Η σύγχυση που επικρατεί από το βράδυ της Πέμπτης γύρω από το αν η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε στην έναρξη τεχνικών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, για την αποκλιμάκωση της κρίσης, με την Αθήνα να διαψεύδει ανεπισήμως τις επίσημες σχετικές δηλώσεις του γενικού γραμματέα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και με την Τουρκία να τις επιβεβαιώνει επισήμως, όπως έκανε τελικά έμμεσα και η Αθήνα, διευκρινίζοντας όμως πως είναι άλλο πράγμα οι τεχνικές συνομιλίες σε επίπεδο ΝΑΤΟ και άλλο ο πολιτικός διάλογος για την επίλυση των ζητημάτων, προσθέτει ακόμη ένα ανησυχητικό επεισόδιο στη διαχείριση της κρίσης και τις εξελίξεις. 

Ads

Για τον  καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Σωτήρη Ρούσσο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία: «Ο γγ του ΝΑΤΟ δεν υπάρχει περίπτωση ούτε να ψεύδεται, ούτε να μην έχει καταλάβει τι έχει συμβεί» λέει στο Tvxs.gr. «Άρα λοιπόν θεωρούμε ως δεδομένο ότι υπάρχουν συνομιλίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων αξιωματούχων». Αυτό λοιπόν που μπορεί να συμβαίνει είναι «να υπάρχει μια συνομιλία Ελλήνων αξιωματικών και στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών, με τους αντίστοιχους ομολόγους τους από την Τουρκία, για το πώς θα γίνει η αποκλιμάκωση στην περιοχή των Navtex». «Ουσιαστικά, δηλαδή, να ορίσουν τους όρους με τους οποίους θα αποκλιμακωθεί η κατάσταση. Τους τεχνικούς όρους, όχι τους πολιτικούς. Δηλαδή ποιες φρετάτες θα φύγουν, πού θα υπερίπτανται τα αεροπλάνα, μέχρι πού θα πάει το Ορούτς Ρέις κλπ. Πολιτικοί όροι είναι ο διάλογος  για την υφαλοκπρηπίδα κλπ. Είναι διαφορετικά πράγματα.».

Λεονταρισμοί και αμηχανία

Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον Στόλτενμπεργκ, ο οποίος, σε συνέντευξη Τύπου την Παρασκευή, δήλωσε ότι συμφωνία επί αυτού του μηχανισμού αποτροπής σύγκρούσεων δεν υπάρχει, αλλά οι συζητήσεις έχουν ήδη ξεκινήσει στις Βρυξέλλες. «Είναι περισσότερο τεχνικές συζητήσεις παρά διαπραγματεύσεις και δεν αντικαθιστούν την πολιτική διαπραγμάτευση που προωθεί η Γερμανία. Προορίζονται να συμπληρώσουν, όχι να αντικαταστήσουν τις προσπάθειες και της Γερμανίας για πολιτική διαμεσολάβηση για τη διαμόρφωση ενός πλαισίου αποκλιμάκωσης», σημείωσε. 

Ads

Τις τεχνικές συζητήσεις επιβεβαίωσε και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, μιλώντας στον ΣΚΑΙ. Ο Στέλιος Πέτσας διευκρίνησε ότι δεν πρόκειται για συμφωνία, λέγοντας ότι ο γγ του ΝΑΤΟ έχει καταθέσει προτάσεις για την αποφυγή ατυχήματος σε τεχνικό επίπεδο. «Αυτό απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως συμφωνία για επανέναρξη διάλογου παραμένει το ζήτημα της έμπρακτης αποκλιμάκωσης από πλευράς Τουρκίας. Επρόκειτο για έγγραφο τεχνικού ενδιαφέροντος σε προγραμματισμένη Σύνοδο στην οποία βρισκόταν ο στρατιωτικός υπεύθυνος. Ένα έγγραφο τεχνικού ενδιαφέροντος, για το οποίο ζητήθηκε η αντίδραση και οι προτάσεις των πλευρών, δεν είναι κείμενο συναίνεσης για επανέναρξη συζητήσεων ή να έχουν συμφωνήσει Ελλάδα – Τουρκία για επανέναρξη διαλόγου…»

Σε ό,τι αφορά στην αρχική αντίδραση της Ελλάδας στη δήλωση Στόλτενμπεργκ, ο Σ. Ρούσσος την χαρακτηρίζει «κίνηση εσωτερικής κατανάλωσης». «Προφανώς η κυβέρνηση δεν επιθυμεί αυτό το θέμα να γίνει αντικείμενο συζήτησης στην ελληνική κοινή γνώμη για δύο λόγους: Ο ένας είναι να μην γίνει πριν έχει αποτελέσματα. Η δεύτερη εκδοχή είναι ότι άρχισε να γίνεται ο διάλογος, οι εκατέρωθεν απαιτήσεις ήταν αγεφύρωτες οπότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να δημοσιοποιηθεί. Έχω την αίσθηση ότι ξαναζούμε την υπόθεση της συνάντησης του Βερολίνου, μεταξύ Γερμανίας, Ελλάδας, Τουρκίας. Που ξεκίνησε να είναι αυτό που ονομάζουμε στη διπλωματική γλώσσα μια “διακριτική συνάντηση” και τελικά οι Τούρκοι αποφάσισαν να την βγάλουν προς τα έξω, ενώ δεν ήθελε η Ελλάδα. Αυτό μπορεί να συνέβη και τώρα. Ο κάθε παίκτης έχει τους δικούς του λόγους να βγάζει ή να μην βγάζει μια τέτοια συνάντηση στη δημοσιότητα.».

«Πληρώσαμε πολύ ακριβά τη Συμφωνία με την Αίγυπτο»

Μία από τις βασικές ενστάσεις στη μερική συμφωνία με την Αίγυπτο – αλλά και με τον καθορισμό ΑΟΖ με Ιταλία, καθώς και με την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια – είναι ότι, τουλάχιστον ο τρόπος που έγιναν, ενισχύουν την τουρκική επιχειματολογία. «Η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία ήταν ο μόνος ο τρόπος για να αμφισβητήσει νομικά η Ελλάδα το τουρκολυβικό σύμφωνο» εκτιμά ο Σ. Ρούσσος. «Μόνο που αυτό το πληρώσαμε πολύ ακριβά. Δηλαδή, απόδεχθήκαμε πολύ μειωμένες ΑΟΖ στα νησιά, όπως η Κάρπαθος και η Κάσος, δεχθηκαμε τη μισή Ρόδο και δεχθήκαμε επίσης και μειωμένη επήρεια ενός τεράστιου νησιού, όπως είναι η Κρήτη στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου. Άρα λοιπόν, αυτό ήταν πολύ ακριβό τίμημα γιατί τώρα έρχεται ο Ερντογάν και λέει, ότι εδώ δεν δώσατε 100% επήρεια στην Κρήτη, θέλετε να δώσετε στο Καστελόριζο; Από αυτή την πλευρά βεβαίως η συμφωνία με την Αίγυπτο ενίσχυσε τα επιχειρήματα του Ερντογάν».

Ο ρόλος των ΗΠΑ, Γαλλίας, Γερμανίας και Ρωσίας

Αν και οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διατηρούν τη στρατιωτική δύναμή τους στη Μεσόγειο και να την ενισχύουν μάλιστα με νέες αφίξεις πολεμικών πλοίων στη Σούδα, και παρά τα τηλεφωνήματα του Τραμπ σε Μητσοτάκη και Ερντογάν, αυτή τη στιγμή δεν φαίνονται διατεθειμένες να παίξουν ενεργότερο ρόλο. Αυτό για τον καθηγητή είναι αντικειμενικό. «Οι ΗΠΑ, ακόμη κι αν δεν είχαμε τον Τραμπ, έχει αυτή τη στιγμή την προσοχή της στο εσωτερικό. Εχουν εκλογές, τον κοροναϊό που θερίζει και την οικονομική ύφεση που έχει προέλθει από αυτόν, κοινωνικές συγκρούσεις. Αυτά τα εσωτερικά στοιχεία δεν θα άφηναν ακόμη και τον πιο εξωστρεφή πρόεδρο να ασχοληθεί με τα διεθνή ζητήματα. Πολύ περισσότερο στα ελληνο-τουρκικά, που η αμερικανική γραφειοκρατία τα θεωρεί και λίγο ρουτίνα».

Αντίθετα, Γερμανία και Γαλλία θέλουν να έχουν ρόλο, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία. «Οι Γερμανοί θέλουν να κρατήσουν την Τουρκία σε τροχιά μη σύγκρουσης με την Ευρώπη. Δεν την θέλουν στην ΕΕ, αλλά την θέλουν συνδεδεμένη στην ΕΕ και στην Γερμανία. Γιατί έχει τεράστια οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία, υπάρχει ισχυρή – και οικονομικά – τουρκική κοινότητα στην Γερμανία και υπάρχει και το προσφυγικό. Στην Γερμανία είναι εδραιωμένη η αντίληψη ότι η Τουρκία αποτελεί ένα ανάχωμα. Άρα λοιπόν η Γερμανία επιθυμεί να μην υπάρξει σύγκρουση της Τουρκίας με ένα κράτος – μέλος της ΕΕ. Γιατί αυτό θα αναγκάσει την ΕΕ να πάρει θέση απέναντι στην Τουρκία». Ακριβώς γι’ αυτό και το Βερολίνο «δεν είναι ένας αμερόληπτος διαμεσολαβητής».

Για τον Σ. Ρούσσο η Γαλλία είναι μια χώρα η οποία «προσπαθεί να επανακάμψει ως μια ηγεμονική δύναμη στη Μεσόγειο. Δεν είμαι βέβαιος ότι έχει τις δυνατότητες να το κάνει». Ενώ χαρακτηρίζει τους Ρώσους ως «φιλοτουρκικά ισορροπημένους». «Λένε “βρείτε τα, κάντε πολιτικό διάλογο”. Δεν νομίζω ότι η Ρωσία θα σπαταλήσει δυνάμεις την ώρα που έχει εμπλακεί στην Συρία και τη Λιβύη.».

Τι μπορούμε να περιμένουμε; Το συνυποσχετικό για Χάγη και η παγίδα

Ο καθηγητής σημειώνει ότι επισήμως η Ελλάδα προτίθεται να πάει σε μια συζήτηση για συνυποσχετικό, «που θα αφορά προσφυγή στη Χάγη για την υφαλοκρηποίδα και την ΑΟΖ. Τελεία και παύλα». Οι Τούρκοι όμως «δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να περιοριστει η συζήτηση σε αυτά τα δύο». Έτσι, «αν οι Τούρκοι μπουν σε μια συζήτηση για το συνυποσχετικό προσθέτοντας συνεχώς ζητήματα, είναι πιθανό να αναγκάσουν την Ελλάδα να αποσυρθεί από αυτή τη συζήτηση.». Τότε όμως «το πολιτικό βάρος και το πολιτικό κόστος για την Ελλάδα, σε διεθνές επίπεδο και στο εσωτερικό, θα είναι τεράστιο».

Ο Σ. Ρούσσος τονίζει ότι «οι Τούρκοι δεν έχουν πρόβλημα να παρατείνουν τη συζήτηση στην αιωνιότητα και να προσθέτουν δεκάδες ζητήματα. Εάν δεν μπούμε λοιπόν στη συζήτηση με μια εξαιρετικά συγεκριμένη ατζέντα, πολύ λεπτομερώς καθορισμένη, που να περιλαμβάνει μόνο την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, στο τέλος θα αναγκαστούμε να αποσυρθούμε και θα βγούμε και χαμένοι, κατηγορούμενοι ότι δεν θέλουμε τον διάλογο.».

Κανείς όμως δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι αυτό κάνει τώρα η κυβέρνηση. «Δεν είμαι υπέρ των κρυφών και διακριτικών διαπραγματεύσεων» υπογραμμίζει ο καθηγητής. «Θέλω οι διαπραγματεύσεις να γίνονται θεσμικά. Είναι εις βάρος της Ελλάδας οι οποιεσδήποτε παρασκηνιακές, διακριτικές ή μυστικές συνομιλίες. Στις μυστικές διαπραγματεύσεις, το πιο αδύναμο μέρος δεν περνάει καλά. Με την Βόρεια Μακεδονία ξέραμε τι γινόταν. Δεν υπήρχαν μυστικές διαπραγματεύσεις.».