Πολιτικό “σεισμό” σε ολόκληρη τη Μεγάλη Βρετανία έχει προκαλέσει η ιστορική επικράτηση του Σιν Φέιν στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές στην Βόρεια Ιρλανδία.

Ads

Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνει σε εκτενές σχετικό άρθρο του ο Guardian, το συγκεκριμένο γεγονός είναι πρωτοφανές, ενώ δημιουργεί νέα δεδομένα αναφορικά με το μέλλον της Βόρειας Ιρλανδίας εντός του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και το ενδεχόμενο ένωσης με την Ιρλανδία.

Στην πραγματικότητα το “ρήγμα” που ενυπάρχει στην περιοχή μεταξύ των Καθολικών αποσχιστών και των Προτεσταντών Ενωτικών αποτυπώνεται σε μεγάλο βαθμό πολιτικά στη διελκυστίνδα μεταξύ του -πρώην πολιτικού σκέλους του IRA- Σιν Φέιν και του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος (DUP), το οποίο αποτελεί και κυβερνητικό εταίρο του Μπόρις Τζόνσον.

Νέα δεδομένα στην κυριολεξία

Σύμφωνα μάλιστα με τον αρθρογράφο, ιστορικά το όλο σκηνικό στη Βόρεια Ιρλανδία, τόσο όσον αφορά στο  σύστημα διακυβέρνησης όσο και σε ότι αφορά ακόμη τον σχεδιασμό των συνόρων της εξυπηρετούσε έναν και μόνο βασικό σχεδιασμό: Να διασφαλίσει πως οι Προτεστάντες θα ήταν μονίμως πλειοψηφία, κάτι που σήμαινε φυσικά πως οι Καθολικοί θα παρέμεναν μονίμως μειοψηφία.

Ads

Κάτι τέτοιο ανετράπη με ηχηρό τρόπο για πρώτη φορά στην Ιστορία στις πρόσφατες κάλπες με την ηγέτιδα του Σιν Φέιν,  Μέρι Λου Μακντόναλντ, να αναδεικνύεται ως επικεφαλής του πρώτου κόμματος σε “Πρώτη Υπουργό”, με βάση το ισχύον πολιτικό σύστημα, ενώ ο ηγέτης του DUP, Τζέφρεϊ Ντόναλντσον, ως επικεφαλής του δεύτερου κόμματος σε “αναπληρωτή Πρώτο Υπουργό”.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως σύμφωνα με τις προβλέψεις του ισχύοντος -κακοσχεδιασμένου σύμφωνα με τον Guardian- συστήματος, πως και οι δυο ηγέτες βρίσκονται ισότιμο καθεστώς, παρά τα εκλογικά αποτελέσματα. Επιπλέον, με βάση τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998 (με την οποία έληξε η αιματοχυσία στη Β. Ιρλανδία) τα δύο κόμματα είναι υποχρεωμένα να συνεργαστούν προκειμένου να προκύψει κυβέρνηση. Κάτι τέτοιο επί του παρόντος δείχνει αρκετά δύσκολο, με δεδομένο πως οι διαπραγματεύσεις ανάμεσά τους φαίνεται να βρίσκονται σε τέλμα.

Το “σκληρό” Brexit έγινε μπούμεραγκ

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την ανάλυση του Guardian, η σημερινή πολιτική ανατροπή στη Βόρεια Ιρλανδία πιθανότατα αποτελεί μια ακόμη παράπλευρη απώλεια του Brexit.

Ειδικότερα, όπως σημειώνει, μπορεί το Σιν Φέιν να είδε μια οριακή άνοδο στα ποσοστά του, καθώς “σκαρφάλωσε” από το 27,9% στο 29% παίρνοντας ένα τμήμα των παραδοσιακών Καθολικών ψηφοφόρων του τοπικού Εργατικού Κόμματος, όμως στην πραγματικότητα ήταν η κατάρρευση του DUP εκείνη που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το τελικό αποτέλεσμα.

Υπενθυμίζεται πως το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα στις εκλογές του 2016, οι οποίες είχαν διεξαχθεί μόλις ένα μήνα μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, είχε λάβει 29% των ψηφοφόρων, ενώ στις κάλπες που στήθηκαν την Πέμπτη έπεσε κατακόρυφα στο 21,3%. Αυτό μάλιστα συνέβη παρά την εκστρατεία φόβου που είχε εξαπολύσει κατά την προεκλογική εκστρατεία το ηγετικό επιτελείο του, με επίκεντρο τον ισχυρισμό πως σε περίπτωση νίκης του Σιν Φέιν, αυτό θα προχωρούσε σε δημοψήφισμα για ένωση με την Ιρλανδία και εγκατάσταση “σκληρού συνόρου” με τη Βρετανία. Πρόκειται για μια τακτική, η οποία είχε εφαρμοστεί αρκετές φορές στο παρελθόν με ιδιαίτερη επιτυχία “πληγώνοντας” εκλογικά το Σιν Φέιν (το οποία πάντως αυτή τη φορά ήταν αρκετά προσεκτικό καθώς επικεντρώθηκε προεκλογικά σε ζητήματα καθημερινότητας).

Σύμφωνα με τον Guardian, αυτή τη φορά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν με τον τρόπο που θα ήθελε η ηγεσία του DUP. Η κύρια αιτία για αυτή την εξέλιξη, φαίνεται πως ήταν η στρατηγική του έναντι της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ. Σημειώνεται πως το DUP είχε επενδύσει σχεδόν σε απόλυτο βαθμό στο σκληρό Brexit. Μάλιστα σε αυτή τη λογική είχε συμβάλει στην πτώση της Τερέζα Μέι και στην άνοδο του Μπόρις Τζόνσον.

Τα πραγματικά δεδομένα όμως που διαμορφώθηκαν μετά την ολοκλήρωση του Brexit δεν δικαίωσαν την ηγεσία του κόμματος. Πρώτον, γιατί η προοπτική εγκαθίδρυσης “σκληρού συνόρου” απέναντι στην Ιρλανδία φαίνεται να προχωράει ούτως ή άλλως (προβλέπεται στο πρωτόκολλο συμφωνίας με την ΕΕ) παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις εκ μέρους του Μπόρις Τζόνσον. Την ίδια στιγμή όμως η Βόρεια Ιρλανδία θα παραμείνει στην κοινή αγορά με την ΕΕ ακόμη κι όταν η υπόλοιπη Βρετανία αποχωρήσει οριστικά από αυτή.

Κάτι τέτοιο δημιούργησε φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό των ψηφοφόρων του DUP προς δυο -αντίθετες- κατευθύνσεις. Η πρώτη και κυριότερη, αφορούσε υποστηρικτές του “σκληρού” Brexit, που χρέωναν στο DUP (παρά το γεγονός πως εξέφρασε προεκλογικά την διαφωνία του με το πρωτόκολλο) ανακολουθία στις διακηρύξεις του αναφορικά με την κοινή αγορά της ΕΕ. Αυτοί στράφηκαν προς ένα μικρότερο κόμμα, την Παραδοσιακή Ενωτική Φωνή )TUV, το οποίο εκτινάχθηκε από το 2,6% στο 7,6%.

Το δεύτερο τμήμα πρώην ψηφοφόρων του DUP αφορούσε μετριοπαθείς Προτεστάντες, οι οποίοι ποτέ δεν ήθελαν στην πραγματικότητα να “συρθούν” εκτός της ΕΕ και κινήθηκαν προς το φιλοευρωπαϊκό Renew Europe.

Τα καίρια ερωτήματα για το Πρωτόκολλο Συμφωνίας με την ΕΕ και την Ενωμένη Ιρλανδία

Όπως σημειώνει ο Guardian, oι εν λόγω εξελίξεις εγείρουν δυο βασικά ερωτήματα: Το πρώτο αφορά το μέλλον του πρωτοκόλλου με την ΕΕ, ενώ το δεύτερο έχει να κάνει με το σενάριο μιας Ενωμένης Ιρλανδίας.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, η απάντηση φαίνεται να είναι απλή, καθώς το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων που εκφράζουν την διαφωνία τους με το πρωτόκολλο συμφωνίας με την ΕΕ είναι πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο των κομμάτων που το στηρίζουν.

Σε ό,τι έχει να κάνει με το δεύτερο ερώτημα για την Ενωμένη Ιρλανδία, ο αρθρογράφος του Guardian επισημαίνει πως “μόνο ένας ανόητος θα πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα έρθει σύντομα, όμως ένας μεγαλύτερος ανόητος δεν θα έβλεπε πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σε κάποια μορφή, δεν πλησιάζει”.