Η φλόγα, η φωτιά, η φωτίτσα, με μια λέξη το σήμα κατατεθέν της Χαλυβουργικής που για αρκετές γενιές παιδιών σήμαινε «τώρα φτάσαμε» ή «επιτέλους φύγαμε» από την Αθήνα, τελικά έσβησε κυριολεκτικά και συνολικά. Φυσικά η φλόγα έχει σβήσει εδώ και δεκαετίες, όταν οι ηλεκτρικοί φούρνοι αντικατέστησαν την υψικάμινο.

Ads

Τώρα πια κατέβηκαν και οι διακόπτες, την ίδια στιγμή που οι βαθύπλουτοι ιδιοκτήτες της Χαλυβουργικής δεν φαίνεται να έχουν την παραμικρή πρόθεση ρύθμισης των οφειλών τους και, πολύ περισσότερο, επανεκκίνησης της μονάδας.

Οσο για τα χρέη των 430 και πλέον εκατομμυρίων ευρώ, η απάντηση είναι πλέον δεδομένη και γνωστή στον κάθε πολίτη της χώρας.

Η διακοπή παροχής ρεύματος από τον ΑΔΜΗΕ λόγω των 31 εκατ. που οφείλει η Χαλυβουργική στη ΔΕΗ πυροδότησε σωρεία δημοσιευμάτων για την εταιρεία και τους ιδιοκτήτες της.

Ads

Η ουσία όμως είναι μία: Με την ίδια μέθοδο του «δεν πληρώνω», οι μεγαλοβιομήχανοι, μεγαλοεφοπλιστές και μεγαλοεκδότες τίναξαν και τινάζουν με τα «κόκκινα» επισφαλή δάνειά τους τις τράπεζες και την οικονομία της χώρας στον αέρα.

Οι συνεχείς, ακόμα και πολύ πρόσφατες ενδοοικογενειακές κόντρες -αληθινές ή προσχηματικές- δεν επιτρέπουν αισιόδοξες σκέψεις.

Η συνέντευξη-ποταμός του πατέρα Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου στην «Καθημερινή» (16/12/2018), στην οποία επικρίνει και τα παιδιά του, που θεωρούν αδύνατο να δόθηκε όλη αυτή η συνέντευξη, δημιούργησε νέες προστριβές. Ακόμα και εκδοτικοί όμιλοι -άγνωστο (;) γιατί- παίρνουν θέση στο νέο επεισόδιο της συνεχιζόμενης οικογενειακής σαπουνόπερας.

Μιλήσαμε με παλιούς και με νέους, με ανθρώπους που πέρασαν στην Ελευσίνα μια ολόκληρη ζωή. Οι περισσότεροι ζήτησαν ανωνυμία. Ζητήσαμε τα φώτα οικονομικού αναλυτή που γνωρίζει την «πιάτσα». Ανατρέξαμε, τέλος, σε παλιά και σημερινά δημοσιεύματα.

Ολα αυτά στην προσπάθεια να ξετυλίξουμε άλλη μια ιστορία του καπιταλισμού ελληνικής κοπής, των λίγων μεγάλων, παραδοσιακών, αλλά και των μικρών ουρανοκατέβατων οικογενειών, που επένδυσαν αρχικά στην Ελλάδα, δημιούργησαν θέσεις εργασίας, αγκαλιάστηκαν με το πολιτικό σύστημα, θησαύρισαν και τελικά ρήμαξαν και τις επιχειρήσεις τους και την οικονομία της χώρας.

Αφηγήσεις που ασφαλώς περιέχουν υποκειμενικές ή υπερβολικές κρίσεις, αλλά που δίνουν τελικά μια καθαρή εικόνα για τη Χαλυβουργική.

Παν. Αγγελόπουλος: «δαιμόνιος και αδυσώπητος»

Πρώτο ξεκίνημα το 1925 από τον Θεόδωρο και τους δύο από τους τρεις γιους του, με εμπόριο σιδήρου και στη συνέχεια το 1932 με εργοστάσιο κατασκευής καρφιών, ελασμάτων, συρματοπλεγμάτων κ.λπ. στην οδό Πειραιώς.

Το 1938 και μέχρι την Κατοχή εγκαταστάθηκαν εκεί ηλεκτρικοί κλίβανοι που μπορούσαν να παράγουν χάλυβα. Ο πόλεμος και η Κατοχή διακόπτουν τη λειτουργία και ανάπτυξη της μονάδας.

Ο Παναγιώτης είναι αυτός που στις αρχές της δεκαετίας του 1950 χτίζει ουσιαστικά τη Χαλυβουργική. Πήρε τη μικρή μονάδα και την έκανε αυτό που όλοι γνωρίζουμε ως Χαλυβουργική με έδρα την Ελευσίνα.

Σημειώνεται εδώ ότι η Χαλυβουργική ήταν από τις βιομηχανίες που επωφελήθηκαν ιδιαίτερα από τα δανεικά (κι αγύριστα) που πήραν μέσω πιστώσεων το 1950-51 κάποιες ελληνικές βιομηχανίες από το πακέτο Μάρσαλ, την «έμπρακτη» δηλαδή συμπαράσταση των ΗΠΑ στα κράτη που κινδύνευαν από τον κομμουνισμό.

Το 1961 λειτουργεί η πρώτη υψικάμινος, ενώ αρχίζει η κατασκευή της δεύτερης. Οσοι τον γνώριζαν τον περιγράφουν ως έναν αμόρφωτο, εξαιρετικά ανήσυχο και πανέξυπνο άνθρωπο, που διέθετε ως τυπικό προσόν απολυτήριο Δημοτικού. Ανήκε στη γνωστή στόφα των παλιών λεγόμενων «αυτοδημιούργητων και δαιμόνιων» επιχειρηματιών. Ικανότατος και παράλληλα αδυσώπητος και μοχθηρός. «Τον απεχθάνονταν ακόμα και τα παιδιά του» ήταν ένα από τα σκληρά περιγραφικά σχόλια για «το αφεντικό που όλα τα υπολόγιζε».

Ο Π. Αγγελόπουλος γυρνούσε επί χρόνια με ένα αεροπλάνο ολόκληρο τον κόσμο, επισκεπτόταν χαλυβουργεία και εγκαταστάσεις, αγόραζε μηχανήματα κι έκλεινε συμφωνίες. Ετσι χτίστηκε η γιγαντιαία αυτή μονάδα, που μπορεί να επιβάρυνε -όπως και τόσες άλλες- το περιβάλλον στο Θριάσιο, έδωσε όμως δουλειά σε χιλιάδες ανθρώπους και τεράστια κέρδη στους ιδιοκτήτες της.

image

«Δεν ησύχαζε και ακόμα και την ώρα της ανάπαυσης σχεδίαζε και προχωρούσε συνεχώς σε αγορές στο εξωτερικό», λένε άνθρωποι που τον γνώρισαν. «Εστησε άλλα τέσσερα ή πέντε εργοστάσια χάλυβα εκτός Ελλάδας, όπως π.χ. στην Ουαλία. Αγόραζε πλοία και ξενοδοχεία, αφήνοντας τελικά αμύθητη κληρονομιά στα παιδιά του Κωνσταντίνο και Θόδωρο. Ηταν ένας άνθρωπος που ταυτόχρονα βασιζόταν στους συνεργάτες του, αλλά συγχρόνως τους τρομοκρατούσε. Ακόμα και τα παιδιά του συχνά εισέπρατταν ένα απόλυτο και κακότροπο “όχι” όταν κάτι ζητούσαν από τον πατέρα τους».

Τη δεκαετία του ’60 η Χαλυβουργική ήταν ιδιαίτερα ανταγωνιστική, καθώς ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος είχε επενδύσει μεγάλο κομμάτι του πλούτου του στην τεχνολογική της υποδομή.

Μέχρι το 1969 ήταν περισσότερο ανταγωνιστική από αντίστοιχες ιταλικές χαλυβουργίες κι αυτό ήταν κάτι απίστευτο για τα ελληνικά δεδομένα. Σιγά σιγά όμως ο ίδιος άρχισε να δίνει μεγαλύτερη έμφαση σε επενδυτικές ροές στις άλλες επιχειρήσεις του.

Το εργοστάσιο της Ουαλίας, για παράδειγμα, είχε μετατραπεί στην πλέον σύγχρονη μονάδα παραγωγής χάλυβα. Ο Αγγελόπουλος αντιλαμβανόταν ήδη από τότε ότι το μετεμφυλιακό μοντέλο της ολιγαρχικής ελληνικής βιομηχανίας των λίγων οικογενειών δεν θα άντεχε για πολύ.

Οι πελατειακές σχέσεις με το κράτος και οι χαμηλές επενδύσεις των περισσότερων βιομηχάνων έσπρωχναν τα πράγματα σε αδιέξοδο.

Η πετρελαϊκή κρίση

Οταν έσκασε το 1972 επί χούντας η πετρελαϊκή κρίση, ο Αγγελόπουλος αντιλαμβανόταν ότι τα πράγματα ζόριζαν και μάλλον είχε δίκιο. Αυξήθηκε η τιμή του πετρελαίου, ενώ οι ελληνικές βιομηχανίες κατανάλωναν κατά μέσο όρο πολύ περισσότερη ενέργεια από τις ιταλικές ή τις βρετανικές μονάδες.

Επιπλέον, οι σκανδαλώδεις τότε επιδοτήσεις από τη ΔΕΗ στις βιομηχανικές μονάδες, που έπαιρναν δωρεάν το ρεύμα, δεν μπορούσαν να συνεχιστούν για πολύ και φυσικά βάραιναν αποκλειστικά τις πλάτες των νοικοκυριών και το Δημόσιο.

Ο Αγγελόπουλος το καταλάβαινε αυτό, ενώ παράλληλα οι συνεχείς συγκρούσεις με όλα τα μέλη της οικογένειάς του τον επηρέαζαν ψυχολογικά, με αποτέλεσμα όλο και λιγότερο να ασχολείται πλέον με τη Χαλυβουργική.

«Για να καταλάβετε τι είδους άνθρωπος ήταν, μια μέρα έγινε ένα δυστύχημα και μια γερανογέφυρα που λειτουργούσε πάνω από το υγρό μέταλλο έσπασε, ενώ ο χειριστής έπεσε μέσα στο υγρό μέταλλο και εξαϋλώθηκε. Ημασταν όλοι συντετριμμένοι, ενώ εκείνος μπήκε στο εργοστάσιο κι έβαλε τις φωνές για να συνεχίσουν τη δουλειά» είναι τα λόγια ενός από τους παλιούς.

Το 1974, σύμφωνα με δημοσιεύματα, προσέλαβε απότακτους βασανιστές από την ΕΣΑ και την αστυνομία, θεωρώντας ότι έτσι «μάντρωνε» καλύτερα τους εργαζόμενους.

Πρόστιμο και καρατόμηση υπουργού

Μετά το 1975 όλοι όσοι τον γνώριζαν ανησυχούσαν. Ενας άνθρωπος που «δεν καθόταν ήσυχος ποτέ και συνεχώς ήθελε να βελτιώνει και να εξοπλίζει τις μονάδες του, προλαβαίνοντας τον ανταγωνισμό, είχε αρχίσει πλέον να τα παρατάει».

Εκείνο που τον διέλυσε κυριολεκτικά ήταν η δολοφονία του αδελφού και συνεργάτη του, Δημήτρη, τον Απρίλιο του 1986, από τη «17 Νοέμβρη». Ολη του την ενέργεια την απορροφούσαν πλέον οι επιχειρήσεις του στο εξωτερικό. Η οικογένεια είχε μεγαλώσει μέσα σε διενέξεις, κακίες και αντιπαραθέσεις λόγω και του ιδιαίτερου χαρακτήρα του Παναγιώτη.

Το 1983, καταγγελίες και δημοσιεύματα κάνουν λόγο για το λεγόμενο «σκάνδαλο της Χαλυβουργικής». Ο υπουργός Εμπορίου Β. Κεδίκογλου, εξαγγέλλοντας μέτρα ελέγχου, επιβάλλει ένα πρόστιμο οκτώ δισ. δραχμών (που φυσικά παραγράφηκε) στην εταιρεία των Αγγελόπουλων για παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος αξίας 57 εκατ. δολαρίων (μεταξύ 1970-1980) και πενταετή απαγόρευση συμμετοχής της εταιρείας σε κρατικές προμήθειες.

Ξεσηκώθηκαν οι βιομήχανοι κάνοντας λόγο για ενδείξεις έρπουσας κρατικοποίησης ειδικά στην περίπτωση της Χαλυβουργικής, με τον τότε υπουργό Οικονομίας Γ. Αρσένη να τονίζει ότι «τα κέρδη από το 1974 και μετά δεν δικαιολογούν την επενδυτική απραξία και είναι ειρωνικό να ακούγεται ότι η βιομηχανία έχει προβλήματα».

Τελικά, στον επόμενο ανασχηματισμό του Ανδρέα Παπανδρέου έχασε το υπουργείο μετά πολλών «επαίνων» ο Β. Κεδίκογλου (στοιχεία από το βιβλίο του δημοσιογράφου Κ. Μαρδά «Πίσω από τον ήλιο», εκδόσεις Γνώση 1995).

Η μοιρασιά και η αρχή του τέλους

Το 1999 ο Π. Αγγελόπουλος με δημόσια ανακοίνωσή του χώρισε την τεράστια περιουσία του στα δύο. Ο Θόδωρος πήρε όλα τα «έξω» και ο Κωνσταντίνος όλα τα «μέσα». Στα «μέσα», εκτός από τη Χαλυβουργική, συγκαταλέγεται και μεγάλη ναυτιλιακή με έδρα τον Πειραιά και πολλά πλοία στην κατοχή της. Ο Θόδωρος, σύμφωνα με τους γνωρίζοντες, μάλλον πήρε τα περισσότερα (πλοία, βιομηχανικές μονάδες, ξενοδοχεία κ.λπ.).

Το μεγάλο ερώτημα που παραμένει είναι γιατί η Χαλυβουργική ουσιαστικά από τη δεκαετία του ’80 και μετά έπαψε να είναι ανταγωνιστική και έφτασε να φυτοζωεί, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κλείσουν οι υψικάμινοι και να επιστρέψουν στους ηλεκτρικούς φούρνους. «Η καινοτομία της Χαλυβουργικής ήταν οι υψικάμινοι που έπαιρναν πέτρα από το έδαφος και τη μετέτρεπαν σε μέταλλο, χρησιμοποιώντας καλής ποιότητας κάρβουνο που εξασφάλιζε από την Αυστραλία», μας λένε γνωρίζοντες.

Με τη μεγάλη παγκόσμια κρίση ύφεσης το 1981-1982 και ειδικά λόγω της μεγάλης προσφοράς του σκραπ (παλιοσίδερα), που ήταν πολύ φτηνότερο, αντί να παίρνει ορυκτό έλιωνε παλιοσίδερα στους ηλεκτρικούς κλιβάνους.

Η φθορά, όμως, ήταν συνεχής. Οι 4.000 εργαζόμενοι γίνονται 1.000, στη συνέχεια 800 και πάει λέγοντας. Οι επενδύσεις στη χαλυβουργία σταμάτησαν και το μόνο που έκανε τον Αγγελόπουλο να την κρατάει ζωντανή ήταν η ανάγκη του να παραμένει βιομήχανος στην Ελλάδα, να μπορεί να λύνει και να δένει στις τράπεζες. Μιμούμενος μάλιστα άλλους επιχειρηματίες που προς το τέλος προσπαθούν να διασφαλίσουν τον… παράδεισο, επέλεξε να ξοδέψει τεράστια ποσά προκειμένου να ξαναχτίσει το Πατριαρχείο, αφήνοντας τη Χαλυβουργική να ρημάζει.

«”Παναγιότατε, σήμερα είδα ένα όνειρο. Και ήρθα να σας πω ότι θα αναλάβω όλα τα έξοδα για την αναστήλωση του Πατριαρχείου και του ναού του Αγίου Γεωργίου”. Αυτά ήταν τα λόγια που, σύμφωνα με τους αυτήκοους μάρτυρες, χρησιμοποίησε ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος για να αναγγείλει τα ευχάριστα νέα στον αοίδιμο σήμερα Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο» («Βήμα», 24/11/2008).

Κληρονόμοι-εισοδηματίες

Μετά τη μοιρασιά και αφού είχε αναλάβει πλέον ο Κωνσταντίνος, έκανε μια τελευταία προσπάθεια να επενδύσει στη Χαλυβουργική τη δεκαετία του 2000 με ηλεκτρικούς κλιβάνους υψηλής ποιότητας και με αρκετά μεγάλες δυνατότητες παραγωγής.

Λίγο αργότερα χτυπάει η κρίση, χωρίς ωστόσο, σύμφωνα με συγκριτικά στοιχεία, να έχει την ίδια επίπτωση στη χαλυβουργία ή στον εφοπλισμό όπως, για παράδειγμα, είχε στην οικοδομή. Σε κάθε περίπτωση, το εργοστάσιο πρακτικά κλείνει μη έχοντας δουλέψει σχεδόν δεκατέσσερα χρόνια.

«Τα παιδιά του είναι πολυεκατομμυριούχοι και δεν έχουν να κάνουν τίποτα με τις επιχειρήσεις. Είναι η γενιά που πήρε τις επιχειρήσεις από τους μπαμπάδες χωρίς να ενδιαφέρονται να γίνουν βιομήχανοι, προτιμώντας να πωλούν, να νοικιάζουν και να μετατρέπονται σε εισοδηματίες. Οι ίδιοι καθόλου δεν θέλουν να είναι καπιταλιστές», παρατηρεί ένας από τους… παλιούς.

170 εργαζόμενοι κυριολεκτικά και μεταφορικά στο σκοτάδι: «Από το ’12 βλέπαμε το τέλος να έρχεται…»

«Δεν φαντάζεσαι πόσο στενάχωρο είναι να μπαίνεις σε ένα εργοστάσιο που λειτουργούσε και όλα να είναι σκοτεινά και βουβά. Στις έξι το πρωί που πιάνουμε βάρδια είναι ακόμα νύχτα. Φωτίζουμε με τον φακό του κινητού για να μη σκουντουφλήσουμε. Περιμένουμε να ξημερώσει για να έχουμε έστω λίγο φως. Κυκλοφορούμε σαν φαντάσματα σε αυτόν τον τεράστιο χώρο».

Ο Στέλιος Δαφέρας, 38 ετών, εργάζεται στη Χαλυβουργική από τα 26 του χρόνια ως εργατοτεχνίτης, σε συνεργείο που επισκευάζει και συντηρεί της μηχανές. «Την έζησα στις καλές εποχές και στις δύσκολες και τώρα που δεν ξέρουμε καν τι μας ξημερώνει».

Από τα μεσάνυχτα της Δευτέρας οι 170 εργαζόμενοι της Χαλυβουργικής βρίσκονται κυριολεκτικά και μεταφορικά στο σκοτάδι. Αν και δεν μπορούν να δουλέψουν χωρίς ρεύμα -εξάλλου τους έχουν δοθεί σαφείς οδηγίες να απέχουν από κάθε εργασία και για λόγους ασφάλειας- δίνουν καθημερινά το «παρών» από τα χαράματα ώς τις 2.00 το μεσημέρι.

Μοναδικός φωτισμός στα 1.000 στρέμματα της αχανούς εργοστασιακής μονάδας στην Ελευσίνα, η γεννήτρια στην ιστορική πύλη στο 20ό χιλιόμετρο της Παλιάς Εθνικής Οδού Αθηνών-Κορίνθου.

Εκεί καταφτάνουν από την Τρίτη το πρωί τα κανάλια για να αποτυπώσουν το ρέκβιεμ της εταιρείας που «βγήκε από την πρίζα».

«Ηταν προσχεδιασμένο»

«Αλήθεια είπε στη συνέντευξή του ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος ότι κράταγε το εργοστάσιο ανοιχτό μόνο για μας; Τόσο μεγαλόψυχος είναι; Αν λέει ότι το βάσταγε για μας, όταν εμείς λέγαμε να επενδύσει αλλού στο είδος μας, γιατί τότε δεν έκανε τίποτα; Θα μπορούσε να κάνει πολλά, π.χ. να βγάλει μορφοσίδερο. Υπήρχε και υπάρχει αγορά στην Ελλάδα», μας λέει εργαζόμενος, που θεωρεί ότι «αυτό που έγινε τώρα ήταν προσχεδιασμένο να φτάσει ώς εδώ, πολλά χρόνια πριν».

Χωρίς να ξέρουν ποιον να πρωτοπιστέψουν από τον χαρτοπόλεμο ανακοινώσεων της οικογένειας Αγγελόπουλου -τον πατέρα που επιμένει ότι «ήταν, είναι και θα είναι ο μοναδικός χρηματοδότης της επιχείρησης» ή τους γιους που απαντούν ότι «χάρη σε δικά μας κεφάλαια η επιχείρηση έμεινε ζωντανή»- οι εργαζόμενοι θυμίζουν τον στίχο του Βάρναλη: Μoιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουν, όχι κάποιο θάμα, αλλά τη δικαστική απόφαση που θα κρίνει αν η διοίκηση της εταιρείας θα παραμείνει ή όχι στα χέρια του πατέρα ή θα μεταβιβαστεί σε δικαστικό συμπαραστάτη -οικονομικό διαχειριστή-, τον τωρινό διευθύνοντα σύμβουλο Γ. Σκινδύλια.

«Οι γιοι υπόσχονται, με το που θα τελειώσει το δικαστήριο, θα επενδύσουν και θα ξανακάνουν πράγματα να λειτουργήσει το εργοστάσιο. Εχουν πολλά στο μυαλό τους. Λένε για μετατροπή σε κέντρο logistics. Να είμαστε ευέλικτοι εργάτες. Εμείς δουλειά θέλουμε. Αν θα παράγουμε σίδηρο ή αν θα κάνουμε αποθήκευση, σημασία έχει να κρατήσουμε το μεροκάματο. Εξω είναι πολύ δύσκολα, γι’ αυτό βάλαμε πλάτη τόσα χρόνια».

Για τον Στέλιο, όπως και για την πλειονότητα των συναδέλφων που έχουν παραμείνει, προέχει η επιβίωση. Εστω και αν είναι από μέρα σε μέρα. Είναι αισιόδοξος για το μέλλον; «Αν με ρωτάγατε πριν μια εβδομάδα, θα έλεγα ναι. Τώρα είμαι λίγο απαισιόδοξος».

Ο Στράτος Καπετάνιος δουλεύει στην επιχείρηση 34 χρόνια, από 20 χρόνων. Εναι εκλεγμένος στη διοίκηση του σωματείου με την πλειοψηφία, που υποστηρίζεται από την ΠΑΣΚΕ, αν και ο ίδιος ανήκει στον ΣΥΡΙΖΑ. Περιμένει όπως όλοι το δικαστήριο, αν και από το ύφος του συμπεραίνουμε ότι ο πήχης των προσδοκιών δεν είναι πολύ ψηλά:

«Βλέπαμε το τέλος να έρχεται από το 2012. Επικαλούνταν διάφορα. Κάποια είχαν βάση. Το ακριβό ρεύμα, η μη ανταγωνιστικότητα στον χάλυβα απέναντι σε Τουρκία και Ιταλία. Ομως αυτό αφορά όλο τον κλάδο, όχι μόνο τη Χαλυβουργική. Πλέον έχουν σταματήσει να επικαλούνται ως αιτία το ρεύμα. Η κυβέρνηση τους έδωσε φτηνό ρεύμα, αλλά και πάλι δεν επαναλειτούργησαν. Δύο χρόνια η αμερικανική εταιρεία Αλβαρέζ Μάρσαλ είχε επιθεωρήσει και τις τρεις χαλυβουργίες στην Ελλάδα (Χαλυβουργική – Χαλυβουργία – Σιδενόρ), για λογαριασμό των τραπεζών, καθώς υπήρχαν συσσωρευμένα χρέη 1,2 δισ. ευρώ, είχε πει ότι τουλάχιστον μία πρέπει να κλείσει. Φαίνεται πως θα είμαστε εμείς».

Για τον συνομιλητή μας η δυσοίωνη προφητεία δεν επιβεβαιώθηκε μόνο χάρη στην οικονομική κρίση και την καθίζηση της οικοδομής, αλλά και εξαιτίας της άγριας ενδοοικογενειακής έριδας. «Η σύγκρουση ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας κρατάει τουλάχιστον από το 2012, αλλά σε εμάς έφτανε μόνο με φημολογίες. Από το 2016 έγινε φανερή. Τα παιδιά λένε ότι μια δράκα επιτήδειων από το περιβάλλον του πατέρα έχει βαλθεί να ξεκοκαλίσει την περιουσία, ότι τον ωθούν σε κινήσεις κατά των γιων, ότι ευθύνεται η δεύτερη σύζυγος. Εχουν προτείνει τον διευθύνοντα σύμβουλο για οικονομικό διαχειριστή της εταιρείας, μας λένε ότι αν πάρουν τη διαχείριση θα επενδύσουν άμεσα 40-50 εκατομμύρια ευρώ για επανεκκίνηση… Περιμένουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο».

Το σωματείο παίρνει θέση

Ξεκάθαρη στάση κατά του βασικού μετόχου της επιχείρησης Κ. Αγγελόπουλου, εμμέσως υπέρ των γιων, παίρνει η διοίκηση του σωματείου, με νέα ανακοίνωση, τρία 24ωρα μετά την οριστική διακοπή του ρεύματος:

«Η εγκατάλειψη που βιώναμε το τελευταίο χρονικό διάστημα από τον ιδιοκτήτη της Χαλυβουργικής Κ. Αγγελόπουλο οδήγησε την επιχείρηση στο σημερινό θλιβερό αδιέξοδο», υποστηρίζουν.

Χαρακτηρίζουν το κλείσιμο της Χαλυβουργικής «παράλογο και εγκληματικό» και επιμένουν ότι μπορεί και πρέπει να επαναλειτουργήσει, καθώς «έχει δυνατότητες και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και μόνο έτσι δεν θα πάνε χαμένες οι θυσίες πολλών ετών και θα εξασφαλιστούν οι θέσεις εργασίας των εργαζομένων οι οποίοι αγωνιούν».

Πώς μηδενίζεται η ζημιά

Ισως ο λόγος που συνέχισε να κρατάει ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος ανοιχτή τη Χαλυβουργική, πέρα από το ψυχολογικό βάρος του να φορτωθεί τη διάλυση της εταιρείας του πατέρα του, είναι και οικονομικός – για να κρατάς ανοιχτή μια πτωχευμένη και ζημιογόνα βιομηχανία με 200 εργαζόμενους που, όπως είναι λογικό, αποτελούν τον «στρατό» σου.

Οταν ένας εργαζόμενος βλέπει ότι ο εργοδότης του, ενώ δεν υπάρχει παραγωγή κι ούτε δουλεύει, τον πληρώνει, αυτό το εκλαμβάνει ως χάρη. Χωρίς να φταίνε οι εργαζόμενοι, η σχέση με το αφεντικό παύει να είναι η γνωστή ταξική σχέση και μετατρέπεται σε σχέση «πατερούλη» και ευνοούμενου.

Ο βασικός όμως λόγος που είναι πιθανό να διατηρεί κάποιος μια πτωχευμένη και ζημιογόνα επιχείρηση είναι μια συγκεκριμένη και πάγια πρακτική που συχνά εμφανίζεται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες.

Με δύο λόγια: Εχει κάποιος, για παράδειγμα, στην Αγγλία μια κερδοφόρα εταιρεία για την οποία θα πρέπει να πληρώνει φόρο 33%. Παράλληλα έχει και στην Ελλάδα τη ζημιογόνα επιχείρηση. Κόβει λοιπόν ένα εικονικό τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών η ελληνική εταιρεία και πληρώνεται από τη βρετανική, π.χ. με 10 εκατ. ευρώ. Φεύγουν από τα κέρδη και τους ισολογισμούς της αγγλικής εταιρείας 10 εκατ. κι έρχονται στην ελληνική που έχει ζημιά 10 εκατ. ευρώ.

Η ζημιά μηδενίζεται κι έτσι καμία από τις δύο εταιρείες δεν πληρώνει φόρους! Ετσι, συμφέρει μια μη ενεργή μονάδα με εργαζόμενους που κάθονται. Φυσικά δεν γνωρίζουμε αν αυτό συμβαίνει με τη Χαλυβουργική, αλλά θα ήταν έκπληξη να μη συμβαίνει…

Η μετάλλαξη του συνδικαλισμού σε εργοδοτικό

Ανάμεσα στους εργαζόμενους δεν λείπουν οι φωνές που κάνουν αυτοκριτική, θεωρώντας ότι έχουν γίνει πολλά λάθη, ιδίως από τη στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών.

Ο 42χρονος Γιώργος Τσίντζηρας ανήκει στη μειοψηφία της διοίκησης του επιχειρησιακού σωματείου και είναι εκλεγμένος με τη Δημοκρατική Αγωνιστική Συσπείρωση που πρόσκειται στο ΠΑΜΕ.

Δουλεύει στο εργοστάσιο από το 2003 και θεωρεί ότι ευθύνες για τη σημερινή κατάληξη φέρουν η πλειοψηφία της διοίκησης του σωματείου και η ηγεσία της ΠΟΕΜ (Πανελλαδική Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου). «Ολα αυτά τα χρόνια, αντί να κάνουν κινήσεις να ενώσουμε τις φωνές μας με άλλους εργαζομένους, του κλάδου μας και άλλων κλάδων, αυτοί τρέχανε στον δρόμο να φωνάξουν τα αιτήματα των εργοδοτών».

Συμμερίζεται την άποψη του Συνδικάτου Μετάλλου Αθήνας, που κατηγορεί την πλειοψηφία για «εργοδοτικό συνδικαλισμό», που οδήγησε στη διάψευση και στην ήττα. «Πριν στέλνανε τους εργαζόμενους να ζητάνε φτηνό ρεύμα για τους εργοδότες από τον εκάστοτε υπουργό Ενέργειας. Μετά στέλνανε κόσμο να ζητάει να κοπούνε χρέη από τον Δήμο Ελευσίνας – 5,5 εκατομμύρια ήταν μόνο τα χρέη στον δήμο. Οταν πριν από επτά χρόνια γινόταν ο μεγάλος αγώνας της Χαλυβουργίας κι εμείς λέγαμε “Ολη η Ελλάδα μια Χαλυβουργία”, οι διοικήσεις των σωματείων -συμπλέοντας με τη ΓΣΕΕ και το Εργατικό Κέντρο Ελευσίνας- είχαν αντίθετη θέση. Μίλαγαν για “τυφλή απεργία”. Δεν θα ξεχάσω τα λόγια της σημερινής πλειοψηφίας του σωματείου τη μέρα που έκαναν τα ΜΑΤ επίθεση στη Χαλυβουργία: “Δεν ξέρω ποιος έχει δίκιο, οι απεργοί ή οι απεργοσπάστες”. Αυτό μου έχει μείνει».

Δεν συμμερίζεται ερμηνείες που παρουσιάζουν την τύχη της Χαλυβουργικής σαν ένα σίριαλ τύπου «Δυναστεία» ή «Λάμψη», με χρήμα, ίντριγκα, συγγενικά μαχαιρώματα, με καλούς και κακούς:

«Η ενδοοικογενειακή διαμάχη είναι γεγονός. Αν όμως διαβάσετε τη συνέντευξη του Κωνσταντίνου στην «Καθημερινή», θα δείτε ότι ενώ τσακώνονται οι δύο οικογένειες για τη Χαλυβουργική, οι άλλες επιχειρήσεις, τα καράβια και οι καταθέσεις στην Ελβετία πάνε καλά. Η διαμάχη ξεσπάει πιο έντονα στη Χαλυβουργική επειδή δεν δουλεύει. Εμείς πιστεύουμε ότι όλες οι Χαλυβουργίες στην Ελλάδα μπορούν να έχουν δουλειά, αν γίνουν έργα που έχει ανάγκη ο λαός, αντιπλημμυρικά, αντισεισμικά…».

Πρώην εργαζόμενος στη Χαλυβουργική

«Η αναδουλειά τρώει τον εργάτη, σου αλλάζει τη συνείδηση»

«Ξέρεις τι πάει να πει να έρχεσαι κάθε μέρα για δουλειά, πέντε χρόνια και μπορεί και παραπάνω, και να μην κάνεις τίποτα; Νιώθεις άχρηστος. Αποειδικεύεσαι. Σου αλλάζει τη συνείδηση. Φτάνεις να λες “δόξα τω Θεώ που ο κύριος Αγγελόπουλος μας πληρώνει και έχουμε δουλειά”. Είναι αργή φθορά η αναδουλειά, σε κάνει τελικά υποχείριο του εργοδότη αν δεν αντισταθείς με συλλογικό τρόπο».

Ο Αντώνης δούλεψε στη Χαλυβουργική περίπου μια δεκαετία, πριν αναγκαστεί να φύγει το 2015 με τα «κίνητρα εθελουσίας» που μείωσαν το εργατικό δυναμικό σχεδόν κατά 50% (170 από 420).

«Ηταν ευκαιρία για την εργοδοσία να διώξει όσους θεωρούσε ενοχλητικούς. Υπήρχε λίστα υποψηφίων για απόλυση. Μας φωνάζανε ατομικά στο τμήμα ανθρώπινου δυναμικού και λέγανε “πάρτε τα κίνητρα και φύγετε, αλλιώς θα σας απολύσουμε χωρίς τα κίνητρα”. Ηταν δυόμισι φορές η αποζημίωση, τα παίρνανε όλοι. Τότε ως ανεξάρτητη παράταξη λέγαμε να βγει το σωματείο μπροστά, να απαιτήσει να μην απολυθεί κανένας. Ομως η στάση του σωματείου ήταν ότι είναι προσωπική ευθύνη του καθενός. Στα κρυφά, έλεγαν σε έναν έναν “Ελα στις εκλογές μαζί μου και θα σε βγάλω από τη λίστα”».

Για τον Αντώνη, η παρατεταμένη απραξία σε συνδυασμό με τις πελατειακές σχέσεις μιας κακής εκδοχής συνδικαλισμού έδωσαν τη χαριστική βολή στους εργαζόμενους της Χαλυβουργικής:

«Πιστεύουν-δεν πιστεύουν στα αδέλφια Αγγελόπουλου, ότι θα κάνουν επενδύσεις να σώσουν την επιχείρηση, είναι το μόνο που τους έχει απομείνει. Ή νομίζουν ότι ακόμα και αν κρατήσουν κάποιους ως κέντρο logistics, αυτοί θα διασωθούν αν πάρουν το μέρος του εργοδότη. Είναι η νοοτροπία “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”».

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών