Για τον Αλέξη Τσίπρα η απόφαση της άμεσης προσφυγής στις κάλπες ήταν ειλημμένη από την στιγμή – λίγο μετά τις 8 της βραδιάς των ευρωεκλογών – που φάνηκε καθαρά ότι, αυτή τη φορά, οι δημοσκοπήσεις έπεσαν απολύτως μέσα.

Ads

Η διαφορά των 9,5 μονάδων (εκείνη την ώρα μάλιστα υπολογιζόταν γύρω στις 8 με 8,5) δεν είχε καμία προοπτική πολιτικής διαχείρισης – πολύ περισσότερο, δε, παραμονής στην εξουσία με πολιτική εντιμότητα -, εξ ου και οι βασικοί συνομιλητές του πρωθυπουργού θεώρησαν την κίνησή του δεδομένη και αμετάκλητη. Δεν ίσχυε το ίδιο για όλα τα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στην σύσκεψη που έγινε νωρίς το βράδυ της Κυριακής στην Κουμουνδούρου.

Ο Αλέκος Φλαμπουράρης, ο Δημήτρης Βίτσας, και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ήταν οι πλέον σθεναροί υπέρμαχοι της εξάντλησης της κυβερνητικής θητείας παρά την βαριά ήττα από την ΝΔ στις ευρωεκλογές. Το «όσο πιο αργά, τόσο πιο καλά» του υπουργού Οικονομικών και επικεφαλής της ομάδας των «53» ακούστηκε με ένταση στην κομματική σύσκεψη, με βασικό επιχείρημα ότι η οικονομία βρίσκεται πλέον στο καλύτερο μεταμνημονιακό σημείο της και πως έως τον Σεπτέμβριο ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε χρόνο να ξεδιπλώσει ακόμη περισσότερο το κοινωνικό του σχέδιο.

Τα βασικά αντεπιχειρήματα ήταν δύο: Το πρώτο ήταν ο κίνδυνος πλήρους αποσυσπείρωσης και ακόμη μεγαλύτερης πτώσης των ποσοστών του κόμματος σε μια προοπτική τεσσάρων μηνών. Το δεύτερο – πέραν της πολιτικής απονομιμοποίησης της κυβέρνησης – ήταν η απειλή μιας γενικής παράλυσης του κράτους σε μια μακρά και τοξική προεκλογική περίοδο, με πιθανά αντίστροφα αποτελέσματα και στην απήχηση του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ και στην ίδια την οικονομία. Σ’ αυτήν την πλευρά τάχθηκαν, επίσης με ένταση, ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης και ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης.

Ads

Ούτως ή άλλως, ωστόσο, δεν υπήρχε ζήτημα αλλαγής ή μετατόπισης του πρωθυπουργού. Ο κύβος είχε ριφθεί σε κλίμα κατήφειας, αλλά και σοβαρών ερωτημάτων για την – πλασματική όπως αποδείχθηκε – δημοσκοπική εικόνα πιθανής ανατροπής που έφθανε τις τελευταίες ημέρες στο Μαξίμου και από εκεί διοχετευόταν και σε μέσα ενημέρωσης.

Με αυτό το πολιτικό φορτίο, ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ καλούνται τώρα να πετύχουν την μέγιστη δυνατή αλλαγή κλίματος μέσα σε 30 ημέρες. Η 7η Ιουλίου είναι πλέον η πιθανότερη ημερομηνία των εκλογών καθώς στην κυβέρνηση θέλουν να αποφευχθούν ανατροπές και προβλήματα στο πρόγραμμα των ειδικών μαθημάτων των Πανελλαδικών εξετάσεων που ολοκληρώνεται στις 2 Ιουλίου.

Το βέβαιο είναι πως το βράδυ της επόμενης Κυριακής, 2 Ιουνίου, και αφού κλείσουν οι κάλπες του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, ο πρωθυπουργός θα πάει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και θα ζητήσει την διάλυση της Βουλής και την άμεση προκήρυξη εκλογών.

Ο Αλέξης Τσίπρας είχε επικοινωνήσει ήδη με τον Προκόπη Παυλόπουλο πριν ανακοινώσει την απόφασή του προχθές το βράδυ, ενώ μετά τα σενάρια που κυκλοφόρησαν και δημοσιοποιήθηκαν χθες το απόγευμα ξεκαθαρίστηκε πως δεν τίθεται θέμα υπηρεσιακής κυβέρνησης. Όπως έγινε γνωστό από κυβερνητικές πηγές, οι μόνες αλλαγές που θα γίνουν εν όψει των εκλογών θα είναι εκείνες των υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης καθώς και του κυβερνητικού εκπροσώπου.

Το πρόσθετο βάρος για τον ΣΥΡΙΖΑ στις 30 ημέρες που ακολουθούν είναι πώς θα κληθεί να δώσει την προεκλογική μάχη, κάνοντας ταυτόχρονα και αποτίμηση της ήττας στις ευρωπαϊκές κάλπες, τις πρώτες κάλπες που στήθηκαν μετά από 4,5 χρόνια. Είναι μια αποτίμηση που ήδη πυροδοτεί εσωτερικές τριβές, είτε με δηλώσεις όπως αυτές του Νίκου Φίλη που έθεσε ζήτημα «ύφους της εξουσίας», είτε με την μη δημόσια αλλά φορτισμένη κριτική άλλων στελεχών για την επικοινωνιακή πολιτική και την μη πραγματική ανάγνωση του κλίματος που επικρατούσε στην κοινωνία.