Η αποκάλυψη για τις ακραίες φιλοχουντικές αναφορές σε βιβλίο του αλευροβιομήχανου Κωνσταντίνου Λούλη, τον οποίο διόρισε ο πρωθυπουργός γενικό γραμματέα Τουρισμού, προκάλεσε αντιδράσεις από την αντιπολίτευση και τον δημοκρατικό κόσμο, αλλά και την «εκκωφαντική σιωπή» του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Ads

Με ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται στο πρωτοσέλιδο δημοσίευμα και ζητά άμεση αποπομπή του επιχειρηματία από την κυβέρνηση: «Συνιστά πρόκληση για τη Δημοκρατία μας η κυβέρνηση να φιλοξενεί στους κόλπους της έναν υμνητή της δικτατορίας που οδήγησε στην τραγωδία της Κύπρου. Ο κ. Μητσοτάκης οφείλει να αποπέμψει άμεσα τον κ. Λούλη. Είναι το ελάχιστο που μπορεί να κάνει τρεις μέρες ύστερα από τους εορτασμούς για την πτώση της χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση οι ρητορικές του διακηρύξεις αποδεικνύονται συγχωροχάρτια για τους νοσταλγούς της δικτατορίας των συνταγματαρχών και τις σύγχρονες σκοταδιστικές και αντιδραστικές αντιλήψεις».

Και ενώ ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση τηρούν μέχρι στιγμής στάση αμήχανης σιωπής, ήρθε η απάντηση του ίδιου του κ. Λούλη να επιβαρύνει την εις βάρος του κατάσταση. Ο στενός συνεργάτης του δημάρχου Βόλου Αχ. Μπέου και του ηγούμενου της Μονής Βατοπεδίου Εφραίμ όχι μόνο δεν απολογήθηκε για τους ύμνους στον δικτάτορα Παπαδόπουλο και το χουντικό καθεστώς, αλλά επιχείρησε να κρυφτεί πίσω από τυπικές δηλώσεις αναγνωστών του. Η δήλωσή του έχει ως εξής: «Όσοι μου ασκούν κριτική, προφανώς δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο μου που συνιστά μια ψυχρή αποτύπωση των δύο τελευταίων αιώνων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, η οποία περιλαμβάνει και την περίοδο της Χούντας των Συνταγματαρχών. Τους όψιμους επικριτές μου, τους παραπέμπω στις δέκα τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Εκεί θα βρουν 60 εγκωμιαστικά σχόλια για την αντικειμενική αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων από εκπροσώπους ΟΛΩΝ των κομμάτων του ελληνικού κοινοβουλίου, μεταξύ των οποίων και πρώην υπουργών και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, όπως οι κ. Νίκος Τόσκας και Γιάννης Καραγιάννης».

Υμνητικές αναφορές

Σε δημοσίευμα της Εφημερίδας των Συντακτών, οι Γιάννης Μπασκάκης και Δημήτρης Ψαρράς, που έφεραν στο φως και τις φιλοχουντικές θέσεις του Κωνσταντίνου Λούλη, σχολιάζοντας την απάντησή του αναφέρουν:

Ads

1. Ασφαλώς και έχουμε διαβάσει με προσοχή το βιβλίο του κ. Λούλη. Άλλωστε το προχτεσινό μας δημοσίευμα περιλαμβάνει αυτούσια τα επίμαχα αποσπάσματα, τα οποία αποδεικνύουν ότι το έχουμε μελετήσει. Και ό,τι κι αν κάνει ο κ. Λούλης, δεν μπορεί να κρύψει τις εκτενείς υμνητικές αναφορές του στον Παπαδόπουλο. Mάλιστα δεν διστάζει να πει ότι για όλα αυτά είχε πηγή τον ίδιο τον δικτάτορα και τις πολύωρες συζητήσεις μαζί του. Και πώς τα «διασταύρωσε» όλα αυτά ο ερασιτέχνης ιστορικός και πολιτικός και επαγγελματίας αλευροβιομήχανος; «Για να διασταυρώσω όλα αυτά τα συγκλονιστικά που είχα ακούσει [σ.σ. από τον Παπαδόπουλο] γνώρισα και μίλησα πολλές φορές με τους Στυλιανό Παττακό, Νικόλαο Μακαρέζο, Ιωάννη Λαδά, Νικόλαο Ντερτιλή, Δημήτριο Ιωαννίδη και Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο». Το γενικό συμπέρασμα του κ. Λούλη είναι ότι η δικτατορία Ιωαννίδη οφείλεται στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και αν δεν είχαν ξεσηκωθεί οι φοιτητές θα είχαμε οδηγηθεί σε δημοκρατικές εκλογές υπό τους Παπαδόπουλο – Μαρκεζίνη. Φυσικά ο κ. Λούλης δεν έχει ιδέα για την ιστορική αυτή περίοδο και τοποθετεί την κατάληψη της Νομικής στον Νοέμβρη του 1973, ενώ καταλογίζει στους φοιτητές ότι δεν αρκέστηκαν στα μέτρα «φιλελευθεροποίησης» του Μαρκεζίνη. Το χειρότερο είναι ότι με όπλο αυτό το βιβλίο, ο κ. Λούλης περιόδευε ανά την Ελλάδα, και έκανε πολιτικές ομιλίες μ’ αυτό το περιεχόμενο σε εκδηλώσεις που οργάνωναν εκκλησιαστικοί παράγοντες ή ομάδες. Σε μια χαρακτηριστική τέτοια εκδήλωση ο κ. Λούλης δεν δίστασε να επεκτείνει τους ύμνους του και σε άλλους δικτάτορες: «Οι τρεις δικτάτορες του 20ού αιώνα Πάγκαλος, Μεταξάς και Παπαδόπουλος, σε αντίθεση με τους περισσότερους δικτάτορες του κόσμου, δεν καταχράστηκαν δημόσιο χρήμα και συνέβαλαν στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου της εργατικής και της αγροτικής τάξης» (23.1.2017 στην Κατερίνη).

image

Γιορτή της Δημοκρατίας

Στην ίδια εκδήλωση δεν παρέλειψε να ισχυριστεί ότι το ΚΚΕ ήταν σύμμαχος των ναζιστών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και να καταγγείλει τον εορτασμό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου: «Οι εκδηλώσεις για την αποκατάσταση της δημοκρατίας δεν εορτάζονται στην επέτειό της, δηλαδή στις 23 Ιουλίου, όταν κατέρρευσε το δικτατορικό καθεστώς, αλλά εορτάζονται στις 17 Νοεμβρίου, μέρα κατά την οποία άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για να περάσει τελικά η εξουσία στο σκληροπυρηνικό καθεστώς του Δημητρίου Ιωαννίδη, ανακόπτοντας έτσι τη διενέργεια των εκλογών που είχαν προγραμματισθεί από την κυβέρνηση Μαρκεζίνη για τον Φεβρουάριο του 1974 με πρόσκληση συμμετοχής όλων των πολιτικών κομμάτων που υπήρχαν προ του ’67. Κι αυτή τη μέρα τη γιορτάζουμε κάθε χρόνο». Για να μη μένει καμιά αμφιβολία, θα αναρτήσουμε στο efsyn.gr ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα.

2. Καθόλου «όψιμοι επικριτές» δεν είμαστε. Όσο ο κ. Λούλης ήταν ένας απλός επιχειρηματίας δεν μας ενδιέφεραν οι πολιτικές του απόψεις, όσο ακραίες κι αν είναι αυτές. Όπως προκύπτει από δημοσκοπήσεις, αλλά και από την υποστήριξη φιλοχουντικών πολιτικών μορφωμάτων, αυτές οι ιδέες είναι υπαρκτές στην ελληνική κοινωνία. Αλλά από τη στιγμή που αποφάσισε να πολιτευτεί (στον Δήμο Βόλου) και κυρίως μετά την τοποθέτησή του σε ένα νευραλγικό δημόσιο αξίωμα, οι απόψεις του αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για τους πολίτες και χαρακτηρίζουν το σύνολο της κυβερνητικής συγκρότησης.

3. Το μόνο επιχείρημα που σκέφτηκε να προβάλει για να αντικρούσει τις αποκαλύψεις μας ο κ. Λούλης ήταν ότι στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του έχει περιλάβει δεκάδες δηλώσεις δημοσίων προσώπων (πολιτικών, εκκλησιαστικών παραγόντων, επιχειρηματιών), στις οποίες εκφράζονται καλά λόγια γι’ αυτόν και το έργο του. Πρόκειται για πάγια μέθοδο που ακολουθούν όσοι γράφουν βιβλία για την προσωπική τους προβολή. Στέλνουν αντίτυπο της πρώτης έκδοσης σε διαφόρους «επωνύμους» και περιλαμβάνουν τις τυπικές ευχαριστίες στη δεύτερη έκδοση, καθιστώντας συμμέτοχους – αν όχι «συνενόχους» – του περιεχομένου ανθρώπους που οι ίδιοι δηλώνουν ότι δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο. Είναι κάτι που έχουμε δει να κάνουν ορισμένοι μητροπολίτες. Από αυτούς ίσως πήρε την ιδέα ο κ. Λούλης. Άθελά του, όμως, με την επίκληση αυτών των δηλώσεων ενισχύει όσα του καταλογίζουμε. Γιατί, δίπλα σε δηλώσεις ανθρώπων που απλώς – και αφελώς – λένε κάποια καλά λόγια για να τα έχουν καλά με τον ισχυρό επιχειρηματία, υπάρχουν και κάποιοι που μπαίνουν στην ουσία του κειμένου του και ταυτίζονται με τις απόψεις του συγγραφέα. Και ποιοι είναι αυτοί; Ο χρυσαυγίτης Ηλίας Παναγιώταρος, ο οποίος εκφράζει την ευχή «μακάρι όλοι οι επιχειρηματίες να σκέφτονταν και να λειτουργούσαν σαν εσάς», ο φιλοχουντικός μητροπολίτης Αμβρόσιος, ο οποίος θεωρεί το πόνημα «πολύ σπουδαίον, έργον σπάνιον και λίαν ενημερωτικόν διά τους μεταγενεστέρους» και ο Ιωάννης (Νικολάου) Μακαρέζος, ο οποίος επισημαίνει ότι στο βιβλίο «αποτυπώνετε σε πλήρη διάσταση όλα τα θετικά επιτεύγματα της εποχής εκείνης [σ.σ. της χούντας], διαχωρίζοντας τη θέση σας από τους “ιστορικούς” της μεταπολιτεύσεως». Αλλά αν τα λένε αυτοί, και ο κ. Λούλης θεωρεί τη δική τους συνηγορία έπαινο, δεν χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτα άλλο εμείς.

Πάντως ο κ. Λούλης μας παρεξήγησε. Δεν ζητήσαμε απάντηση από αυτόν. Ζητήσαμε απάντηση από τον πρωθυπουργό που του εμπιστεύτηκε αυτό το κυβερνητικό αξίωμα. Δεν τα γνώριζε όλα αυτά ο κ. Μητσοτάκης; Και αν δεν τα γνώριζε, γιατί δεν αντέδρασε αμέσως μόλις τα πληροφορήθηκε από την «Εφ.Συν.» και εξακολουθεί να διατηρεί στη θέση του τον υμνητή τού Παπαδόπουλου; Πριν από τρία χρόνια ήταν ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης που δήλωσε στη Βουλή τα αντίθετα, με μια προσωπική αναφορά που σχολιάστηκε τότε ποικιλοτρόπως: «Τιμώ τους αγώνες της Αριστεράς κόντρα στον φασισμό και τη δικτατορία. Δεν ήσασταν οι μόνοι που πολεμήσατε. Εγώ ήμουν πολιτικός κρατούμενος έξι μηνών από τη χούντα» (Ιούλιος 2016).

Οικογενειακοί δεσμοί

Καταλήγοντας στο δημοσίευμα σημειώνουν: «πώς λοιπόν αυτός που θεωρεί τον εαυτό του “πολιτικό κρατούμενο της χούντας” ανέχεται τη συνεργασία του υμνητή της. Δυστυχώς η απάντηση είναι πολύ απλή. Ο κ. Λούλης υπήρξε και συνεχίζει να βρίσκεται στον στενό περίγυρο της οικογένειας Μητσοτάκη (βλ. Γ. Μπασκάκης, «Δίπλα σε Μπέο και Εφραίμ», «Εφ.Συν.», 19.07.2019). Η πρώτη δημόσια θέση που του είχε εμπιστευτεί η οικογένεια ήταν το 1989 ο διορισμός του στη θέση του πολιτικού διοικητή του Αγίου Όρους. Θα πει κανείς, με ποια λογική ένας αλευροβιομήχανος θεωρείται ικανός για μια τέτοια θέση; Η απάντηση είναι απλή: ο κ. Λούλης υπήρξε σύνδεσμος του βαθέος εκκλησιαστικού κράτους και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Μάλιστα, με τον κυνισμό που τον χαρακτήριζε, ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού έχει παραδεχτεί δύο φορές στη Βουλή ότι ο διορισμός εκείνος ήταν παράνομος! Το έκανε στις 29.10.1996, κατά τη συζήτηση στη Βουλή για τον διορισμό του Σταύρου Ψυχάρη ως πολιτικού διοικητή στο Άγιον Όρος: «Και του κ. Λούλη ο διορισμός ήταν παράνομος», είπε απερίφραστα ο Κων. Μητσοτάκης, απαντώντας στον Θεόδωρο Πάγκαλο που το είχε θυμίσει. Και πέντε χρόνια αργότερα, ο Κων. Μητσοτάκης επαναλάμβανε: “Το ίδιο λάθος [σ.σ. με τον διορισμό Ψυχάρη] είχα κάνει και εγώ ως πρωθυπουργός, όταν είχα διορίσει τον κ. Λούλη, ο οποίος δεν είχε τα προσόντα τα οποία τότε ο νόμος επέτασσε. Είχαμε κάνει λάθος” (2.2.2001). Καθώς φαίνεται τα “λάθη” της οικογένειας με τον κ. Λούλη συνεχίζονται. Ο υιός Μητσοτάκης διορίζει τον κ. Λούλη, παρά τις φιλοχουντικές του απόψεις, όπως ο πατήρ Μητσοτάκης τον είχε διορίσει ενώ δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις. Αρκεί που τον χρειάζεται η οικογένεια για να διεκπεραιώσει τις υποθέσεις που αυτή θεωρεί σημαντικές».