Σοβαρές αντιδράσεις καταγράφονται στην επιστημονική κοινότητα για τη στρατηγική που έχει επιλεγεί από τους αρμόδιους φορείς της χώρας για την αντιμετώπιση του κοροναϊού όσον αφορά τον πολύ μικρό αριθμό των διαγωνιστικών τεστ που δεν αποτυπώνουν την πραγματική εικόνα της εξάπλωσης του ιού.

Ads

Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που κάνουν πολύ μικρό και διαρκώς συρρικνούμενο αριθμό διαγωνιστικών τεστ για τον κορωναϊό. Είναι ενδεικτικό ότι έχουν γίνει λιγότερα από 5.000 τεστ, που έχουν εντοπίσει 387 επιβεβαιωμένα κρούσματα. Εξάλλου, τις τελευταίες μέρες έχει γίνει σαφές ότι υπάρχει μεγάλη έλλειψη σε αντιδραστήρια και τα τεστ γίνονται «με το σταγονόμετρο» στο σύστημα του ΕΟΔΥ, ενώ  μελετάται η συνεργασία με ιδιωτικά διαγωνιστικά κέντρα.  Ταυτόχρονα, παρατηρούνται αρκετά «επώνυμα» κρούσματα, που γίνονται γνωστά λόγω της δυνατότητάς κάποιων να προσφεύγουν σε ιδιωτικές δομές που κάνουν το τεστ με πολύ υψηλό κόστος, που φτάνει και τα 300 ευρώ.

Πλασματική η εικόνα στη χώρα – Αντίθετη στρατηγική με τις συστάσεις του ΠΟΥ

Ως αποτέλεσμα, η εικόνα που εξάγεται από τον αριθμό των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων είναι πλασματική και δεν υπάρχει ανάσχεση  όπως έχει επισημάνει και ο Καθηγητής Λοιμοξιολογίας Α. Χατζάκης. Αρκετοί είναι αυτοί που προειδοποιούν ότι η τακτική αυτή θα έχει δραματικά αποτελέσματα στην εξάπλωση του ιού, όπως συνέβη στην  Ιταλία και προτείνουν την ανάγκη της μεγαλύτερης δυνατής καταγραφής και ελέγχων.

Ads

Αυτή είναι εξάλλου και η σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που καλεί τις κυβερνήσεις να ενισχύσουν τους ελέγχους. Tεστ για κάθε πιθανό κρούσμα, ως τον ενδεδειγμένο τρόπο επιβράδυνσης της εξέλιξης της πανδημίας, όπως αναφέρει ο επικεφαλής του ΠΟΥ, Αντανόμ Γκεμπρεγεσού. Ωστόσο οι ελληνικές αρχές αγνούν αυτή την οδηγία. Απαντώντας στην κριτική για τις επιλογές, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας, λοιμοξιωλόγος Σ. Τσιόδρας, σημείωσε στην καθιερωμένη ενημέρωση ότι η επιλογή γίνεται με επιδημιολογικά κριτήρια και με στρατηγική να περιοριστούν κατ΄οίκον οι ελαφρές περιπτώσεις ώστε να εκμηδενιστεί η πιθανή επαφή τους με άλλους ασθενείς και γιατρούς, που θα μπορούσε να προκαλέσει εξάπλωση.

Επιστολές Καθηγητών στον Πρωθυπουργό κάνουν δραματική έκκληση για αλλαγή στάσης

Όπως  επισημαίνει από την πλευρά του ο Καθηγητής Βιοχημείας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Δημήτρης Κουρέτας, σε επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό, το μοντέλο της Ιταλίας που εφαρμόζεται για τη χαρτογράφηση των κρουσμάτων στην Ελλάδα ενώ βρίσκεται στην αρχή της εξάπλωσης είναι λανθασμένο και επισημαίνει την ανάγκη εντοπισμού και  καταγραφής των κρουσμάτων σε όλο τον πληθυσμό και απομόνωσή τους από τον υγιή πληθυσμό.  Σύμφωνα με το Β. Κουρέτα διενεργούνται ελάχιστα τεστ, κυρίως σε μεγάλους στην ηλικία και χάνεται η δυνατότητα καταγραφής στις νέες ηλικίες, προτείνοντας να ακολουθήσει η χώρα το μοντέλο της Κορέας και Γερμανίας με ελέγχους σε όλο τον πληθυσμό.

Σχετική επιστολή απέστειλε στον Πρωθυπουργό και τους αρχηγούς των κομμάτων και ο Καθηγητής Κ. Φαρσαλινός, που επισημαίνει ομοίως ότι η ελλιπής εξέταση για κοροναϊό στην Ιταλία ήταν η αιτία που διέφυγε η διάγνωση στις μικρότερες ηλικίες που τελικά είχαν προσβληθεί αλλά ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν. «Αυτό έχει βαρύτατες επιπτώσεις όχι μόνο στο πραγματικό αριθμό των περιστατικών αλλά και στη ταχύτητα και το εύρος διασποράς της νόσου», σημειώνει.

Ο Κ. Φαρσαλινός διαφοροποιείται όμως ως προς τη γενικευμένη καταγραφή (screening) και  στην επιστολή του κάνει δραματική έκκληση για μαζικό έλεγχο στους συμπτωματικούς και τις επαφές τους και όχι στο γενικό πληθυσμό και υποστηρίζει ότι υπάρχει σήμερα αναξιοποίηη υλικοτεχνική υποδομή στα Πανεπιστήμια που μπορεί να χρησιμοποιηθεί.

Οι διαφωνίες μέχρι στιγμής περιορίζονται στην επιστημονική κοινότητα και η αντιπολίτευση, λόγω της κρισιμότητας των ημερών, δεν μπαίνει στη διαδικασία να αντιπαρατεθεί πολιτικά με την κυβέρνηση και τους αρμόδιους φορείς. Αυτό που επισημαίνεται, τέλος, ως κίνδυνος για τη διαχείριση της κατάστασης είναι ότι η πολιτική για παρουσίαση ενός μη αντιπροσωπευτικού αριθμού κρουσμάτων, που δεν συμβαδίζει με τα μέτρα που λαμβάνονται, μπορεί να προκαλέσει εφησυχασμό και, τελικά, δραματική εξάπλωση όπως στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες.