Οι ακραίες βροχοπτώσεις λόγω της κακοκαιρίας Daniel βύθισαν στη λάσπη τη Θεσσαλία και η καταστροφή παραμένει ανυπολόγιστη δεδομένου ότι εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα φυτικής παραγωγής, καλλιέργειες, κτηνοτροφικές μονάδες, κατοικίες, επιχειρήσεις, εξοπλισμοί, προϊόντα και βασικές υποδομές έχουν υποστεί τεράστιες ζημίες από τις πλημμύρες.

Ads

«Πρόκειται σίγουρα για ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο, έχει αναλυθεί αρκετά, κάτι που δεν έχει βιώσει ξανά η χώρα μας. Το κράτος “πιάστηκε στον ύπνο”, όχι μόνο οργανωτικά» σχολιάζει στο tvxs.gr ο Χαράλαμπος Γκότσης, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και τέως πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

«Έδειξε ότι είναι ανεπαρκές, είχε αμελήσει να προστατεύσει τη συγκεκριμένη περιοχή που είχε επανειλημμένα αποδειχθεί ότι πρόκειται για μια προβληματική περιοχή σε ό,τι αφορά τις πλημμύρες. Δεν είχε προβεί στην εκτέλεση σημαντικών αποστραγγιστικών έργων ώστε τουλάχιστον, όταν εκδηλωθεί το φαινόμενο, να μην είναι τόσο οξύ και να μην είναι τόσο ζημιογόνο» σημειώνει.

Τι ξέραμε

Παρατεταμένοι καύσωνες, καταστροφικές πυρκαγιές και πρωτοφανείς πλημμύρες. Εδώ και καιρό, οι αναλυτές επεσήμαναν πως η συνεχιζόμενη αύξηση της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας θα είχε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στους τομείς του τουρισμού, της γεωργίας, των υποδομών και του εμπορίου. Η επίδρασή της στην εθνική οικονομία στο σύνολό της κρινόταν ως αδιαμφισβήτητη.

Ads

Οι προειδοποιήσεις για την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή -και όχι για την «καταστροφική μανία της φύσης» όπως ειπώθηκε δια στόματος πρωθυπουργού για τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της, όπως εξάπλωση ασθενειών, μαζικά κύματα προσφύγων, μείωση της παραγωγής, ανατιμήσεις προϊόντων, απώλεια θέσεων εργασίας και -τελικά- σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής, ήταν εκεί.

Κάποιες επιπτώσεις ήταν ήδη ορατές, ενώ οι έρευνες καταδείκνυαν την ανάγκη να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να ληφθούν δράσεις προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, για τον περιορισμό των ζημιών που αυτή συνεπάγεται.

Εκτός του τουρισμού, ένας άλλος σημαντικός τομέας της ελληνικής οικονομίας που αναμενόταν να επηρεαστεί από την κλιματική αλλαγή είναι η γεωργία. Οι παρατεταμένοι καύσωνες καταστρέφουν τις καλλιέργειες, που συνεπάγεται μείωση του εισοδήματος των αγροτών, καθώς και αύξηση του κόστους παραγωγής και των τιμών των προϊόντων.

Σύμφωνα με τη Eurostat, οι οικονομικές απώλειες λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στη γεωργία έφτασαν τα 145 δισεκατομμύρια ευρώ στα κράτη μέλη της ΕΕ τη δεκαετία 2010-2020, με προβλεπόμενη αύξηση της τάξεως του 2% κάθε χρόνο. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η μεγαλύτερη οικονομική απώλεια -92 ευρώ ανά άτομο- καταγράφηκε στην Ελλάδα. Δεύτερη στη λίστα η Γαλλία, με 62 ευρώ ανά άτομο.

Οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία

Γενικά, οι οικονομικές συνέπειες των καταστροφών στην Ελλάδα που αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή, όπως οι καύσωνες και οι πλημμύρες, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat κόστισαν στη χώρα περίπου 2,03 δισ. ευρώ τη χρονική περίοδο 2016-2021. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προβλέψει ότι αν η μέση παγκόσμια θερμοκρασία αυξηθεί κατά 1,5 βαθμό Κελσίου, ο λόγος του ελληνικού δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,6%.

Κι ενόσω οι πολίτες στη Θεσσαλία μετρούν τις πληγές τους σε συνθήκες μεγάλου υγειονομικού κινδύνου, το αποτύπωμα της βιβλικής καταστροφής στην οικονομία, είναι -για την ώρα-  δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Οι πρώτες ανεπίσημες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για άμεσο κόστος άνω του 1,5 δισ. ευρώ.

Η φυτική παραγωγή του θεσσαλικού κάμπου, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ των λοιπών περιφερειών της Ελλάδας στο σκληρό σιτάρι και το κριθάρι, καθώς ανερχόταν στο ένα τρίτο της ελληνικής παραγωγής σε ποσότητα και για τα δύο προϊόντα.

Ενδεικτικά, από τη Θεσσαλία προερχόταν επίσης το 52,8% της παραγωγής βιομηχανικής ντομάτας, το 38% της παραγωγής βαμβακιού – προϊόν με παρουσία στις ελληνικές εξαγωγές, το 54,7% αχλαδιών, το 51,7% αμυγδάλων, το 19,4% του εγχώριου πρόβειου γάλακτος και το 13,7% του εγχώριου αιγείου γάλακτος, το 18,5% της ελληνικής παραγωγής βόειου κρέατος, το 19,7% του βόειου γάλακτος και το 10% της εθνικής παραγωγής χοιρινού κρέατος. Στον κλάδο τροφίμων-ποτών και πιο συγκεκριμένα στον κλάδο των γαλακτοκομικών προϊόντων, οι επιχειρήσεις της περιφέρειας Θεσσαλίας παρήγαγαν το 40% των μαλακών τυριών και το 25% των σκληρών τυριών.

«Δεν είμαι βέβαιος αν το κόστος θα φτάσει μεσοπρόθεσμα το 5% του ΑΕΠ. Έχουμε το προηγούμενο του “Ιανού”, την καταστροφή του 2020 όπου δαπανήσαμε περίπου 850 εκατ ευρώ, όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση οι καταστροφές είναι απείρως μεγαλύτερες και κυρίως δημιουργούν προβλήματα μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Στο ΑΕΠ θα υπάρξει μια αντίρροπη κίνηση, θα προκύψουν ανάγκες για πολύ μεγάλα έργα αποκατάστασης των ζημιών που προστίθενται θετικά και ενδεχομένως να διαμορφωθεί λίγο χαμηλότερα από το 5%» δηλώνει ο κ. Γκότσης.

«Πέραν της καταστροφής κατοικιών και επιχειρήσεων, πολλές από τις μέχρι πρότινος υφιστάμενες οικονομικές δραστηριότητες δεν θα επανέλθουν. Είναι βέβαιη η αύξηση της ανεργίας, η μεγάλη πτώση στα εισοδήματα, και ιδιαίτερα πιθανή η μετακίνηση εργαζομένων σε άλλες περιοχές» σημειώνει για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, επισημαίνοντας πως μιλάμε για περίπου το 30% της εθνικής παραγωγής, ενώ θεωρεί δεδομένα την αυξηση τιμών, την αύξηση εισαγωγών και τη μείωση εξαγωγών.

«Το σημαντικότερο είναι ότι ποτέ δεν βρίσκει κανείς τη ζωή που έκανε προηγουμένως» σχολιάζει ο έγκριτος οικονομολόγος.

Η επιτακτική ανάγκη αλλαγής της οικονομικής πολιτικής για την επόμενη μέρα

«Το ελληνικό κράτος τα προηγούμενα τρία χρόνια λόγω κορονοϊού, ενεργειακής κρίσης, πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας έχει δαπανήσει πολύ μεγάλα ποσά. Απλόχερα ξοδέψαμε 55 δισ. ευρώ προς όλες τις κατευθύνσεις – όχι μόνο στοχευμένα σε ευάλωτα άτομα και πληγέντες, αλλά λίγο πολύ οριζόντια προς τους πάντες. Είδαμε επιδοτήσεις ρεύματος ακόμα και σε βίλες, είδαμε επιχειρήσεις που δεν είχαν ζητήσει αρωγή να παίρνουν χρήματα και το αποτέλεσμα βέβαια ήταν από τα 55 δισ. ευρώ τα 38 δισ. ευρώ να επανέρχονται στις τράπεζες ως καταθέσεις. Τα υπόλοιπα έγιναν ακριβά αυτοκίνητα και ακριβά διαμερίσματα, των οποίων οι τιμές έχουν πάρει τα ύψη» συνεχίζει, κάνοντας λόγο για «παράλογη διαχείριση» και υπενθυμίζοντας πως τα σχεδόν 35 δισ. ευρώ πρόκειται για πρόσθετο δανεισμό που αύξησε το χρέος της χώρας. «Χρειάζεται σοβαρότητα και σύνεση διότι οι κρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη και κανείς δεν είναι σίγουρος τι θα βιώσουμε το επόμενο διάστημα» υπογραμμίζει.

Κληθείς να σχολιάσει την περίπτωση της Σλοβενίας, που προσανατολίζεται στη φορολόγηση των τραπεζικών κερδών προκειμένου να χρηματοδοτήσει την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από τις εκεί πλημμύρες, και το κατά πόσο θα μπορούσε να εφαρμοστεί κάτι ανάλογο στην Ελλάδα, ο κ. Γκότσης απαντά:

«Εδώ υπάρχει αλλεργία στο να φορολογηθούν κερδοφόρες επιχειρήσεις και δραστηριότητες οι οποίες προέκυψαν τυχαία – δεν ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής δραστηριότητας, της βελτίωσης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας αλλά προήλθαν κυρίως από τις ειδικές καταστάσεις που ζούμε και λόγω του πολύ υψηλού πληθωρισμού που είχαμε αυτά τα τελευταία δύο χρόνια».

«Όπως και οι τράπεζες, με την αύξηση των επιτοκίων, κατέγραψαν πολύ σημαντικά κέρδη ακριβώς επειδή από τη μία αυξήθηκαν πολύ τα επιτόκια χορηγήσεων και από την άλλη τα επιτόκια καταθέσεων παρέμειναν καθηλωμένα σχεδόν σε μηδενική βάση. Αντίστοιχα θα μπορούσε να υπάρχει μια επιβάρυνση σε ενεργειακές μονάδες και τις εταιρείες τροφοδοσίας ώστε να εξασφαλιστούν κάποια χρήματα για να βοηθηθούν οι άνθρωποι του θεσσαλικού κάμπου», προσθέτει.

Για την ακρίβεια και τις ανατιμήσεις που ήδη καταγράφονται σχολιάζει ότι «τα διάφορα pass που βλέπουμε το τελευταίο διάστημα δεν είναι οικονομική πολιτική». «Είναι εφεύρεση κάποιων που θέλουν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι η Πολιτεία έχει ενδιαφέρον» λέει χαρακτηριστικά.

Αναφορικά με τρόπους ανάσχεσης του ζοφερού παρόντος και μέλλοντος που διαμορφώνεται σε επίπεδο ακρίβειας, ο κ. Γκότσης εκτιμά ότι λιγότερο που θα μπορούσε να έχει ήδη γίνει, είναι να ακολουθηθεί το μοντέλο της Ισπανίας, δηλαδή να μηδενιστούν οι φόροι σε βασικά τρόφιμα όπως είναι το ψωμί ή το γάλα.