Πριν καν το καλημέρα σας και προφανώς με τον αέρα της επερχόμενης νίκης της Νέας Δημοκρατίας, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, του οποίου ο μέχρι πρόσφατα Γενικός Διευθυντής Α. Σκέρτσος διορίστηκε δεξί χέρι του πρωθυπουργού, κατέθεσε στις 2 Ιουλίου (5 μέρες μόλις πριν τις εκλογές) προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με την οποία ζητά την ακύρωση της εγκυκλίου του υπουργείου Εργασίας όπου προβλέπεται η προσαύξηση του νέου κατώτατου μισθού από 1/2/2019, με βάση την προϋπηρεσία των μισθωτών (τριετίες).

Ads

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι σήμερα, φιλικά προς την κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης, επαναφέρουν στην ελληνική πραγματικότητα το ΔΝΤ, ξεχνώντας (;) ότι η χώρα έχει βγει από τα μνημόνια και το ΔΝΤ έχει αποχωρήσει. Παρά ταύτα, σύμφωνα με τα σχετικά δημοσιεύματα, το ΔΝΤ «έστειλε ραβασάκι στην Αθήνα και στη νέα κυβέρνηση, πακεταρισμένο μέσα στην Έκθεση του Ταμείου για την Ευρωζώνη» για τις αλλαγές που επήλθαν στα εργασιακά, με την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου, εξελίξεις που σύμφωνα με το Ταμείο αυξάνουν τους κινδύνους για την ανάκαμψη της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας.

Ο συνδυασμός των γεγονότων επιβεβαιώνει πως προτεραιότητα της νέας κυβέρνησης, πέραν της άρσης του πανεπιστημαιακού ασύλου που επί της ουσίας για αξιόποινες πράξεις δεν υφίστατο, και της μείωσης της φορολογίας που ακόμη δεν έχει προχωρήσει, είναι η ανατροπή στα εργασιακά προς όφελος της «ανταγωνιστικότητας», όπως ζητά ο ΣΕΒ.

Τι θέλουν ο Ά. Σκέρτσος και ο ΣΕΒ

Ο Ά. Σκέρτσος και ο ΣΕΒ με την αγωγή που κατέθεσαν ζητούν από το ΣτΕ την ακύρωση των αυξήσεων στις κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα, όπως αυτές δρομολογήθηκαν από την κυβέρνηση τον περασμένο Φεβρουάριο.

Ads

Η προσφυγή κινείται κατά της εγκυκλίου του υπουργείου Εργασίας που εκδόθηκε για το συγκεκριμένο θέμα στις 18 Φεβρουαρίου 2019. Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, «η εγκύκλιος δεν δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ, άρα είναι παράτυπη και πρέπει να ακυρωθεί».

Ο ΣΕΒ ουσιαστικά ζητά την επαναφορά των μνημονιακών νόμων της περιόδου 2012 – 2013 (Ν. 4093/2012 & Ν.4172/2013 και ειδικότερα τη διάταξη όπου ο κατώτατος μισθός ορίζεται ως «μοναδιαία αξία (ποσό) αναφοράς». Με άλλα λόγια, ο κατώτατος μισθός να είναι ένα μοναδικό ποσό χωρίς αυξήσεις τριετιών προϋπηρεσίας.

Ο ΣΕΒ αμφισβητεί ταυτόχρονα και την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ από 586 ευρώ που είχε καθηλωθεί από το 2012.

Υπενθυμίζεται ότι, με βάση την ισχύουσα εγκύκλιο από τον Φεβρουάριο, ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί στα 650 ευρώ μεικτά. Αντίστοιχα τα 650 ευρώ δίνονται και σε εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα με προϋπηρεσία έως τρία έτη. Για εκείνους που έχουν προϋπηρεσία από τρία έως έξι χρόνια οι κατώτατες αποδοχές αυξάνονται στα 715 ευρώ. Όσοι έχουν προϋπηρεσία από έξι έως εννέα έτη θα λαμβάνουν 780 ευρώ, ενώ εκείνοι με προϋπηρεσία άνω των εννέα ετών θα αμείβονται με μισθό 840 ευρώ.

Ταύτιση απόψεων με το υπουργείο Εργασίας

Με τις απόψεις του ΣΕΒ ταυτίζεται και η νέα υφυπουργός Εργασίας, Δόμνα Μιχαηλίδου, η οποία λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, σε συνέντευξή της στον Σκάι, εκθείαζε τις μειώσεις μισθών του 2012, επισημαίνοντας πόσο αυτές βοήθησαν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα μεταξύ 2013 και 2014 ήταν πρωταγωνίστρια στις μεταρρυθμίσεις και στις μεταρρυθμίσεις ανταγωνιστικότητας και, σύμφωνα με στοιχεία από τον ΟΟΣΑ και την Παγκόσμια Τράπεζα, είχαμε μεγάλη άνοδο της ανταγωνιστικότητας. Γιατί καταφέραμε να μειώσουμε πάρα πολύ το κόστος εργασίας, το εργασιακό μπήκε σε ένα πλαίσιο πιο ευέλικτο, το μισθολογικό μπήκε σε ένα πλαίσιο πολύ πιο σκληρό, οπότε καταφέραμε να μειώσουμε το κόστος εργασίας (υποκατώτατος, μείωση βασικού, ατομικές συμβάσεις, ημιαπασχόληση κ.λπ.)».

Και το κερασάκι η επαναφορά του ΔΝΤ

Προς επίρρωση του αιτήματος ΣΕΒ και κυβέρνησης τα «γαλάζια» μμε επικαλούνται αίφνης το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Όπως αναφέρουν, στο πλαίσιο της Έκθεσης του Ταμείου για την Ευρωζώνη, πρώτη προτεραιότητα, σύμφωνα πάντα με το ΔΝΤ, στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, θα πρέπει να είναι η διατήρηση και περαιτέρω ευελιξία στην αγορά εργασίας.

Τι συστήνει το Ταμείο για τα εργασιακά; Περισσότερες πολιτικές ευελιξίας, ενίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών έτσι ώστε να αντανακλούν τις ειδικές συνθήκες. Ζητούμενο είναι, επίσης, η διάφανη και περιοδική αξιολόγηση του πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Αχτσιόγλου: Ο ΣΕΒ καθορίζει την ατζέντα της κυβέρνησης

«Όταν βλέπω να τοποθετείται ο πρώην γενικός διευθυντής του ΣΕΒ σε κορυφαία θέση δίπλα στον πρωθυπουργό, συντονιστής του κυβερνητικού έργου, αυτό δημιουργεί και νέα δεδομένα αναφορικά με την ατζέντα η οποία πιθανόν θα υπηρετηθεί από τη νέα κυβέρνηση», επισήμανε η απερχόμενη υπουργός στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, νυν βουλευτής Επικρατείας, Έφη Αχτσιόγλου, μιλώντας στην ΕΡΤ1.

Είπε ότι ασκείται από τον ΣΕΒ μία προσφυγή εις βάρος δικής της εγκυκλίου για τις τριετίες και ότι «προσπαθεί να χτυπήσει μία ρύθμιση η οποία έδινε μισθολογικές αυξήσεις στον ιδιωτικό τομέα». Έθεσε δε το ερώτημα, τι στάση θα κρατήσει η νέα κυβέρνηση στο ζήτημα αυτό που αφορά τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα και σχολίασε ότι «είναι κακός συμβολισμός, ότι τη στιγμή που αναλαμβάνει σε μία κορυφαία θέση δίπλα στον πρωθυπουργό ένας πρώην γενικός διευθυντής του ΣΕΒ, από τον ΣΕΒ εκδηλώνεται η στάση αυτή εναντίον των αυξήσεων στον ιδιωτικό τομέα».

Η πρώην υπουργός Εργασίας ανέφερε ότι «ο ΣΕΒ στα εργασιακά έχει μία πάρα πολύ σαφή ιδεολογική θέση, η οποία λέει ότι δεν μπορούμε να έχουμε ανάπτυξη στη χώρα αν δεν μειώνουμε το εργατικό κόστος και αυτό σημαίνει μείωση μισθών και συρρίκνωση εργασιακών δικαιωμάτων». Πρόσθεσε ότι «αυτό το έχει υποστηρίξει σε όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που είχε η προηγούμενη κυβέρνηση με τους δανειστές, σε κάθε πιθανό σενάριο, είτε αφορούσε κανόνες προστασίας της εργασίας τους οποίους εισηγούμασταν στη Βουλή, είτε αφορούσε τη διαπραγμάτευση, για παράδειγμα για τη διαιτησία, είτε αφορούσε το ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού, που υποστήριζε ότι θα πρέπει να υπάρχει μία αύξηση της τάξης του 1% και ήταν πολέμιος στην αύξηση του 11% που δόθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση, είτε αφορά στο ζήτημα των τριετιών».