Μια εβδομάδα πριν από τις ιταλικές γενικές εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου, η πολιτική αντιπαράθεση στην χώρα συνεχίζει να γίνεται όλο και εντονότερη.

Ads

Οι δημοσκοπήσεις δεν μπορούν, πλέον να δημοσιεύονται, αλλά σύμφωνα με τις τελευταίες σφυγμομετρήσεις που παρουσιάστηκαν από τα μέσα ενημέρωσης, η συντηρητική συμμαχία (Φόρτσα Ιτάλια, Λέγκα και Αδέλφια της Ιταλίας) αγγίζει το 47% της πρόθεσης ψήφου – ένα ποσοστό που θα μπορούσε να μετατραπεί στο 60% των εδρών στη Βουλή και στη Γερουσία της Ρώμης.

Είναι σαφές δηλαδή ότι, αν δεν υπάρξουν θεαματικές εκπλήξεις, τον Μάριο Ντράγκι αναμένεται να διαδεχθεί μια κυβερνητική συνεργασία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, του Ματέο Σαλβίνι και της ακροδεξιάς Τζόρτζια Μελόνι.

Σε ό,τι αφορά την κεντροαριστερή συμμαχία, όλες οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι δεν καταφέρνει να ξεπεράσει το 28% της πρόθεσης ψήφου. Είναι η πρώτη φορά, τα τελευταία σαράντα χρόνια, που η διαφορά ανάμεσα στις δύο κύριες πολιτικές παρατάξεις της χώρας είναι τόσο μεγάλη. Αγγίζει, σχεδόν, τις είκοσι ποσοστιαίες μονάδες.

Ads

Η κύρια αιτία, όπως φαίνεται, της μειωμένης “ελκυστικότητας” του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος είναι το ότι πρόκειται για το μόνο μεγάλο κόμμα, το οποίο συμμετείχε σε όλες τις κυβερνήσεις συνασπισμού της τελευταίας δεκαετίας. Κάτι που συνεπάγεται μεγάλο πολιτικό κόστος.

Όσο για τα Πέντε Αστέρια, παρά την θεαματική τους πτώση σε σχέση με τις εκλογές του 2018 -όταν είχαν λάβει σχεδόν το 33%- οι δημοσκοπικές εταιρίες εκτιμούν ότι τελικά δεν θα εξαφανιστούν: είναι πολύ πιθανό, βάσει των σφυγμομετρήσεων της προηγούμενης εβδομάδας, να αγγίξουν το 13% της πρόθεσης ψήφου, “πείθοντας” και ένα μέρος απογοητευμένων αριστερών ψηφοφόρων.

Η νεοσύστατη κεντρώα συμμαχία των Κάρλο Καλέντα και Ματέο Ρέντσι προς το παρόν δεν δείχνει να είναι σε θέση να κάνει την διαφορά και να απειλήσει την προοδευτική και, ακόμη λιγότερο, την συντηρητική συμμαχία.

Πέρα από τις προβλέψεις και τα ποσοστά, όμως, υπάρχει μια σειρά αμιγώς πολιτικών θεμάτων και προβληματισμών. Τα κυριότερα, είναι σαφές ότι αφορούν το ακροδεξιό η “βαθιά δεξιό” κόμμα των Αδελφών της Ιταλίας, το οποίο είναι περισσότερο από πιθανό, σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές, να αναδειχθεί σε πρώτο κόμμα, ξεπερνώντας ακόμη και το 25% των ψήφων.

Η πρόεδρός του, η 45χρονη Τζόρτζια Μελόνι, έχει καταστήσει σαφές ότι, σε περίπτωση που κερδίσει την εκλογική αναμέτρηση, περιμένει να της ανατεθεί εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον πρόεδρο της δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα – κάτι που συμβαίνει πάντα με τον επικεφαλής της πρώτης πολιτικής δύναμης της χώρας.

Μόνο που αυτή την φορά η κατάσταση χαρακτηρίζεται από σημαντικές ιδιατερότητες: η Μελόνι αρνείται να καταδικάσει την πολιτική και τις επιλογές της Ουγγαρίας του Βίκτορ Ορμπάν, ενώ υπάρχουν φόβοι ότι μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση και τις ευρύτερες κοινωνικές ελευθερίες, όπως της κοινότητας ΛΟΑΤΚ+.

Εκείνη το διαψεύδει, αλλά στο μεταξύ, την περασμένη Πέμπτη, το κόμμα της, μαζί με την Λέγκα, καταψήφισε την έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία χαρακτηρίζει την Ουγγαρία “συστημική απειλή κατά των ιδρυτικών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης”.

Το ερώτημα που προκύπτει, δηλαδή, είναι αν η Ιταλία, με μια πρωθυπουργία Μελόνι, μπορεί να αποτελέσει νέο, κύριας σημασίας πρόβλημα, για τις Βρυξέλλες και όχι μόνο. Διότι η επικεφαλής των Αδελφών της Ιταλίας ζητά, μεταξύ των άλλων, την επαναδιαπραγμάτευση του Ιταλικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενώ είχε ξεκινήσει την προεκλογική της εκστρατεία, επιμένοντας ότι η χώρα της, μαζί με την Ευρώπη, πρέπει να προχωρήσει σε ναυτικό αποκλεισμό νότια της Σικελίας, για να σταματήσουν οι αφίξεις παράτυπων μεταναστών.

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, πρόεδρος της Φόρτσα Ιτάλια, παρουσιάσθηκε ως εγγυητής του ευρωπαϊκού και φιλοατλαντικού προσανατολισμού της επόμενης ιταλικής κυβέρνησης και πρόσθεσε με σαφή τρόπο ότι, αν η Λέγκα και τα Αδέλφια της Ιταλίας δεν ακολουθήσουν την κατεύθυνση αυτή, το κόμμα του θα εγκαταλείψει την κυβερνητική συμμαχία.

«Η Ιταλία δεν έχει λύσει τους λογαριασμούς της με τον φασισμό»

Oπως γράφει ο  Νικόλα Λατζόια, Ιταλός συγγραφέας και διευθυντής στο Σαλόνι Βιβλίου του Τορίνο, φαίνεται πως στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου στην Ιταλία θα νικήσει καθαρά η Δεξιά. Κι αυτό είναι εν πολλοίς αποτέλεσμα της εκλογικής στρατηγικής που χρησιμοποίησε η Κεντροαριστερά: ψηφίστε μας για να μην έρθουν εκείνοι.

«Αντιπαρατάσσουν τον κίνδυνο αυτόν με τις δικές τους προτάσεις. Ζητούν τη χρήσιμη ψήφο. Είναι σαφές λοιπόν ότι βρίσκονται σε δύσκολη θέση», αναφέρει σε συνέντευξή του στην El Pais. Από οικονομική άποψη, μια κυβέρνηση υπό την Τζόρτζια Μελόνι δεν μπορεί να αλλάξει πολλά πράγματα. Η ατζέντα των επομένων ετών θα είναι η διαχείριση του Σχεδίου Ανάκαμψης και των χρημάτων που θα έλθουν από την Ευρώπη. Το ανησυχητικό για έναν άνθρωπο που προέρχεται από την Αριστερά όπως εγώ, σημειώνει ο Λατζόια, είναι το θέμα των δικαιωμάτων και της διεθνούς πολιτικής.

Για την εξωτερική πολιτική, ο Λατζόια υπογραμμίζει πως η ακροδεξιά είναι διχασμένη: «Η Μελόνι είναι ατλαντίστρια, ενώ ο Ματέο Σαλβίνι φιλορώσος. Η ιδέα και των δύο, όμως, για τα δικαιώματα παραπέμπει στη δεκαετία του 1950». «Οι ψηφοφόροι ενδιαφέρονται περισσότερο για τη ρητορική παρά για το προσωπικό παράδειγμα. Οι Ιταλοί, από αυτή την άποψη, είναι πολύ καθολικοί: ιδιωτικές διαστροφές και δημόσια αρετή. Ο καθολικός μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στο σπίτι του, αρκεί δημοσίως να τηρεί τα προσχήματα», σχολιάζει και προσθέτει:

«Η Ιταλία δεν έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με τον φασισμό, όπως έκανε για παράδειγμα η Γερμανία με τον ναζισμό. Καταλυτικό ρόλο έπαιξε επίσης η οικονομική κρίση. Πολλοί από αυτούς που υπέφεραν έχουν στραφεί πλέον για προστασία προς τη Δεξιά. Στην αρχή εμπιστεύθηκαν το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, ύστερα στράφηκαν στον Κόντε και τώρα ελπίζουν να τους λύσει τα προβλήματα η Μελόνι».