Οι ανησυχίες και τα ερωτηματικά σχετικά με τη πορεία του περιβόητου και πολυσυζητημένου Rt (στιγμιαίος αριθμός αναπαραγωγής), όπως εκφράστηκαν μέσα από σειρά προηγούμενων δημοσιευμάτων στο tvxs, φαίνεται ότι προκάλεσαν αναστάτωση στην επιτροπή των εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας,. Mάλιστα η κυρία Σύψα, μέλος της επιτροπής, μας έστειλε και εξώδικο.

Ads

Ωστόσο στις κριτικές μας παρατηρήσεις δεν είχε δοθεί καμία απάντηση, μέχρι στις 15 Αυγούστου, όταν ο κ. Δ. Παρασκευής, αναπλ. Καθηγητή Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, και μέλους της επιτροπής, όταν ρωτήθηκε σχετικά με το που βρίσκεται σήμερα ο δείκτης Rt απάντησε αφοπλιστικά: 

«… Εμπειρικά, επειδή δεν έχουμε δεδομένα, το Rt πρέπει να είναι μεγαλύτερο από τη μονάδα…»

Η αποκαλυπτική αυτή δήλωση, δεν είναι καθόλου καθησυχαστική όσον αφορά την εξέλιξη, αλλά κυρίως τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, την ώρα που ο ιός πανδημεί και η διασπορά του τρέχει με ρυθμούς, τους οποίους οι υπεύθυνοι «διαχειριστές» επιχειρούν να ακολουθήσουν ασθμαίνοντας, σε ρόλο ουραγού.

Τα μη φαρμακευτικά μέτρα (μάσκες, αποστάσεις, ατομική υγιεινή) σε συνδυασμό με τα περιοριστικά είναι απολύτως απαραίτητα. Ωστόσο η αποτελεσματικότητα τους περιορίζεται σημαντικά χωρίς την ταυτόχρονη εφαρμογή μέτρων που αφορούν όχι μόνον την αυτονόητα αναγκαία πρόληψη, αλλά και την πρόβλεψη των εξελίξεων.

Ads

Θα πρέπει να σταματήσει ΑΜΕΣΑ η αποτυχημένη τακτική που ακολουθείται μέχρι σήμερα και η οποία βασίζεται στο «δόγμα» του «βλέποντας και κάνοντας», με την επιστημονικοφανή ρητορική, που εμφανίζει τους ειδικούς να μελετούν τα δεδομένα (σε ποια ακριβώς αναφέρονται;) με μοντέλα, αλγόριθμους κλπ, ότι κάνουν εκτιμήσεις και ότι παίρνουν τα αντίστοιχα μέτρα, με επικίνδυνη καθυστέρηση.

Αυτό ακριβώς το τελευταίο θα πρέπει να πάρουν υπόψη τους, όλοι οι «ειδικοί», προκειμένου να αντιληφθούν ότι ενεργώντας ως ουραγοί, αφενός πολλαπλασιάζουν τη χρονοκαθυστέρηση, επιτρέποντας στον ιό να αυξήσει ανενόχλητα την έκταση και τη ταχύτητα της διασποράς του,  αφετέρου δε, θα τρέχουν πάντα πίσω από τις εξελίξεις, που κάποια στιγμή θα πάψουν να είναι απλώς αντικείμενο ειδήσεων και φλύαρων σχολιασμών και θα εξελιχθούν σε τραγικές απώλειες ανθρώπινων ψυχών.

Επανειλημμένα είχαμε επισημάνει τις οργανωτικές αδυναμίες του ΕΟΔΥ και συγκεκριμένα την έλλειψη οργανωτικής υποδομής και του κατάλληλου μηχανισμού για την διενέργεια εκτεταμένων μαζικών έλεγχων (testing) στον πληθυσμό. Σε συνδυασμό με τα τραγικά αποτελέσματα  της  στρατηγικής επιλογής  που εφάρμοζε «ευλαβικά», δηλαδή να απαξιώνει και να υποτιμά το μοναδικό όπλο που θα εξασφάλιζε την ενεργητική αντιμετώπιση της πανδημίας: την έγκαιρη ανίχνευση των κρουσμάτων, τον εντοπισμό των ασυμπτωματικών και προσυμπτωματικών, πριν από την αυτονόητη διαδικασία της ιχνηλάτησης των επαφών τους.

Στην αντιμετώπιση της COVID-19, έχει τεράστια σημασία ο μαζικός και στοχευμένος έλεγχος του πληθυσμού, με στόχο την ανίχνευση και τον εντοπισμό των κρουσμάτων και στη συνέχεια  την ιχνηλάτηση των επαφών τους, την απομόνωσή τους και εν τέλει την περιχαράκωση της επιδημίας. Αυτό ακριβώς τονίζουν σε κάθε ευκαιρία, τόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), όσο και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης (ECDC,) με τη πρόσφατη 11η Επικαιροποιημένη Έκθεση, με τον τίτλο ΤΑΧΕΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ (Rapid risk Assessment), που αναφέρεται ειδικά στην «Αναζωπύρωση των κρουσμάτων» (resurgence of cases), διαχωρίζοντας σαφώς τα διαφορετικά στάδια αυτής της διαδικασίας. Η στρατηγική αυτή επιλογή, όχι μόνον υποτιμάται στην πράξη, αλλά αποσιωπάται συστηματικά ακόμη και στις επίσημες ενημερώσεις του ΕΟΔΥ και του Υπουργείου Υγείας. 

Αντίθετα επιχειρείται η κάλυψη του προφανούς ελλείμματος των μαζικών ελέγχων κάνοντας συνεχείς αναφορές σε εκτεταμένες ιχνηλατήσεις των επαφών, από κρούσματα ο αριθμός των οποίων είναι περιορισμένος, επειδή δεν γίνονται μαζικοί έλεγχοι.

Η επιδημιολογική εικόνα συσκοτίζεται ακόμη περισσότερο όταν τα αποτελέσματα των test από τους ελέγχους στα σύνορα της χώρας, υπολογίζονται συλλήβδην μαζί με εκείνα των περιορισμένων ελέγχων στην κοινότητα. Η καταμέτρηση συλλήβδην των δυο αυτών κατηγοριών με διαφορετική δυναμική,  επιχειρεί , αυξάνοντας το συνολικό αριθμό, να δώσει την εντύπωση των αυξημένων ελέγχων και να καλύψει το έλλειμμα των μαζικών ελέγχων στον πληθυσμό.

Ωστόσο το αποτέλεσμα είναι, με τον τρόπο αυτό, να μην μπορεί να υπάρξει πραγματική εικόνα της έκτασης και του μεγέθους της διασποράς, αλλά αντίθετα να δημιουργείται μια πλασματικά βελτιωμένη εικόνα, η οποία με τη σειρά της  οδηγεί αναπόφευκτα σε λανθασμένη εκτίμηση κινδύνου.

Επιπρόσθετα οι συνέπειες αυτής της ελλειμματικής πολιτικής, που ήδη διαγράφονται με τα μελανότερα χρώματα, αν κρίνει κανείς από τους αριθμούς των ατόμων που αποτυπώνονται πλέον σε κρούσματα, δεν περιορίζονται μόνο στο πεδίο των υπολογισμών.

Η ελλιπής αντίληψη και η ως εκ τούτου ανεπαρκής εφαρμογή του testing, εκφράζεται και στο πεδίο  των οδηγιών.

Για να αντιληφθούμε ποιους ακριβώς κινδύνους εγκυμονούν οι ελλιπείς οδηγίες του ΕΟΔΥ: 

Με δεδομένο ότι ο ιός μεταδίδεται στην προσυπτωματική περίοδο, δηλαδή στη περίοδο πριν από την εκδήλωση των συμπτωμάτων και συγκεκριμένα στις  περίπου 7 ημέρες που μεσολαβούν από τη μόλυνση μέχρι την εκδήλωση των συμπτωμάτων, οι δυνητικοί φορείς μπορούν να διασπείρουν τη νόσο για 2-4 ημέρες πριν εμφανίσουν τα συμπτώματα. 

Μάλιστα για την ακρίβεια, οι 1-2 ημέρες πριν την εκδήλωση των συμπτωμάτων μπορεί να είναι εκείνες με την πιο υψηλή μεταδοτικότητα.

Η οδηγία και η σύσταση που αναπαράγεται στα ΜΜΕ από τους επαγγελματίες «ειδικούς» και από όσους τις αναπαράγουν, και δίδεται στα άτομα που υποψιάζονται ότι μπορεί ενδεχομένως να έχουν μολυνθεί, είναι να αποφύγουν τις επαφές, να μπουν από μόνα του σε καραντίνα, και να υποβληθούν σε έλεγχο μόλις εκδηλώσουν κάποιο σύμπτωμα.

Αντί να είναι: Η ΑΜΕΣΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ. 

Τη πρακτική αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει και η δήλωση – σύσταση του κου Γκίκα Μαγιορκίνη επίκουρου καθηγητή Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο ΕΚΠΑ, ο οποίος σχετικά με τους νέους που επιστρέφουν από τις διακοπές τους, εκτός από το μέτρο, του να αποφύγουν την επαφή με ευπαθή άτομα αναρωτιέται: «…ίσως θα ήταν και χρήσιμο να κάνουν ένα test…»

Ούτε λόγος δεν γίνεται για test, εκτός από τη σύσταση για μάσκα, αποστάσεις, μέτρα ατομικής υγιεινής και αποφυγή επαφής με ευπαθείς ομάδες, δηλαδή μέτρα αναγκαία και αυτονόητα. Είναι προφανές ότι το άτομο που έχει υποβληθεί σε test και έχει βρεθεί θετικό, είτε είναι συμπτωματικό, ασυμπτωματικό ή προσυμπτωματικό, έχει διαφορετικό βαθμό ευαισθητοποίησης και είναι πιο δεκτικό στις οδηγίες, με αποτέλεσμα να προφυλάσσει καλύτερα τον εαυτό του και τους άλλους. 

Αντίθετα εάν δεν διενεργηθεί το test, υπάρχει κίνδυνος:

Εκτός από τη μη έγκαιρη διάγνωση, όσον αφορά το συγκεκριμένο άτομο, να καθυστερήσει η άμεση ιχνηλάτηση των επαφών του και οι επαφές αυτές να μεταδώσουν τον ιό, χωρίς φυσικά ούτε καν να το υποψιάζονται, σε ακόμη περισσότερα ανυποψίαστα άτομα. 

Τα προαναφερόμενα προφανώς θα έγιναν αντιληπτά, από τον περιφερειάρχη κ. Πατούλη, ο οποίος αν και σε μικρό μέρος μόνο, του χώρου της διοικητικής αρμοδιότητάς του (δύο λιμάνια) και για ελάχιστο χρονικό διάστημα, υπερκέρασε το υπουργείο υγείας και πήρε πρωτοβουλία για τη διενέργεια ελέγχων στους επιβάτες που επιστρέφουν από τα νησιά. Από τη διαδικασία αυτή απουσίαζε χαρακτηριστικά ο ΕΟΔΥ. Ο νοών νοείτο!

Οι ενέργειες αυτές για να είναι ουσιαστικές, αποτελεσματικές και να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύγχρονης αναζωπύρωσης της πανδημίας, με την πραγματική εφαρμογή του testing, θα πρέπει να είναι εκτεταμένες, οργανωμένες, συστηματικές και να έχουν συνέχεια.

Είναι πλέον καιρός, ο ΕΟΔΥ, χωρίς άλλη αργοπορία να επιδοθεί σύμφωνα με τις συστάσεις των Διεθνών Οργανισμών, του ΠΟΥ, του ECDC, στην εφαρμογή της πάγιας κλασικής πολιτικής της Δημόσιας Υγείας και να ξεκινήσει έστω και με καθυστέρηση, πρωτίστως τους εκτεταμένους μαζικούς ελέγχους στην κοινότητα, δηλαδή το testing, (εκτός από τους ελέγχους στις πύλες εισόδου, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να ενταθούν), προκειμένου να εντοπίζει έγκαιρα όσο το δυνατόν περισσότερα κρούσματα, να ιχνηλατήσει τις επαφές τους, να τα/τις απομονώσει, δηλαδή να σπάσει τις αλυσίδες μετάδοσης και να περιχαρακώσει σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση   την πανδημία. 

Μόνον έτσι θα μπορέσει να διευκολυνθεί το θεραπευτικό έργο που επιτελείται από το ΕΣΥ και τους λειτουργούς του και ενδεχομένως να καταστεί δυνατόν να  αποφευχθεί η πιθανή κατάρρευσή του. Μόνον έτσι θα μπορέσουν να αποδώσουν καλύτερα και περισσότερα αποτελέσματα τα υπόλοιπα μη φαρμακευτικά μέτρα (μάσκα, αποστάσεις, ατομική υγιεινή).

Μόνον έτσι θα εδραιωθεί το τόσο απαραίτητο για τη περίσταση αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης, από πλευράς πολιτών απέναντι στο κράτος και τους υγειονομικούς φορείς, και θα ενισχυθεί το αίσθημα της ατομικής ευθύνης, αναδεικνύοντας την ενεργό συμμετοχή τους σε αποφασιστικό παράγοντα για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Η με οποιοδήποτε τρόπο αποφυγή της αποκάλυψης της πραγματικότητας, η τακτική της συνέχισης και της  συγκάλυψης των λαθών και των παραλείψεων, η ωραιοποίηση της κατάστασης, η επιλεκτική ενημέρωση και η συνέχιση της επικοινωνιακής πολιτικής της ΔΙΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΔΙΠΛΩΝ ΜΗΝΥΜΑΤΩΝ, σε συνδυασμό με εκκλήσεις και επικλήσεις στις ελληνικές «αρετές» με πρόσχημα την αποφυγή της «πρόκλησης πανικού», όχι μόνον δεν βοηθάει, αλλά αντίθετα θα αποδειχθεί καταστροφική.

Αν μάλιστα κρίνει κανείς από τελευταίες κυβερνητικές ενέργειες, όπως την μεταφορά των αρμοδιοτήτων του υπουργού υγείας στον υφυπουργό, ο πανικός είναι ήδη παρών.