Εάν η έξοδος από τα Μνημόνια ήταν ο κορυφαίος εθνικός στόχος της τελευταίας τετραετίας, ο εθνικός στόχος της επόμενης κυβέρνησης – όποια κι εάν είναι αυτή – δεν μπορεί να είναι άλλος από την μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Ads

Με βάση τον γνωστό, «ανέντιμο συμβιβασμό» μεταξύ Σόιμπλε και ΔΝΤ, η Ελλάδα είναι δεσμευμένη σε πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ για την περίοδο από το 2023 έως το 2060. Το πλαίσιο αυτής της «δια βίου λιτότητας» ήταν το προϊόν του, καθαρά πολιτικού, παζαριού ανάμεσα στον πρώην υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας και του ΔΝΤ προκειμένου να παρακαμφθεί η απαίτηση του Ταμείου για κούρεμα του ελληνικού χρέους. Ταυτόχρονα όμως ήταν κι ένα πλαίσιο που εξ αρχής ουδείς σοβαρός οικονομολόγος και πολιτικός ανά τον πλανήτη θεώρησε ότι μπορεί να αποδειχθεί ρεαλιστικό – όπως ουδεμία βάση ρεαλισμού μπορεί να έχει μια μακροοικονομική και δημοσιονομική πρόβλεψη με χρονικό βάθος… 40ετίας.

Ως εκ τούτων, το «παράθυρο» για χαμηλότερα πλεονάσματα που άνοιξαν τόσο ο επιπτροπος Πιερ Μοσκοβισί όσο και ο υποψήφιος του ΕΛΚ για την προεδρία της Κομισιόν Μάνφρεντ Βέμπερ ήταν πολιτικά νομοτελειακό. Και το ίδιο ισχύει για την παράλληλη δημόσια συζήτηση που ανοίγουν τόσο η κυβέρνηση όσο και ο αρχηγός της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης έξι μήνες μετά το τέλος του Μνημονίου και στην αφετηρία της προεκλογικής περιόδου. Διότι αμφότεροι γνωρίζουν πως, όποιο οικονομικό μοντέλο κι εάν υπερισχύσει στις κάλπες και εφαρμοστεί την επόμενη τετραετία δεν μπορεί να απελευθερώσει ουσιαστικές αναπτυξιακές δυνάμεις όσο η χώρα θα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε… 40ετές «γύψο» λιτότητας.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι ποιος είναι ο πλέον αποτελεσματικός δρόμος για να επιτευχθεί ο στόχος των χαμηλότερων πλεονασμάτων και εάν υπάρχει ειλικρινής πρόθεση – ανεξαρτήτως της προεκλογικής πόλωσης – για μια διακομματική διεκδίκηση αυτού του όντως εθνικού στόχου.

Ads

Από την πλευρά της κυβέρνησης, ήταν εξ αρχής σαφής η επιδίωξη να ξαναβάλει στο τραπέζι το θέμα των πλεονασμάτων. Και κατά τις πληροφορίες, από το κλείσιμο κιόλας της τελευταίας μνημονιακής αξιολόγησης, υπήρχαν υποσχέσεις και από την πλευρά των Βρυξελλών για επανεξέτασή τους «στον ενδεδειγμένο χρόνο». Σύμφωνα με τα όσα δήλωσαν κυβερνητικές πηγές μετά την τηλεδιάσκεψη της Παρασκευής με τους θεσμούς αυτός ο «ενδεδειγμένος χρόνος» μπορεί να είναι το 2020.

Η θέση αυτή βασίζεται στην εκτίμηση ότι εως τότε, σε έναν χρόνο δηλαδή, θα έχει προχωρήσει η αναβάθμιση του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους σε υψηλότερη επενδυτική βαθμίδα – γεγονός που, από μόνο του, θα αποδεσμεύσει νέες δυνατότητες στην διαπραγμάτευση με τους θεσμούς. «Κλειδί» για να υλοποιηθεί αυτή η πρόβλεψη είναι η υλοποίηση το επόμενο διάστημα κομβικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων – όπως η εξυγίανση των χαρτοφυλακίων των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια- ενώ, αφού συμβεί αυτό, παράλληλη προϋπόθεση θεωρείται και η ανάληψη πιο γενναίων κινήσεων από την πλευρά των εταίρων σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση του χρέους. Στην πραγματικότητα, αυτός είναι και ο «οδικός χάρτης» με τον οποίο σκοπεύει να πορευτεί η κυβέρνηση στο θέμα των πλεονασμάτων εάν ανανεώσει στις κάλπες την θητεία της.

Από την πλευρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στο φόρουμ των Δελφών, παρουσίασε τη δική του θέση για τον ίδιο στόχο – τη μείωση των πλεονασμάτων. «Ας ξεχάσουμε τη λέξη επαναδιαπραγμάτευση», είπε, προσθέτοντας: «Θα προτείνω στους εταίρους μία διαφορετική συμφωνία, μεταρρυθμίσεις έναντι μείωσης των πλεονασμάτων, είναι μία συμφωνία win-win που θα έχει όφελος και για τους εταίρους… Η επαναδιαπραγμάτευση δεν είναι για εμάς, και δεν θέλω να κάνω κάτι τέτοιο από την πρώτη ημέρα, δώστε μου 6 με 12 μήνες για να αποδείξω τη σοβαρότητά μου, αν θέλετε να εφαρμόσω και τον προϋπολογισμό του 2020. Μετά όμως θα πρέπει να ξανασυζητήσουμε τα πλεονάσματα. Δεν θα έθετα το θέμα αμέσως, πρώτα θα έφερνα αποτελέσματα, θα εξασφαλίσω καλύτερους όρους δανεισμού, προσέλκυση επενδύσεων και μετά θα θέσω το ζήτημα».

Είτε χρησιμοποιώντας πάντως τον όρο «επαναδιαπραγμάτευση» είτε όχι, η πραγματικότητα λέει πως μια τέτοια – δύσκολη – διεκδίκηση έχει πολύ ισχυρότετες πιθανότητες να αποδώσει εάν στηρίζεται από ένα ενιαίο εγχώριο πολιτικό μέτωπο. Η πρόσφατη δήλωση Τσακαλώτου στο CNBC ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα στηρίξει την προσπάθεια για μείωση των πλεονασμάτων είτε είναι κυβέρνηση, είτε όχι, είναι μια θετική πολιτική υποθήκη για αυτή την υπερκομματική διεκδίκηση αυτού του στόχου. Έχει ενδιαφέρον να φανεί εάν προτίθεται να πράξει το ίδιο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που πρώτος έσπευσε να θέσει ως προτεραιότητα τα χαμηλότερα πλεονάσματα. Επί του παρόντος, δέσμευση τέτοιων συναινέσεων δεν έχει αναλάβει, ούτε δείχνει να έχει αναλογες προθέσεις…