Γράφουν οι: 
Ιωάννης Λεβεντίδης, καθηγητής τμ. Οικον. Επιστημών ΕΚΠΑ, συντονιστής τομέα Οικονομίας ΜΕΡΑ25.
Ευάγγελος Μελάς, επισκέπτης καθηγητής τμ. Οικον. Επιστημών ΕΚΠΑ
Κωνσταντίνος Πούλιος, επισκέπτης καθηγητής τμ. Οικον. Επιστημών ΕΚΠΑ

Ads

Η χάραξη της ετήσιας οικονομικής πολιτικής μιας χώρας, η οποία αποτυπώνεται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα ζητήματα που καλείται να διευθετήσει το εκάστοτε υπουργείο οικονομικών.

Όσον αφορά όμως τον προϋπολογισμό, υπάρχει ένα ακόμη πιο ζωτικό και σημαντικό θέμα: η επιτυχής υλοποίησή του. Αν, επιπλέον, η χώρα αναφοράς προέρχεται από  μια μεγάλη οικονομική κρίση, ακολουθούμενη από δυσμενείς διεθνείς συγκυρίες, και η οποία ταλανίζεται από χρόνιες δημοσιονομικές παθήσεις, τότε η σχεδίαση και (κυρίως) η εκτέλεση του προϋπολογισμού αποτελεί μια πραγματικά δύσκολη αποστολή.

Ο προϋπολογισμός της Ελλάδας για το έτος 2023 έχει επισημανθεί από πολλούς ότι είναι ο πρώτος που κατατίθεται έξω από το στενό και ασφυκτικό πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας. Ενδεχομένως, πριν από μερικά χρόνια, αυτό να φάνταζε ως ένα ειδυλλιακό σενάριο όπου (επιτέλους) θα «παίρναμε την τύχη της χώρας στα χέρια μας» και θα «μπορούσαμε να χαράξουμε την πολιτική που θέλουμε».

Ads

Φυσικά, η πραγματικότητα είναι κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή. Ο προϋπολογισμός του 2023 καλείται να ενισχύσει την αναπτυξιακή πορεία της χώρας και τις επενδύσεις, να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή και παράλληλα να αντιμετωπίσει προκλήσεις, όπως η γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση, η αισχροκέρδεια, ο αυξημένος πληθωρισμός, η άνοδος των τιμών.

Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, το 2023 είναι χρονιά εκλογών, με το σενάριο της διπλής εκλογικής αναμέτρησης να συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες. Ένα τέτοιο σενάριο μεταφράζεται σε ένα τρίμηνο προεκλογικής περιόδου στη διάρκεια της οποίας αλλάζουν οι προτεραιότητες της πολιτικής ζωής και η δημοσιονομική πορεία «κόβει ταχύτητα». Το πιθανότερο όλων είναι ότι τα δύο μεγάλα κόμματα θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν ένα κλίμα πόλωσης όπου θα παρακολουθήσουμε εντυπωσιακά success stories από τη μία πλευρά και μηδενιστικά επιχειρήματα από την άλλη.

Επιπλέον, η νέα κυβέρνηση που θα σχηματιστεί, είτε προέρχεται από το ίδιο κόμμα είτε όχι, είναι πολύ πιθανό να επικαλεστεί την δημοσιονομική δυσπραγία της προεκλογικής περιόδου και να προχωρήσει σε συμπληρωματικό προϋπολογισμό.

Με βάση τα παραπάνω, το μόνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι όσον αφορά τους δημοσιονομικούς στόχους του 2023 είναι η αβεβαιότητα. Θα προσπαθήσουμε, ωστόσο, στη συνέχεια να ρίξουμε μια σύντομη και ψύχραιμη ματιά σε μερικούς βασικούς άξονες της δημοσιονομικής πορείας της χώρας.

1. Ανάπτυξη του ΑΕΠ. Η ανάπτυξη που παρουσίασε το ΑΕΠ της Ελληνικής οικονομίας κατά το έτος 2022 (σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ανέρχεται κοντά στο 6%) ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της σταδιακής άρσης των μέτρων που είχαν ληφθεί για τον περιορισμό της πανδημίας. Πρόκειται, δηλαδή, για τη διόρθωση μιας συγκυρίας που προέκυψε με τα διαδοχικά lockdown, και δεν πρόκειται να παρατηρηθεί τα επόμενα έτη. Το 2023 η ανάπτυξη θα κινηθεί (εφόσον επαληθευτούν οι προβλέψεις) στα επίπεδα του 1,5%-1,8%. Ακόμη και έτσι όμως, θα βρίσκεται πάνω από τον αναμενόμενο ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, η ανάπτυξη θα επιστρέψει στην τάξη του 3% κατά τα έτη 2024 και 2025. Για να συμβεί όμως αυτό, είναι απαραίτητη προϋπόθεση η αποκλιμάκωση της γεωπολιτικής και ενεργειακής κρίσης, η καλή πορεία του τουρισμού και των επενδύσεων και η σταθερή προοπτική της ευρωζώνης. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι καθόλου βέβαιο σε ποιο βαθμό θα επιτευχθούν.

2. Πρωτογενές έλλειμμα, Δημόσιο χρέος και πληθωρισμός. Το 2022 κλείνει με πρωτογενές έλλειμμα για την ελληνική οικονομία της τάξης του 1,6% του ΑΕΠ. Επίσης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, η χώρα προχώρησε σε δανεισμό, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να αυξηθεί. Παρόλα αυτά, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σημείωσε πτώση.

Ως από μηχανής θεός για αυτήν την μείωση εμφανίζεται ο πληθωρισμός, ο οποίος μέσω της αύξησης των τιμών των εμπορευμάτων, της ενέργειας και της καταναλωτικής δαπάνης οδήγησε και σε αύξηση του ΑΕΠ. Ο πληθωρισμός το έτος 2022 κινήθηκε στα επίπεδα του 10%, ενώ εκτιμάται ότι θα αποκλιμακωθεί στο 5% το 2023. Οι εκτιμήσεις αυτές στηρίζονται στις αναμενόμενες πτώσεις των τιμών της ενέργειας. Στα μη ενεργειακά αγαθά και υπηρεσίες, ο πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 4,6%, δηλαδή στα ίδια επίπεδα με το 2022.

Τα καλά νέα είναι ότι ένας μέτριος πληθωρισμός θα συνεχίσει να συμβάλλει στην αύξηση του ΑΕΠ και κατά συνέπεια στην μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ και τα επόμενα χρόνια. Σε αυτό συγκλίνουν όλες οι προβλέψεις. Τα κακά νέα είναι ότι οι αυξημένες τιμές της ενέργειας και οι επιπτώσεις της κρίσης πυροδοτούν τον δανεισμό, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να αυξάνει και να υποσκάπτεται η δυνατότητα αποπληρωμής αυτού του χρέους.

Όσο τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά (χάρη και στη συμβολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία αγοράζει μεγάλο μέρος των ελληνικών ομολόγων) το πρόβλημα μπορεί να κρύβεται κάτω από το χαλί. Αν όμως τα επιτόκια ανέβουν, τότε θα υπάρχει πρόβλημα με το δανεισμό και άρα με τη δημοσιονομική μας πολιτική το 2023, ενώ το κόστος εξυπηρέτησης του συσσωρευμένου δημόσιου χρέους θα συνεχίσει να αποτελεί απειλή και τα επόμενα έτη.

3. Ενίσχυση των επενδύσεων. Τα τελευταία χρόνια, οι ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν σημειώσει άνοδο και μάλιστα έχουν ξεπεράσει τα επίπεδα στα οποία βρίσκονταν πριν την εποχή της πανδημίας. Αναμφισβήτητα, το γεγονός αυτό αποτελεί θετικό οιωνό για την πορεία της Ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, μια δεύτερη και πιο προσεκτική ματιά στα χαρακτηριστικά αυτών των επενδύσεων μπορεί να προσθέσει χρήσιμες πληροφορίες. Σύμφωνα με στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδας, η πλειοψηφία των επενδύσεων αφορά υπηρεσίες και, ειδικότερα, τη διαχείριση ακινήτων (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι ιδιωτικές αγοραπωλησίες), τις χρηματοπιστωτικές-ασφαλιστικές δραστηριότητες και τις μεταφορές.

Συνεπώς, ένα σημαντικό μέρος των επενδύσεων δεν είναι εκείνες που θα δώσουν πραγματική ώθηση στην οικονομία. Για παράδειγμα, η αγορά ενός ακινήτου από μια εταιρεία και η μετατροπή του σε Airbnb δεν συμβάλει αποφασιστικά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ενώ, ταυτόχρονα, επιτείνει το στεγαστικό πρόβλημα και παράλληλα ένα σημαντικό μέρος των κερδών διαφεύγει προς το εξωτερικό, χωρίς να επενδύεται στη ελληνική οικονομία.

Προκειμένου να έρθουν «καλύτερες» επενδύσεις χρειάζεται να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, να μειωθεί η γραφειοκρατία, να ενισχυθεί η ηλεκτρονική διακυβέρνηση και να αντιμετωπιστεί η απειλή του δημόσιου χρέους (όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ).

4. Αύξηση τιμών, επιδοματική πολιτική. Η αύξηση των τιμών στα βασικά καταναλωτικά αγαθά και την ενέργεια επηρέασε κυρίως τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και τις μικρότερες επιχειρήσεις. Επομένως, στοχευμένες παρεμβάσεις προς όφελος των οικονομικά αδύναμων πολιτών κρίνονται επιτακτικές. Έχουμε δει πολλές φορές στην Ελληνική πολιτική σκηνή τα κόμματα της αντιπολίτευσης να κατακεραυνώνουν τα επιδόματα και να εισηγούνται μέτρα μόνιμου χαρακτήρα. Ωστόσο, όταν αργότερα αναλάβουν την εξουσία επιδίδονται πάλι σε παρόμοιες πολιτικές.
Είναι αλήθεια ότι η επιδοματική πολιτική δεν αποτελεί πανάκεια ούτε χαρακτηρίζει μια εύρωστη οικονομία. Ωστόσο, φαίνεται ότι στη χώρα μας, και ειδικά υπό τις παρούσες συγκυρίες, δεν υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο για παρεμβάσεις μόνιμου χαρακτήρα.

Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι στα κατώτερα οικονομικά στρώματα, οι συνέπειες του πληθωρισμού γίνονται πιο έντονες και αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη στη χάραξη της επιδοματικής πολιτικής. Υπολογίζεται ότι σε αυτές τις κατηγορίες, ο πληθωρισμός αγγίζει το 20% αντί για το 10% που αφορά την ελληνική οικονομία συνολικά.

5. Διεθνείς συγκυρίες, γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση. Η γεωπολιτική αναστάτωση που ξεκίνησε με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την αύξηση των τιμών της ενέργειας αναμένεται να συνεχιστεί μέσα στο 2023 χωρίς να μπορεί να προβλεφθεί με ασφάλεια η εξέλιξή της. Οι μεγάλες χώρες έχουν ισχυρή διπλωματία και μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία όταν υπάρχει βούληση και συμφέρον. Αυτή τη στιγμή, ωστόσο, δεν διαφαίνεται κάποιος πρόθυμος να κάνει το πρώτο βήμα. Ταυτόχρονα, η υπάρχουσα κατάσταση έχει βάλει σε λήθαργο τον ανταγωνισμό Κίνας-ΗΠΑ, ο οποίος θα οδηγήσει σε πιο σοβαρές κρίσεις αν εκδηλωθεί με μεγαλύτερη ένταση.

Η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει τις διεθνείς εξελίξεις και το 2023 θα είναι μια χρονιά όπου οι αποφάσεις τρίτων θα επηρεάσουν σημαντικά την οικονομία και τη χώρα μας. Βασικό ρόλο θα παίξει η δυνατότητα της Ευρωζώνης να διατηρήσει μια σταθερότητα.

Το πρόβλημά μας ωστόσο είναι ότι, λόγω των στρεβλώσεων που υπήρχαν στο μοντέλο της οικονομίας, έχουμε συνηθίσει να πληρώνουμε στο πολλαπλάσιο τις διεθνείς κρίσεις σε σχέση με άλλες χώρες. Οι υψηλές τιμές ενέργειας θα επιβαρύνουν όχι μόνο τα νοικοκυριά (όπου το πρόβλημα μετριάζεται με επιδόματα και passes), αλλά και την αγροτική παραγωγή, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τις βιομηχανίες με μεγάλη κατανάλωση ενέργειας. 

6. Αισχροκέρδεια. Μέσα σε ένα περιβάλλον αστάθειας, αβεβαιότητας και δυσμενών συνθηκών, δεν είναι άγνωστο το σκηνικό να παρατηρούνται φαινόμενα αισχροκέρδειας και ορισμένοι να εκμεταλλεύονται τις καταστάσεις προς ίδιον όφελος. Το κατά πόσο υπάρχουν τέτοια φαινόμενα στην ελληνική οικονομία σήμερα πρέπει να εξεταστεί από τις αρμόδιες αρχές και δεν μπορεί να καλυφθεί σε αυτό το άρθρο. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι ορισμένοι κλάδοι, μεταξύ των οποίων τράπεζες, καθετοποιημένοι παραγωγοί ενέργειας, διυλιστήρια, παρουσιάζουν αυξημένη κερδοφορία κατά την περίοδο της κρίσης.

Η επιστροφή μέρους των κερδών στους πολίτες μέσω της  φορολογίας των υπερεσόδων είναι μόνο ένα μικρό μέρος αυτών που πρέπει να γίνουν και δεν λύνει το πρόβλημα. Η ενεργειακή κρίση και η έλλειψη ρευστότητας στην αγορά πλήττουν επίσης τον παραγωγικό κλάδο (βιομηχανίες με υψηλή κατανάλωση ενέργειας, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αγροτική παραγωγή). Τα όποια φαινόμενα αισχροκέρδειας πρέπει να αντιμετωπιστούν με τόλμη και αυστηρότητα από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές.

Γίνεται επομένως φανερό ότι η δημοσιονομική πορεία της χώρας για το έτος 2023, το πρώτο μετά από χρόνια ενισχυμένης εποπτείας, και για τα έτη που θα ακολουθήσουν αποτελεί μια πρόκληση τόσο για τη σημερινή κυβέρνηση όσο κυρίως για εκείνη που θα προκύψει μετά τις εκλογές. Το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ρευστό και η αβεβαιότητα είναι μεγάλη. Υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι, ενώ οι αποφάσεις τρίτων μπορούν να ανατρέψουν το σχεδιασμό της χώρας, ακόμη και ολόκληρης της Ευρωζώνης, και να μας φέρουν σε δυσμενή θέση. 

Οι κυβερνώντες, και ο πολιτικός κόσμος στο σύνολό του, καλό είναι να θυμούνται ότι η πολιτική και κυρίως η οικονομία είναι η τέχνη του εφικτού και όχι του επιθυμητού, και ότι αρκετές φορές θα πρέπει να πάρουν σκληρές αποφάσεις, ακόμη και αν χρειαστεί να συγκρουστούν με τα συμφέροντα των λίγων και να πληρώσουν το πολιτικό κόστος.