Είναι αλήθεια, όπως επεσήμανε από χθες ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι το μήνυμα Λαγκάρντ υπέρ των χαμηλότερων πλεονασμάτων δεν αποτελεί παρά επανάληψη της πάγιας θέσης του ΔΝΤ. Είναι η ίδια θέση που το Ταμείο προέτασσε στην περιπετειώδη αξιολόγηση του 2017 και όταν δεν έγινε δεκτή επιβλήθηκαν – μέσα από τον μεγάλο «ανέντιμο συμβιβασμό» Σόιμπλε και Τόμσεν – οι περικοπές στις συντάξεις και το αφορολόγητο, τις οποίες εν τέλει ακύρωσε η κυβέρνηση Τσίπρα.

Ads

Είναι επίσης αλήθεια όμως πως η χθεσινή δήλωση της Κριστίν Λαγκάρντ αποκτά ειδική σημασία και βαρύτητα στην συγκεκριμένη χρονική συγκυρία εν όψει της νέας θέσης που θα αναλάβει ως επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – μιας θέσης, με ουσιαστική επιρροή στην μεταμνημονιακή εποπτεία της Ελλάδας. Σύμφωνα μάλιστα με διαρροές από συγκεκριμένους κυβερνητικούς κύκλους, «δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η δήλωση Λαγκάρντ ήρθε 13 ημέρες μετά την συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Εμμανουέλ Μακρόν στα Ιλίσια». Κοινώς, και κατά τις ίδιες διαρροές, η Κριστίν Λαγκάρντ «μπορεί και να είπε εκείνο που δεν μπορούσε να πει δημοσίως ο Εμμανουέλ Μακρόν».

Εάν ισχύει αυτό, απλώς μεγιστοποιείται η πολιτική απορία και το πολιτικό παράδοξο: Γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν εκμεταλλεύεται την θετική δυναμική των δηλώσεων Λαγκάρντ για να θέσει εδώ και τώρα το ζήτημα της μείωσης των πλεονασμάτων – πόσο μάλλον, εάν ο ίδιος «έστρωσε» το έδαφος στην συνάντησή του με τον Γάλλο πρόεδρο;

Και γιατί ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας χαιρέτισε μεν σήμερα την δήλωση της επικεφαλής του ΔΝΤ αλλά έβαλε νέο «πάγο» στο ζήτημα της άμεσης διαπραγμάτευσης; «Η κυβέρνηση», επανέλαβε, «θα επιδιώξει μείωση του στόχου για τα πλεονάσματα κοντά στο 2% το 2021, αφότου κερδίσει την εμπιστοσύνη των εταίρων μέσω τήρησης των συμφωνηθέντων και υλοποίησης μεταρρυθμίσεων».

Ads

Η μισή απάντηση μπορεί να βρίσκεται στην κάθετη άρνηση της Γερμανίας και της Ολλανδίας να συζητήσουν οποιαδήποτε αλλαγή στην συμφωνία για το χρέος και τους στόχους για τα πλεονάσματα. Η Γερμανία και η Ολλανδία ήταν εκείνες που επέβαλαν τα – παγκοσμίως ανέφικτα – πλεονάσματα του 3,5% για μια πενταετία, ο ίδιος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ήταν επίσης που, μία ημέρα πριν από την επίσκεψη Μητσοτάκη στο Βερολίνο έδινε δημόσιες διαβεβαιώσεις στην γερμανική καγκελαρία ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός «δεν θα θέσει θέμα πλεονασμάτων», και ήταν ακόμη ο Ολλανδός πρεσβευτής στην Αθήνα που, παραμονές του ταξιδιού Μητσοτάκη στην Χάγη δήλωνε με νόημα πως «η νέα κυβέρνηση δεν πρέπει να βιαστεί να ζητήσει κατευθείαν χάρες, όπως τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, προτού αποδείξει ότι υπάρχει σοβαρή δέσμευση από την πλευρά της για τον πραγματικό εκσυγχρονισμό της χώρας».

Οι θέσεις αυτές όμως, τόσο του Βερολίνου όσο και της Χάγης, δεν προέκυψαν αιφνιδίως τις ράθυμες μέρες του Αυγούστου. Ήταν γνωστές και δεδομένες από το 2016 και το 2017, τότε που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έβαζε ως πρώτη προτεραιότητα της μελλοντικής κυβέρνησής του την μείωση των πλεονασμάτων. Και ήταν επίσης γνωστές όταν υποδεχόταν πανηγυρικά στην Αθήνα τον Μάνφρεντ Βέμπερ και έκανε προεκλογική παντιέρα τις υποσχέσεις του, ατυχήσαντος, «μνηστήρα» της ηγεσίας της Κομισιόν για «μείωση του στόχου των πλεονασμάτων στο 2,5%».

Άρα το ερώτημα παραμένει ως προς τα κίνητρα της κυβερνητικής απόφασης να μεταθέσει την συζήτηση για τα πλεονάσματα σε ορίζοντα – τουλάχιστον – διετίας. Κι εδώ η… υπόλοιπη, μισή απάντηση μπορεί να έρχεται από τον τομεάρχη Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ Νίκο Παππά, ο οποίος είπε ότι η συγκεκριμένη επιλογή της κυβέρνησης «αποδεικνύει το υποκριτικό της όλης κουβέντας γύρω από τα πλεονάσματα, τα οποία γίνονται η νέα μεγάλη δικαιολογία για να περάσουν άλλου τύπου πολιτικές». Ως τέτοιες πολιτικές, δε, υπέδειξε «το 1 προς 5 στο Δημόσιο, την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και υποδομών».

Άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα, προσδιορίζουν την στόχευση της εν λόγω υποκριτικής συζήτησης ακόμη πιο σκληρά. Λένε πως τα υψηλά πλεονάσματα αποτελούν «το τέλειο άλλοθι» για να εφαρμόσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη «το τέταρτο, διετές Μνημόνιο που έχει συμφωνήσει με την τρόικα εσωτερικού», δηλαδή, τους βιομηχάνους και την εγχώρια οικονομική και επιχειρηματική ελίτ. Κατά τις ίδιες πηγές, δε, αυτό το «κρυφό Μνημόνιο» έχει ως βάση το «ξήλωμα των εργασιακών δικαιωμάτων, την πώληση των «ασημικών» όπως η ΔΕΗ, και την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, της Υγείας και της Παιδείας».