Οι περιπτώσεις στις οποίες η μέθοδος της εξ’ αποστάσεως εργασίας (τηλεργασία), αντικατέστησε την “παραδοσιακή” μορφή εργασίας, αυξήθηκαν σημαντικά τους τελευταίους μήνες, λόγω του COVID-19. Παράλληλα όμως, αυξήθηκαν δικαιολογημένα και οι “φωνές” σχετικά με τους κίνδυνους και τις προκλήσεις που εγκυμονεί η τηλεργασία.
 
Πιο συγκεκριμένα, οι κίνδυνοι σχετικά με τη σύγχυση ιδιωτικής και εργασιακής ζωής λόγω της τηλεργασίας, οι δυσκολίες στην επιθεώρηση της τηλεργασίας από το αρμόδιο Σώμα, οι ενδεχόμενες αυξημένες απαιτήσεις του εκάστοτε εργοδότη (λόγω της δυνατότητας συνεχούς πρόσβασης στο διαδίκτυο από την πλευρά του εργαζόμενου), η δυνατότητα ψηφιακής επιτήρησης από τον εργοδότη, όσο και η “παράκαμψη της προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας” εις βάρος του εργαζόμενου, όπως επισήμαινε πριν δύο μήνες ο Γιώργος Γκίκας στο TV χωρίς σύνορα, αποτελούν μόνο ορισμένα από τα μελανά σημεία του ζητήματος της τηλεργασίας. Σε συνέχεια των προαναφερθέντων προκλήσεων της εργασίας εξ’ αποστάσεως, αξίζουν να αναφερθούν και τα ευρήματα της έρευνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις σημαντικότατες επιπτώσεις της τηλεργασίας στο εκάστοτε οικογενειακό περιβάλλον.
 
Μιλώντας για τους κινδύνους της τηλεργασίας
                          
“Το φαινόμενο της τηλεργασίας προφανώς και δεν είναι νέο αφού η ανάπτυξή του στον διεθνή χώρο καταγράφεται εδώ και πολλές δεκαετίες”, μας αναφέρει ο Γιάννης Κουζής, καθηγητής εργασιακών σχέσεων και κοσμήτορας της σχολής Πολιτικών Επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, και συνεχίζει, “θα πρέπει η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της νέας τεχνολογίας να μην χρησιμοποιείται ως εργαλείο υποβάθμισης και καταδυνάστευσης της εργασίας”. Βέβαια, όπως επισημαίνει ο καθηγητής, “η περίοδος της πανδημίας, που συνέτεινε στην αύξηση κατά 53% της τηλεργασίας στον ευρωπαϊκό χώρο, συνδέθηκε με σημαντική ανάπτυξη και στη χώρα μας υπό ένα έκτακτο θεσμικό πλαίσιο που αναιρεί τις βασικές αρχές του γενικότερου ισχύοντος πλαισίου, όπως η μονομερής επιβολή της από τον εργοδότη παράλληλα με παρεπόμενες υποχρεώσεις του όπως η χορήγηση εξοπλισμού κλπ”.

Ads

Η τηλεργασία λοιπόν, όπως τουλάχιστον έχει διαμορφωθεί έως σήμερα,  “παρουσιάζεται ως μορφή εργασίας που διευκολύνει εργοδότες διότι ακόμη και με καθεστώς μισθωτής εργασίας συμβάλλει στην μείωση του κόστους εγκατάστασης της επιχείρησης, στη μείωση της δυνατότητας απουσίας των εργαζόμενων και στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας εφόσον ο εργαζόμενος απασχολείται στον οικείο του χώρο, ενώ επίσης προβάλλεται και ως εργαλείο συμφιλίωσης της εργασιακής και οικογενειακής ζωής”, όμως, σχετικές μελέτες τις οποίες επικαλείται ο κ. Κουζής, “μας δείχνουν ότι ενισχύει έντονα το φαινόμενο σύγχυσης μεταξύ εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου και την εντατικοποίηση της εργασίας ενώ παράλληλα συμβάλλει στην κοινωνική αποξένωση και στην απομόνωση, αποθαρρύνοντας παράλληλα την ένταξη στα συνδικάτα”. Ως αποτέλεσμα λοιπόν, η εύρεση λύσεων απέναντι στους κινδύνους και τις προκλήσεις της τηλεργασίας κρίνεται αναγκαία, ειδικά από την στιγμή όπου “εγκυμονεί ο κίνδυνος της επέκτασης της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας όταν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί αντιμετωπίζουν προβλήματα ως προς τον έλεγχο του ιδιωτικού χώρου απασχόλησης των τηλεργαζόμενων” σύμφωνα με τον κ. Κουζή. Επιπροσθέτως, όπως υποστηρίζει και πάλι ο καθηγητής, ιδιαίτερα έντονες είναι οι ανησυχίες τόσο σχετικά με  “την ενίσχυση της ψευδοαυτοαπασχόλησης τηλεργαζόμενων” όσο και για τις διακρίσεις που ενδέχεται να βιώσουν οι εργαζόμενοι “με βάση το κόστος και την ποιότητα του διαθέσιμου δικού τους εξοπλισμού που παρά τον νόμο θα θέτουν στην υπηρεσία του εργοδότη”. Η αδήλωτη εργασία λοιπόν και η ενδεχόμενη παράνομη απαίτηση/επιθυμία του εκάστοτε εργοδότη για χρήση του προσωπικού εξοπλισμού του εργαζομένου κατά τη διάρκεια της εργασίας του, αποτελούν δύο ακόμη μελανά σημεία, τα οποία σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα, δημιουργούν την ανάγκη για σημαντικές αλλαγές και στον εργασιακό τομέα.
 
Ισχυρά συνδικάτα και νέο εργατικό δίκαιο, απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία
                   
Λεπτομερέστερα, οι αλλαγές αυτές, σύμφωνα και πάλι με τον κ. Κουζή, “απαιτούν τη δημιουργία ενός πλαισίου προστασίας του εργαζόμενου απέναντι σε φαινόμενα καταστρατήγησης των εργασιακών δικαιωμάτων τόσο από πλευράς νομοθεσίας όσο και από πλευράς αποτελεσματικότητας των ελεγκτικών μηχανισμών σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του πληροφοριακού συστήματος για την αγορά εργασίας και τις σχετικές υποχρεωτικές δηλώσεις του εργοδότη για το περιεχόμενο της μισθωτής τηλεργασίας.

Προφανώς, μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει μια διαφορετική πολιτική οπτική για την έννοια και το περιεχόμενο της εργασίας από την ασκούμενη πολιτική των τελευταίων δεκαετιών που απορρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις στο όνομα των “μεταρρυθμίσεων”. Επομένως, η συζήτηση για ένα πραγματικά νέο εργατικό δίκαιο προϋποθέτει την αντιστροφή των ασκούμενων πολιτικών υπέρ μιας ανάπτυξης που δεν θα στηρίζεται στην οικονομική μεγέθυνση, που θεοποιεί την επιλεκτική ευημερία των αριθμών σε βάρος της κοινωνικής ευημερίας , αλλά θα τοποθετεί την εργασία ως κύρια παραγωγική δύναμη για τη δημιουργία του πλούτου αντί να αντιμετωπίζεται ως επαχθές κόστος. Και σε αυτό το πλαίσιο καθοριστικός είναι ο ρόλος ενός αναγεννημένου συνδικαλιστικού κινήματος που θα διακατέχεται από γνήσια συνδικαλιστική κουλτούρα” αλλά και η “γενικότερη παρουσία του συνδικάτου σε χώρους που εφαρμόζεται η τηλεργασία με βάση και την διεθνή εμπειρία”, η οποία σύμφωνα με τον καθηγητή “επιβάλλει όρους στις συλλογικές συμβάσεις καλύπτοντας τους τηλεργαζόμενους του κλάδου ή της επιχείρησης και προβλέποντας την παροχή μέρους του συνολικού μηνιαίου τους ωραρίου στις εγκαταστάσεις του εργοδότη με σκοπό την κοινωνικοποίηση της εργασίας τους”.
 
Ο συνδυασμός λοιπόν ενός ισχυροποιημένου συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και ενός νέου, ανανεωμένου εργατικού δικαίου, το οποίο θα λειτουργεί ως ο πυλώνας της νομικής προστασίας του εργαζομένου, αποτελεί σύμφωνα με τον κ. Κουζή , ένα σημαντικότατο αντίβαρο απέναντι στις αυθαιρεσίες που παρατηρούνται από αρκετούς τηλε-εργοδότες ειδικά τους τελευταίους μήνες. Άλλωστε, ο εργατολόγος , επισημαίνει πως “παρά τις δυσκολίες τους απέναντι στη συλλογική δράση, καταγράφονται διεθνώς, ήδη από τη δεκαετία του 90, απεργιακές κινητοποιήσεις τηλεργαζόμενων μέσω της διαδικτυακής επικοινωνίας στη βάση της κοινότητας των προβλημάτων στην εργασία τους”. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, οι κίνδυνοι της τηλεργασίας υφίστανται και είναι ιδιαίτερα σοβαροί. Παρ’ όλα αυτά, είναι ιδιαίτερα πιθανό να μην προέρχονται από τα χαρακτηριστικά της ίδιας της τηλεργασίας, ως δηλαδή ψηφιακή μορφή εργασίας, αλλά από το “υπέρτατο αγαθό της ηθικής” του καπιταλιστικού συστήματος εντός του οποίου πραγματοποιείται η τηλεργασία, το οποίο ο Μαξ Βέμπερ στο βιβλίο του, “η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού” (σελ. 45) όριζε ως την ανάγκη “να κερδίζει κανείς κανείς όλο και περισσότερα χρήματα”.