέα φορολογία. Κάποια χρήματα, όπως αναφέρουν κοινοτικές πηγές στο Reuters, θα μπορούσαν να δοθούν ως επιχορήγηση στα κράτη-μέλη.

Η διπλή αυτή πλατφόρμα της Κομισιόν, σε συνδυασμό με τις πιστωτικές γραμμές του ESM που έχουν ήδη συμφωνηθεί και με τα κονδύλια για την αντιμετώπιση της ανεργίας ανεβάζουν το συνολικό πακέτο κοντά στα 2 τρις. Τα προφανή όμως, και κομβικά, ερωτήματα είναι ποια θα είναι η αναλογία απ’ ευθείας χρηματοδοτήσεων και δανειοδότησης, καθώς και ποιοι όροι και χρονοδιαγράμματα αποπληρωμής θα προβλέπονται για τα δάνεια. Και επ’ αυτών αναμένονται οι αντιπαραθέσεις βορείων και νοτίων στην αποψινή τηλεδιάσκεψη, με τις πληροφορίες να φέρουν την Ολλανδία, την Φινλανδία και την Δανία να εμφανίζονται ξανά ως γερμανική «εμπροσθοφυλακή» και ως οι εκπρόσωποι του σκληρού βορείου άξονα.

Απέναντί τους, η Ιταλία και η Ισπανία διαμηνύουν ότι θα πουλήσουν ακριβά τον όποιο συμβιβασμό, με τον μεν Τζουζέπε Κόντε να προειδοποιεί ότι οποιαδήποτε απόπειρα επιβολής μνημονιακών μοντέλων ρισκάρει την ίδια την συνοχή της Ευρώπης, τον δε Πέδρο Σάντσεθ να κατεβάζει επίσης πρόταση-γέφυρα για ανευ όρων χρηματοδοτήσεις ύψους 1,5 δις ευρώ.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η απόφαση της κυβέρνησης είναι να μην βγει σε πρώτο πλάνο σε ό,τι αφορά το θέμα των χρηματοδοτήσεων και να συνταχθεί στην «γραμμή Μακρόν», ενώ η κύρια ανησυχία έχει να κάνει με την αδυναμία που διακρίνεται έως τώρα στην διαμόρφωση κοινής ευρωπαϊκής γραμμής σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, τις μετακινήσεις και τις μεταφορές. Εξ ου και η χθεσινή επικοινωνία του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, εξ ου και η σημερινή διαρροή ότι ο έλληνας πρωθυπουργός θα πει στους ομολόγους του πως «δεν μπορεί να πωλούνται μόνο υπολογιστές, αυτοκίνητα ή ρούχα, αλλά να μην λαμβάνονται ισορροπημένα μέτρα για την εξομάλυνση των μεταφορών, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για τις μετακινήσεις των ανθρώπων εντός της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς».