Πέθανε χθες σε ηλικία 91 ετών η τελευταία επιζήσασα του Ολοκαυτώματος του Χορτιάτη, Βασιλική Γκουραμάνη. Η κυρία Βασιλική είχε καταφέρει να δραπετεύσει από τους Γερμανούς και να επιζήσει από τις βαρβαρότητες των «ταμγαταλητών», όπως τους έλεγε η ίδια, που συνέβησαν στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944.

Ads

Οι νεκροί του Ολοκαυτώματος ήταν 149 στο σύνολο, ενώ οι εικόνες και οι θηριωδίες που συνέβησαν σημάδεψαν τους επιζώντες για πάντα.

Το Tvxs.gr δημοσιεύει την μαρτυρία της – ιστορικό ντοκουμέντο – που είχε ληφθεί στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ του Στέλιου Κούλογλου «Το Ολοκαύτωμα της Μνήμης»

image

Ads

Ακολουθούν αποσπάσματα από την συνέντευξη της Βασιλικής Γκουραμάνη:

2 Σεπτεμβρίου, η ημέρα του Ολοκαυτώματος…

«Τα τάγματα του Σουμπερτ, Γερμανάκης, Καπετανάκης, Δασκαλάκης, έτσι φωνάζονταν ο ένας τον άλλο και έβριζαν… Μας έβριζαν κάτι βρισιές κάτι αυτά και όλοι κάτι άντρες γεροδεμένοι με μουστακάκια κάτι μελαχρινοί ψηλοί θηρία άντρες ήταν… Μας συγκέντρωσαν στου πρόεδρου το σπίτι. Εκεί μας συγκέντρωσαν και μας είχαν και δεν μας έλεγαν τι θα μας κάνουν και τον πρόεδρο τον είχαν τραυματίσει, είχε σφαίρα και έτρεχαν τα αίματα γιατί εγώ με του πρόεδρου το κοριτσάκι ήμασταν φιλενάδες και βρεθήκαμε όλοι στην συγκέντρωση (…)

Εμάς που μας είχαν μαζέψει στην πρώτη συγκέντρωση μας πήγαν στο φούρνο στο δικό μας το σπίτι. Eκεί μας μάζεψαν και σε ένα άλλο σπιτi και ύστερα βγήκαν στο βουνό εδώ γύρω απ’ το χωριό και φώναζαν τα τάγματα ασφαλείας “βγείτε δεν σας κάνουμε τίποτα Έλληνες είμαστε”. Ο κόσμος άκουγε που μιλούσαν ελληνικά και έβγαινε και μόλις έβγαινε τους σκότωναν. Σκότωσαν και έξω από το χωριό κόσμο που ‘χε γριές με τα εγγόνια. 

Εμάς μας μαζέψανε  στο φούρνο. Μας πήγαιναν και μας έφερναν τα τάγματα ασφαλείας στο νεκροταφείο. Δεν το βρήκαν το μέρος εύκολο και ύστερα μας γύρισαν πίσω. Όταν μας γύρισαν πίσω στο φούρνο, μας μάζεψαν, άνοιξαν τις πόρτες και μπήκαμε μέσα. Ο φούρνος ήταν διώροφο κτίριο – απάνω είχαμε τον φούρνο, κάτω  ζυμωτήριο. Μας έριξαν και (ξερά) χόρτα γιατί είχαμε σταβλο εμείς, είχαμε ζώα και πήγανε και έβγαλαν χόρτα και τα έφεραν. Μας τα ‘ριξαν. Λένε “πέστε κάτω” και μας έριξαν τα χόρτα και μια κίτρινη σκόνη. Έκλεισαν και τις πόρτες. Αυτή η κίτρινη σκόνη ξαφνικά – ριπή τη ριπή – άναψε και άρχισαν τα χορτάρια να καινε και από τον καπνό από την μυρωδιά δεν μπορούσες να σταθείς. Άλλοι πύραν το πολυβόλο και έριχναν».

Η απόδραση της και οι συγγενείς που άφησε πίσω…

«Εμείς ήμασταν από το φούρνο ξέραμε τα σημεία και ανοίξαμε ένα τριζάκι μεγαλο με παράθυρα. Τα είχαν κλείσει όλα και στάθηκαν απέξω. Εμείς χωθήκαμε εκεί από κάτω, αλλά ύστερα δεν μπορούσαμε, έπρεπε να φύγουμε… Τη μαμά μου, όμως, την είχανε τραυματίσει. Η μαμά μου ήταν με την αδερφή της και οι άλλες οι θείες μου ήτανε επάνω. Είχε μια σφαίρα στο μέτωπο. Όπως με έκρυβε να μην με πάρουν οι σφαίρες, είχα γεμίσει με αίματα. Όλα τα αίματα που είχα εγώ επάνω μου ήταν από την μαμά μου. Αυτή ήξερε αλλά εγώ τι να ξέρω δεν κατάλαβα, μόνο που έλεγε στην αδερφή της “εγώ δεν θα ζήσω αλλά το παιδί μου”. Η αδερφή της ήταν έγκυος 8 μηνών και είχε ένα μωρό στα χέρια. Τριών χρονών ήτανε;, δυόμιση; Και λέει “εγώ δεν θα ζήσω αλλά το κορίτσι μου να ζήσει. Να μην χαλάσει το σπίτι μου” και το σπίτι καίγονταν, δεν ήξερε… Έκανε τον σταυρό της προς τον Αγιο Γιώργη, είχαμε ένα παρεκκλήσι, και έλεγε: “Εγώ ξέρω πως δεν θα ζήσω, αλλά το παιδί μου να γλιτώσει”. Μετά βρήκαμε τις αυλόπορτες, από την κάτω μεριά, και βγαίναμε στον μπαχτσέ που είχαμε. Πήγα προς τα κάτω και εγώ, έπεσα εκεί, είδα κόσμο που ήταν πεσμένοι εκεί κάτω… Πέφτω κι εγώ. Η μία δίπλα μου ήταν ζωντανή και μου λέει “πέσε και μην κουνιέσαι”».

Οι θηριωδίες των «ταγματαλητών»…

«Αυτούς που έβρισκαν στο βουνό… μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά από νιάτα φορτωμένη μέχρι εκεί απάνω, την βρήκαν και δεν λέγεται τις της έκαναν […]Έλληνες τα έκαναν, οι Γερμανοί δεν πείραξαν. Έλληνες μόνο. Για τους Γερμανούς ακούστηκε για ένα σπίτι, για ένα κορίτσι. Τελειόφοιτη Γυμνασίου πρέπει να ήταν. Εφυγε στην Αθήνα. Δεν ξαναήρθε στο χωριό, δεν την είδαμε ποτέ ξανά. Έκαναν και μέσα στο χωριό, αλλά στο βουνό έκαναν αίσχη πολλά, όσα κορίτσια τα βρίσκαν δεν τα άφηναν… Για αυτή την κοπέλα που είπα, η μάνα της ήταν δίπλα και τα έβλεπε όλα. Και αφού την τυράννησαν τόσο πολύ δεν τη σκότωσαν. Στη μάνα, όμως, έβγαλαν το πιστόλι και την σκότωσαν. Αίμα δεν έτρεξε, είχε παγώσει που έβλεπε το παιδί τι τυρράνισμα του έκαναν. Έκαναν και τέτοια πράγματα (…) Και του παπά τις κόρες. Δυο κόρες είχε και τα έβλεπε όλα, έβλεπε τι τους έκαναν. Δεν ήταν μόνο το σκότωμα. Έκαναν κι αυτά. Μετά που μαζευτήκαμε κάθε ένας έλεγε αυτά που ήξερε και μάθαμε ο ένας από τον άλλον (…)

Σε ένα κοριτσάκι, όπως είναι η εγγονή μου, σκότωσαν τη μάνα του και έπαιρναν καοτσούκια και του τα πέταγαν καμένα και το έκαιγαν. Και αυτό φώναζε και έκλαιγε κι αυτοί γελούσαν. Τους άρεσε, τους φαινόταν πολύ αστείο. Στη συνέχεια το άφησαν. Έζησε ακόμα  15 μέρες, όπως λιώνει το κερί στην εκκλησία έτσι έλιωνε. Δεν μπορούσαμε να το πιάσουμε, ούτε να το ντύσει η γιαγιά του, ούτε να το αλλάξει, ούτε… Τι να του βάλει. Ό,τι και να του βάζε, κολλούσε απάνω του πληγή. Το πήρε ,αρχικά, ο Ερυθρός Σταυρός. Μετά το πήρε η γιαγιά του, το ‘χε για 15 μέρες. Μόνο έκλαιγε, έλιωσε σαν το κερί πέθαινε, μετά από 15 μέρες πέθαινε».

Η μυρωδιά και οι μνήμες δεν χάθηκαν ποτέ…

«Ξέρουμε ότι τα θύματα ήταν 149. Μαζεύτηκαν από το βουνό, από δω, από κει, σκοτωμένοι σε σπίτια. Τον θειο μου τον είχαν πάρει μαζί με έναν γέρο και με ένα παλικάρι και τους πήγαν σε ένα σπίτι εδώ στο χωριό. Τους έβαλαν μέσα και τους σκότωσαν. Μετά έβαλαν και φωτιά στο σπίτι (…) Το έκαψαν όλο αφού πρώτα το λεηλάτησαν και πήρα τα χρήματα – γιατί τότε ο κόσμος δεν είχε πολυτέλειες και ότι έβγαζαν από τα χωράφια το έκαναν όλο χρυσό. Τότε άμα αρρώσταινες έπρεπε να πουλήσεις χωράφι, έπρεπε να βάλεις ενέχυρο για να γιατρευτείς. Και ο κόσμος έβλεπε πως πρέπει να έχει λίγα χρήματα για μια αρρώστια. 

Σε όλα τα σπίτια έβαλαν φωτιά και το βράδυ έφυγαν. Το έκαναν τις απογευματινές ώρες. Ήρθαν οι χωριανοί, μπήκαν μέσα στο χωριό και έτρεχαν να προλάβουν τα σπίτια. Κάποια τα έσβησαν. Ύστερα μαζεύτηκε ο κόσμος. Πήγαμε στα σπίτια που είχαν σωθεί. Σε ένα σπίτι ας πούμε με 3 δωμάτια, έμεναν 4-5 οικογένειες, ώσπου να δούμε τι θα γίνονταν. Μπήκαμε στον Δεκέμβριο, μες στο χειμώνα που να πας. Κάποιοι είχαν μέρη να πάνε, όμως άλλοι δεν είχαν. Εμείς μείναμε σε ένα σπίτι στη γειτονιά. Είχε πλάκα και κάηκε μόνο το κάτω. Το πάνω δεν κάηκε. Ηταν 4 δωμάτια και μείναμε 5 οικογένειες εκεί το χειμώνα. Ύστερα μπήκε η άνοιξη σιγά-σιγά, κάποιοι που είχαν λίγα χρήματα έκαναν μια καλύβα μέσα στο χωριό, αφού δεν ήθελαν να φύγουν. Πολλοί, όμως, έφυγαν (…)

Τα θύματα από το φούρνο τα θάψαμε εκεί. Τους άλλους στο βουνό τους έθαψαν σε διάφορα μέρη για να μην υπάρχει πρόβλημα στο χωριό. Μύριζε χρόνια το χωριό. Η μυρωδιά δεν χάνονταν και στα σπίτια που μαζεύτηκαμε η μυρωδιά ήταν… σάρκα, ρουχισμός (όσα είχαμε), ζώα. Όλα κάηκαν. Η μυρωδιά δεν χανόταν, χρόνια (…) Τα όνειρα ήταν όλο εφιάλτες: Όλα να φύγουμε, να τρέξουμε, να κρυφτούμε. Είναι κάτι που αν το ζήσεις το εχεις πάντα μπροστά σου… η μνήμη δε φεύγει. Τώρα μπορεί να ξεχνάω που έβαλα ένα αντικείμενο. Αυτά όμως δεν ξεχνιούνται, δε φεύγουν αυτά, είναι όλο μπροστά μας… Όταν κάτι το ζεις, εκείνο γράφεται δεν φεύγει. Όταν δεν το ζεις και το ακούς είναι σαν να διάβασες ένα βιβλίο, σαν να είδες μια ταινία… Την μια την ώρα την βλέπεις, την άλλη τη ξεχνάς, αλλά εκείνα που τα ζεις δεν ξεχνιούνται…. δεν ξεχνιούνται».

Δείτε ολόκληρο το ντοκιμαντέρ «Το Ολοκαύτωμα της Μνήμης»