Ανοίγει το «κάδρο» περί το Μακεδονικό τόσο σε διπλωματικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο μετά την πρωινή υπουργική σύσκεψη στο Μαξίμου – μια σύσκεψη, που θέτει πλέον ευκρινώς και το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα κατά την αναζήτησης λύσης για το ονοματολογικό.

Ads

Από το «μίνι» υπουργικό συμβούλιο που έγινε υπό τον πρωθυπουργό προέκυψαν δύο κομβικά στοιχεία: Το πρώτο είναι η δήλωση Κοτζιά ότι η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει μια «σύνθετη ονομασία ενιαία σε όλες τις χρήσεις της». Το δεύτερο είναι το άνοιγμα Καμμένου που, εμμέσως πλην σαφώς, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο υπαναχώρησης από την κάθετη αντίρρησή του στην χρήση του όρου «Μακεδονία». 

Σε ό,τι αφορά την διπλωματική ουσία και τον πυρήνα της διαπραγμάτευσης για την ονομασία ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς έδωσε το στίγμα όσων θα μπουν στο τραπέζι των συνομιλιών του ΟΗΕ τις επόμενες εβδομάδες: «Σε ό,τι αφορά τη FYROM», είπε, «συζητήσαμε για το ονοματολογικό. Στο ονοματολογικό, η κυβέρνηση, όπως έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει, στηρίζει και διαπραγματεύεται για μία σύνθετη ονομασία ενιαία σε όλες τις χρήσεις της, κάτι εξάλλου που είχε προβάλει η Ελλάδα ως θέση και στο Βουκουρέστι».

Πρόκειται για ένα στίγμα που τοποθετεί την ελληνική θέση κοντά σε εκείνη του Βουκουρεστίου αλλά δεν την ταυτίζει απολύτως και απαραιτήτως με το Βουκουρέστι. Ο υπουργός Εξωτερικών παρέπεμψε μεν στην γραμμή Καραμανλή στην σύνοδο του ΝΑΤΟ του 2008 στο Βουκουρέστι, δεν διέλαθε όμως της προσοχής το γεγονός ότι στην διατύπωση που χρησιμοποίησε δεν περιέλαβε τον όρο «γεωγραφικός προσδιορισμός». Η ελληνική θέση το 2008 προέβλεπε σύνθετη ονομασία για χρήση έναντι όλων (erga omnes) με γεωγραφικό προσδιορισμό. 

Ads

Το γεγονός ότι ο Νίκος Κοτζιάς επέλεξε σήμερα να μην αναφερθεί στην γεωγραφική παράμετρο «μπορεί να σημαίνει αρκετά, μπορεί να μην σημαίνει και τίποτα», όπως λένε χαρακτηριστικά διπλωματικές πηγές. Ήτοι, μπορεί να σημαίνει αποδοχή από την Αθήνα μια ευρύτερης γκάμας της «σύνθετης ονομασίας», μπορεί όμως απλώς να πρόκειται και μια διπλωματική τακτική που δεν θέλει εξαρχής να εγκλωβίσει την διαπραγματευτική διαδικασία. Όσοι γνωρίζουν, άλλωστε, την τακτική που παγίως ακολουθεί ο υπουργός Εξωτερικών θεωρούν δεδομένο ότι θα ξεκινήσει την διαπραγμάτευση με «σκληρές» θέσεις και υψηλές απαιτήσεις, αλλά δεν θα ήθελε να περιορίσει τα περιθώρια ελιγμών στην  πορεία της διαδικασίας. 

Σαφέστερη εικόνα απ’ αυτού αναμένεται μετά την 19η Ιανουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία ο ειδικός διαμεσολαβητής του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς κάλεσε σε νέα συνάντηση τους διαπραγματευτές Αθήνας και Σκοπίων.

Στο έτερο μέτωπο, εκείνο της εγχώριας πολιτικής διαχείρισης, η κυβέρνηση ίσως από σήμερα έχει λιγότερους λόγους να ανησυχεί για την τελική στάση του εταίρου της Πάνου Καμμένου.

Ο υπουργός Άμυνας επιχείρησε μετά την σύσκεψη στο Μαξίμου να ισορροπήσει ανάμεσα στην εκπεφρασμένη βούληση της κυβέρνησης για εξεύρεση λύσης και την δική του θέση κατά της χρήσης της λέξης «Μακεδονία», εν τέλει όμως μάλλον εξέπεμψε μήνυμα διαλλακτικότητας.

«Υπάρχουν», είπε, «δύο αποφάσεις σταθμοί στο θέμα της ονομασίας, η πρώτη είναι εκείνη στο Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το 1992 και η δεύτερη η απόφαση του Βουκουρεστίου». Κι όταν ρωτήθηκε εάν επιμένει στη μη χρήση του όρου Μακεδονία, απάντησε: «Ο ελληνικός όρος Μακεδονία όπως έχει αποφασιστεί στο Συμβούλιο Αρχηγών είναι μια πάγια εθνική θέση και επιμένω σε αυτή… ελπίζω ότι η λύση η οποία θα δοθεί θα είναι μια λύση που θα διασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα και παράλληλα θα είναι αποδεκτή από το σύνολο του πολιτικού κόσμου». 

Η επιλογή του, ωστόσο, να συνδυάσει την θέση των πολιτικών αρχηγών του 1992 με εκείνη της συνόδου του Βουκουρεστίου ερμηνεύεται ως ένδειξη πιθανού συμβιβασμού. Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις για το Μακεδονικό διαγράφονται πλέον ταχύτατες. Την επόμενη Τρίτη, πριν από την συνάντηση των διαπραγματευτών στις 19 Ιανουαρίου, αναμένεται στην Αθήνα ο αντιπρόεδρος της ΠΓΔΜ Μπυγιάρ Οσμάνι ο οποίος θα έχει συναντήσεις με τον Νίκο Κοτζιά και με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Κατρούγκαλο.

Ανοιχτό επίσης, παρ’ ότι δεν επιβεβαιώνεται, παραμένει πάντοτε και το ενδεχόμενο συνάντησης του Έλληνα πρωθυπουργού με τον ομόλογό του της ΠΓΔΜ Ζόραν Ζάεφ στο περιθώριο του φόρουμ του Νταβός, που εφέτος θα γίνει από τις 23 έως τις 26 Ιανουαρίου.