«Για το «Ζ» έχω πει τόσα πολλά, που δεν έχω τίποτα καινούργιο να προσθέσω. Άλλωστε και στο διαδίκτυο θα πρέπει να υπάρχουν μερικά από αυτά που έχω πει κατά καιρούς. Αλλά θα σου διηγηθώ ένα περιστατικό, που πρώτη φορά το λέω, για να διασκεδάσουν και οι σέρφερ του διαδικτύου. Έτσι δεν λέγονται; Λοιπόν, άκου το…» έλεγε στο tvxs και την Κρυσταλία Πατούλη πριν από 12 χρόνια ο Βασίλης Βασιλικός που έφυγε από τη ζωή την Πέμπτη, σε ηλικία 89 ετών.

Ads

Αφηγήθηκε ένα πραγματικό γεγονός με αφορμή την κυκλοφορία της συλλεκτικής έκδοσης του «Ζ», λόγω και της επετείου των 45 χρόνων από την πρώτη του έκδοση.

“…Στη μεταπολίτευση όταν γύρισα στην Ελλάδα, με πλησιάζει ένα ζευγάρι και μου λέει «-Κύριε Βασιλικέ, τρομοκρατηθήκαμε εξαιτίας σας στη Χούντα». Λέω «εξαιτίας ΜΟΥ;», «-Ναι» μου λένε. Και μου διηγούνται το εξής απίθανο περιστατικό:

Ήταν ένα συμπαθητικό ζευγάρι που κατά τη διάρκεια της χούντας αν και ήταν εναντίον της, δεν ήταν οργανωμένοι αντιστασιακοί, δηλαδή δεν είχαν ανάμειξη σε κάποια συγκεκριμένη οργάνωση. Ζούσαν στο Παγκράτι και ένα βράδυ, χτυπάει η πόρτα, ρωτάνε ποιος είναι και απαντούν απ’ έξω «είμαστε από την Ασφάλεια».

Ads

Μόλις ακούν τη λέξη «ασφάλεια», τρομάζουν οι δυο τους …εν τω μεταξύ μαγείρευαν και μία κακαβιά, γιατί ο άντρας ήταν ερασιτέχνης ψαράς, αρχίζουν να κοιτάζονται έντρομοι, να αναρωτιούνται για ποιο λόγο χτυπάει την πόρτα η ασφάλεια, και καθώς το μάτι τους έκανε ένα πανοραμίκ του δωματίου, κολλάει στο βιβλίο «Ζ» που ήταν πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης, και λόγω του ενός γράμματος έκανε μπαμ. Ξεχώριζε. Οπότε, τους μπήκε η ιδέα ότι αυτό πρέπει να το εξαφανίσουνε. Πάνω στον πανικό τους, δεν ξέρανε που να το κρύψουν.

Όπως μου λέγανε, σκεφτήκανε το στρώμα, σκεφτήκανε τα σκουπίδια, σκεφτήκανε το ένα το άλλο, αλλά εν τω μεταξύ η πόρτα συνέχιζε να χτυπάει όλο και πιο δυνατά και οι ασφαλίτες φώναζαν «Ανοίχτε αλλιώς θα σπάσουμε την πόρτα!». Έτσι μέσα στον πανικό τους, καθώς έβραζε στην κατσαρόλα η κακαβιά το έριξαν μέσα.

Ανοίγουν στη συνέχεια την πόρτα, μπαίνουν δύο άτομα της ασφάλειας, τους λένε «Κάνουμε μια έρευνα» και αφού ερευνούν όλο το σπίτι, το κάνουν φύλλο και φτερό, σε τρία τέταρτα που τελειώνουν και δεν βρίσκουν τίποτε τα ενοχοποιητικό, κινούν να φύγουν, και επειδή μάλλον ευώδιαζε σε όλο το σπίτι η κακαβιά, κάτι θα τους είπαν, και η γυναίκα, τότε, χωρίς να το καταλάβει, τους λέει «κοπιάστε να δοκιμάσετε».

“Έτσι…” η γυναίκα μου λέει « …σε φάγαμε!».

Φαίνεται ότι εκείνη τη μέρα, κάποιος για να μην μαρτυρήσει δικούς του συντρόφους, έδωσε δύο άσχετα ονόματα, που ήξεραν ότι αν πάνε εκεί δεν θα βρουν τίποτα. Μάλλον έτσι ερμήνευσαν και εκείνοι την ιστορία. Και καλά έκανε, όποιος το έκανε, για να γλυτώσει τα βασανιστήρια.

Λοιπόν, καθώς έτρωγαν την κακαβιά, ένας από αυτούς ρώτησε: «Από μελανούρια την κάνατε;» .