Καταπέλτης είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι παρατηρήσεις που έχουν προσθέσει φορείς και μεμονωμένοι πολίτες στη δημόσια διαβούλευση του νομοσχεδίου του υπουργείου Ανάπτυξης με το οποίο η κυβέρνηση ανοίγει το δρόμο για παρεκκλίσεις από την κείμενη νομοθεσία στη στεριά και τον αιγιαλό υπέρ «στρατηγικών» επενδυτών.

Ads

Ο Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ) καταγγέλλει πως το νομοσχέδιο «Στρατηγικές επενδύσεις και βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος μέσω της επιτάχυνσης διαδικασιών στις ιδιωτικές και στρατηγικές επενδύσεις» αντιμετωπίζει τον φυσικό πλούτο πρωτίστως ως πηγή οικονομικής ανάπτυξης. Από την πλευρά του το WWF Ελλάς τονίζει πως δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται από το ελληνικό Κράτος «στρατηγική» μια επένδυση που επιβαρύνει το περιβάλλον ενώ θέτει ακόμα και ζήτημα αντισυνταγματικότητας.

Μια προσεκτικότερη ματιά στις καταχωρημένες παρατηρήσεις αποκαλύπτει σημαντικές πτυχές του νομοσχεδίου που σύμφωνα με τους επικριτές του αγνοεί την κρισιμότητα της εποχής μας που ορίζεται από την κλιματική αλλαγή και αφήνει περιθώριο σε πάσης φύσεως ιδιώτες που θα αξιολογηθούν ως «στρατηγικοί επενδυτές» να κάνουν χρήση του πυθμένα της θάλασσας ή και να αλλοιώσουν τη μορφολογία σημαντικών για τη φύση αλλά και τον ανθρώπινο πολιτισμό τοπίων.

«Με το παρόν νομοσχέδιο εμβαθύνεται, δυστυχώς, η πολιτική κατεύθυνση ότι η «βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος» στη χώρα μας ταυτίζεται με την απορρύθμιση του χωρικού και περιβαλλοντικού σχεδιασμού και τη συνεχή «έκπτωση» των κριτηρίων που καθορίζουν τις στρατηγικής σημασίας επενδύσεις», γράφει στο γενικό του σχόλιο ο ΣΕΠΟΧ, ο σύλλογος δηλαδή που θεωρητικά θα έπρεπε να έχει συμμετάσχει στην σύνταξη ενός νομοσχεδίου που αφορά παρεμβάσεις επί στεριάς και θάλασσας.

Ads

Οι Έλληνες χωροτάκτες υποστηρίζουν πως τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΣΧΑΣΕ), τις δυνατότητες των οποίων έρχεται να αλλάξει υπέρ των επενδυτών το νομοσχέδιο, «προσφέρονται σε ιδιώτες επενδυτές για την υλοποίηση επενδύσεων μεγάλης κλίμακας χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την κοινωνική διάσταση του σχεδιασμού αλλά και τις συνέπειες που θα έχουν στην τοπική κοινωνία» με αποτέλεσμα όπως λένε «ο σχεδιασμός να έπεται των μεταρρυθμίσεων και όχι να τις κατευθύνει και εν τέλει να τις προσδιορίζει».

Ο ΣΕΠΟΧ δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην επιδιωκόμενη προσέλκυση επενδύσεων, γράφοντας στη διαβούλευση ότι «οι εν λόγω τροποποιήσεις δεν αντιμετωπίζουν με επάρκεια τους κύριους χωρικούς παράγοντες που δυσχεραίνουν διαχρονικά την υλοποίηση επενδύσεων στην Ελλάδα». Ο σύλλογος δηλαδή όχι μόνο ασκεί δριμεία κριτική στο νομοσχέδιο από πολεοδομική άποψη αλλά προβλέπει πως θα είναι και αναποτελεσματικό ως προς το βασικό του στόχο, τη διευκόλυνση των επενδύσεων.

Συγκεκριμένα για το άρθρο 4 που εισάγει τη δυνατότητα να επιτρέπονται συγκεκριμένες και ειδικές παρεκκλίσεις από τους ισχύοντες όρους και περιορισμούς δόμησης της περιοχής, ο ΣΕΠΟΧ υποστηρίζει ότι το νομοσχέδιο «αναιρεί τον χωρικό σχεδιασμό σε όλες τις κλίμακες, από την εθνική και περιφερειακή (χωροταξικά σχέδια) μέχρι την τοπική (ρυμοτομικά σχέδια και σχέδια πόλεως ή/και πολεοδομικές μελέτες), εκφράζοντας έτσι ένα γενικότερο πνεύμα υποβάθμισης του σχεδιασμού και αναγκαίας διερεύνησης τυχόν τοπικών και υπερτοπικών αλληλεξαρτήσεων».

Τί λέει δηλαδή ο ΣΕΠΟΧ; Αν ερμηνεύουμε σωστά την παρατήρησή του, προειδοποιεί ότι το νομοσχέδιο αφήνει έδαφος για διευθετήσεις φωτογραφικού χαρακτήρα που θα εναπόκεινται σε συσχετισμούς οικονομικής ισχύος και προσωπικές σχέσεις, υποσκάπτοντας έτσι τον κατά τόπους σχεδιασμό που έχει γίνει από τους αρμόδιους φορείς σε συνεργασία με αιρετούς της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Υπενθυμίζεται ότι οι πολεοδομικές παρεκκλίσεις που θα επιτρέπονται αν το νομοσχέδιο του κου. Γεωργιάδη ψηφιστεί στη Βουλή θα αφορούν:

  • Τον συντελεστή δόμησης που ορίζει πόσα τετραγωνικά μπορούν να οικοδομηθούν συνολικά
  • Τον συντελεστή κατ’ όγκο εκμετάλλευσης
  • Την κάλυψη του οικοπέδου που διατίθεται
  • Το ύψος, με εξαίρεση το ύψος των πυλώνων φωτισμού, το οποίο καθορίζεται από την αντίστοιχη μελέτη φωτοτεχνικής κάλυψης.

Για το άρθρο 5 που αφορά στον αιγιαλό αλλά υπό συνθήκες τον πυθμένα της θάλασσας, οι Χωροτάκτες σημειώνουν ότι «δεν αντιμετωπίζει την παράκτια ζώνη […] κυρίαρχα, ως κοινόχρηστο αγαθό και περιβαλλοντικό πόρο, αλλά την θεωρεί αποκλειστικά οικονομικό πόρο, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο την πρόσβαση του κοινού στον παράκτιο χώρο και κατ’ επέκταση στον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο, επιδεινώνοντας μια ήδη σοβαρά επιβαρυμένη και εν πολλοίς ανεξέλεγκτη κατάσταση».

Το άρθρο 5 του νομοσχεδίου, στο οποίο έχουν γίνει και τα περισσότερα σχόλια στη διαβούλευση, επιτρέπει την παραχώρηση στον φορέα της επένδυσης «του δικαιώματος χρήσης αιγιαλού, παραλίας, συνεχόμενου ή παρακείμενου θαλάσσιου χώρου ή του πυθμένα». Ενώ είναι θετικό ότι τουλάχιστον η ένταξη μιας επένδυσης σε αυτή τη ρύθμιση θα μπαίνει σε δημόσια διαβούλευση, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι για τη χρήση του αιγιαλού θα απαιτείται γνωμοδότηση από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού και κοινή απόφαση των υπουργείων Οικονομικών, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και Τουρισμού. Ποιό υπουργείο λείπει από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις που θα δίνουν δικαίωμα χρήσης αιγιαλού και πυθμένα σε ιδιώτες; Μα φυσικά το υπουργείο Περιβάλλοντος!

WWF Hellas: Η Ελλάδα αγνοεί τις δεσμεύσεις της

Αυστηρότατη είναι η κριτική που ασκείται στο νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης και από το WWF Hellas. Το ελληνικό γραφείο της παγκόσμιας περιβαλλοντικής οργάνωσης υποστηρίζει πως αν η Ελλάδα κάνει νόμο της το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θα πέσει σε αντίφαση με μια σειρά από κείμενα που έχει ήδη υιοθετήσει.
Το WWF υπενθυμίζει ότι «τον Οκτώβριο του 2019, ο Υπουργός Οικονομικών ανακοίνωσε τη συμμετοχή της Ελλάδα στο Coalition of Finance Ministers for Climate Action προσυπογράφοντας το Πρωτόκολλο του Ελσίνκι για την ευθυγράμμιση των οικονομικών πολιτικών (και επομένως των κρατικών ενισχύσεων που παρέχονται σε επενδύσεις) με τους κλιματικούς στόχους».

Υπενθυμίζει ακόμα πως και το Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία της Επιτροπής Πισσαρίδη αναφέρει ρητά πως οι κρατικές ενισχύσεις πρέπει να αποφεύγουν τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων «που έχουν αρνητικές εξωτερικές συνέπειες για το σύνολο της οικονομίας, π.χ., αρνητικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα» (σελ. 132, ενότητα 5.1). Και τέλος πως «η ανάγκη ευθυγράμμισης των κρατικών βοηθειών με τους στόχους για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, την προστασία της βιοποικιλότητας, και την ανάπτυξη της κυκλικής οικονομίας αναγνωρίζεται πλέον ρητά από την ΕΕ».

Στο άρθρο 4 το WWF Ελλάς θέτει ζήτημα πιθανής αντισυνταγματικότητας σχετικά με την υποβάθμιση των όρων και των περιορισμών δόμησης από «στρατηγικές επενδύσεις». Καλεί το υπουργείο Ανάπτυξης «να εξηγήσει σε τι συνίσταται η «στρατηγικότητα» επενδύσεων που υποβαθμίζουν, αντί να αναβαθμίζουν, τις περιοχές εγκατάστασής τους, και μάλιστα (κατά κανόνα) εντός του οικιστικού ιστού (σχεδίων πόλεως): στοιχειώδεις και αυτονόητες αρχές βιωσιμότητας, ειδικά στο οικιστικό περιβάλλον, επιβάλλουν αυστηροποίηση και όχι υποβάθμιση των όρων και περιορισμών δόμησης – με τη μορφή ανοιχτών και πράσινων χώρων, βιώσιμης μετακίνησης, εξοικονόμησης πόρων και άμβλυνσης των αποκλεισμών και των ανισοτήτων. Είναι, επίσης, αμφίβολης συνταγματικότητας, κρίση που πιθανότατα θα κληθούν να εκφράσουν τα αρμόδια δικαστήρια».

«Επιπλέον, σε αντίθεση με άλλες παρόμοιες πολεοδομικές ή χωροταξικές διατάξεις, που επιτρέπουν παρεκκλίσεις, οι παρεκκλίσεις του σχολιαζόμενου άρθρου δεν υπόκεινται σε κάποιον περιορισμό», γράφουν οι άνθρωποι του WWF. «Πρόκειται για μία εξουσιοδότηση χωρίς όρια, που επιτρέπει να κτιστεί οτιδήποτε και οπουδήποτε. Επί της ουσίας, η παρέκκλιση ισοδυναμεί με τροποποίηση σχεδίου πόλεως, και απαιτεί στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κατ’ επιταγή του ενωσιακού δικαίου».

Όσον αφορά στο άρθρο 5 για τον αιγιαλό, το WWF υποστηρίζει ότι «το νομοσχέδιο δημιουργεί και ένα κίνητρο που ευνοεί την αλλοίωση με τεχνικά έργα του φυσικού αναγλύφου της παράκτιας ζώνης, ενώ θα έπρεπε να διασφαλίσει ακριβώς το αντίθετο – στρατηγικές επενδύσεις που εντάσσονται, στον μέγιστο δυνατό τεχνικά βαθμό, στο φυσικό ανάγλυφο της πολλαπλώς απειλούμενης παράκτιας ζώνης».

Σε σχέση με την πρόσβαση των πολιτών στις προς εκμετάλλευση παραλίες, οι άνθρωποι του WWF καταλογίζουν στο υπουργείο ότι προσπαθεί να αποσιωπήσει τη βούλησή του να απαγορεύσει την πρόσβαση: «Το νομοσχέδιο και η ισχύουσα ρύθμιση αντιφάσκουν, διότι η «παραχώρηση απλής χρήσης» (παρ. 3) – δηλαδή, η παραχώρηση που δεν θίγει τον κοινόχρηστο χαρακτήρα – είναι ασυμβίβαστη με την απαγόρευση χρήσης του αιγιαλού από τρίτους (παρ. 6). Θα έπρεπε, συνεπώς, να διατυπωθεί με ακρίβεια η νομοθετική βούληση, δηλαδή ο αποκλεισμός της παραλίας στους τρίτους, προκειμένου τουλάχιστον να διευκολυνθεί η διαβούλευση και η αξιολόγησή της».

Τέλος σημειώνουν ότι «σε καιρό κλιματικής κρίσης, η προστασία της παράκτιας ζώνης πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ζήτημα επείγουσας προτεραιότητας για την προστασία ανθρώπων και υποδομών από κλιματικές καταστροφές. Δυστυχώς, το νομοσχέδιο αυτό κατευθύνει την αναπτυξιακή πορεία της χώρας προς την αντίθετη κατεύθυνση και επιδεινώνει τόσο την τρωτότητα των στρατηγικών επενδύσεων όσο και το οικονομικό κόστος από ακραία καιρικά φαινόμενα».