Αν περπατάς μέσα στα κινήματα με μάτια ανοιχτά και χωρίς την τάση εξιδανίκευσης των «παλιών καλών καιρών», το βλέπεις καθαρά. Το πιο δυναμικό και «φρέσκο» κίνημα τα τελευταία χρόνια, είναι αυτό για την εξάλειψη της έμφυλης καταπίεσης, για να μπορούν οι θηλυκότητες να νιώθουν ασφαλείς και ελεύθερες.

Ads

Πρόκειται για την εξέλιξη του φεμινιστικού κινήματος, που από τις αρχές του 20ου αιώνα παλεύει για την βελτίωση της θέσης της γυναίκας, έχοντας πάντα ανοιχτό τον διάλογο, και ενίοτε την αντιπαράθεση, με τις οργανώσεις και τα κόμματα της Αριστεράς, με τον μαρξισμό.

«Τα τελευταία χρόνια, τόσο σε ακαδημαϊκό-θεωρητικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κινημάτων, υπάρχει μια εκ νέου σύγκλιση του μαρξισμού με τον φεμινισμό, μια αμφίδρομη αναθέρμανση της διαλογικής σχέσης τους», λέει η Μαρία Χολέβα, διδάκτωρ προϊστορικής αρχαιολογίας και μέλος της συντακτικής ομάδας της εξαμηνιαίας επιστημονικής επιθεώρησης Κρίση.

«Συνέδρια οργανώνονται, βιβλία μεταφράζονται και σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και η δική μας απόπειρα να αποτυπώσουμε στα ελληνικά μια σειρά από κείμενα της διεθνούς βιβλιογραφίας, στο ενδέκατο τεύχος της ‘Κρίσης’».

Ads

Το συγκεκριμένο τεύχος είναι ήδη διαθέσιμο, με κείμενα επιδραστικών συγγραφέων όπως η Φεντερίτσι, η Ντέλφι αλλά και η Σπίβακ, κείμενα που γίνονται διαθέσιμα στο ελληνικό κοινό με την συμβολή διακεκριμένων Ελλήνων επιστημόνων. Για την συντακτική ομάδα της «Κρίσης», ο ακαδημαϊκός χώρος που καταπιάνεται με το γυναικείο ζήτημα, αποτελεί πλέον έναν τρίτο διακριτό πόλο στον διάλογο μεταξύ μαρξισμού και φεμινισμού, που βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση και με τους δύο.

«Το τεύχος αυτό βασίζεται στη θεωρητική υπόθεση ότι όσο ο φεμινισμός βαθαίνει την ανάλυση του για τα αίτια της εκμετάλλευσης των γυναικών, θα συναντά ολοένα και περισσότερο τον μαρξισμό που με την σειρά του θα εμπλουτίζεται και θα γίνεται θεωρητικά πιο γόνιμος», υπογραμμίζει ο Θοδωρής Δημητράκος, επίσης μέλος της συντακτικής ομάδας και επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας.

Ο μαρξισμός στην αρχή έβλεπε το γυναικείο ζήτημα ως μια ακόμα συνέπεια

Οι μελετητές του φεμινισμού ξεχωρίζουν κάποιες διακριτές περιόδους με διαφορετικά χαρακτηριστικά που έχουν συμβατικά ονομάσει ως «κύματα». Το πρώτο τοποθετείται στα τέλη του 19ου και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, με πρόταγμα την ψήφο των γυναικών και την είσοδό τους στην παραγωγική διαδικασία. Το δεύτερο τοποθετείται στη δεκαετία του 60 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70 και εγγράφεται μέσα στην άνθηση όλων των άλλων κινημάτων της εποχής εκείνης. Το τρίτο έρχεται μαζί με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στις δυτικές κοινωνίες, με προτάγματα τον τρόπο προβολής του γυναικείου σώματος και την σεξουαλικότητα. Το τέταρτο, σύμφωνα πάντα με τους μελετητές, βρίσκεται εν εξελίξει και υπό διαμόρφωση.

Οι συνομιλητές μας επισημαίνουν πως τα «κύματα» είναι συμβατική περιοδολόγηση που αποτυπώνει καλύτερα τα στάδια μέσα από τα οποία έχει περάσει και περνά το φεμινιστικό κίνημα κυρίως στις ΗΠΑ και δευτερευόντως στη δυτική Ευρώπη. Παραμένει ωστόσο μια χρήσιμη εργασία που βοηθά στην κατανόηση του τί συνέβη μέσα στις δεκαετίες, με τον μαρξισμό και τον φεμινισμό.

«Η βάση της συζήτησης ξεκινά σίγουρα από το πρώτο κύμα, όταν διαμορφώνεται η παραδοσιακή μαρξιστική θέση, δηλαδή ότι η καταπίεση των γυναικών ανάγεται στην ταξική καταπίεση. Ήδη στον Ένγκελς διαβάζουμε πως η έμφυλη καταπίεση είναι το άμεσο αποτέλεσμα της ταξικής διαίρεσης και επομένως της εκμετάλλευσης σε μια κοινωνία. Επομένως, η έμφυλη καταπίεση δεν υπήρχε ούτε πριν, αλλά ούτε και θα υπάρξει μετά τις ταξικές κοινωνίες, δηλαδή στον Σοσιαλισμό», σημειώνει η Μαρία Χολέβα.

«Αυτή τη θέση έρχονται οι φεμινίστριες του δεύτερου κύματος να αμφισβητήσουν, και πάνω της χτίζεται η διαλογική σχέση μαρξισμού και φεμινισμού», προσθέτει. «Βασικό τους επιχείρημα ήταν πως η ένταξη των γυναικών στην παραγωγή, η οποία είχε εν τω μεταξύ συντελεστεί σε μεγάλο βαθμό στις δυτικές κοινωνίες, δεν είχε ως αποτέλεσμα την άρση της έμφυλης ανισότητας και καταπίεσης. Σημείωναν ακόμα ότι στη Σοβιετική Ένωση, παρά το γεγονός ότι είχαν ληφθεί μέτρα για την δραστική βελτίωση της θέσης των γυναικών στην κοινωνία – για θέματα που αποτελούν ακόμα και σήμερα ζητούμενα όπως η μισθολογική ισότητα ή η άμβλωση – η ισότητα επίσης δεν είχε επιτευχθεί».

«Υπάρχει μια ποικιλομορφία των απόψεων των μαρξιστριών-φεμινιστριών και συχνά διαφωνίες μεταξύ τους. Ωστόσο, μια αρχή που τις χαρακτηρίζει είναι πως η καταπίεση δεν εντάσσεται μόνο στην σφαίρα της ιδεολογίας, ή ευρύτερα στην σφαίρα της συνείδησης, αλλά προϋποθέτει εκμετάλλευση. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, οι άνδρες καταπιέζουν τις γυναίκες διότι αποσπούν κάτι από αυτές σε υλικό επίπεδο, τις εκμεταλλεύονται», παρατηρεί ο Θοδωρής Δημητράκος. «Ακριβώς. Κι αυτό που αποσπούν αφορά κυρίως στο λεγόμενο επίπεδο της κοινωνικής αναπαραγωγής, δηλαδή των αναγκαίων σχέσεων στις οποίες έρχονται μεταξύ τους οι άνθρωποι για αναπαράγουν την ανθρωπότητα μέσω της τεκνοποίησης», συμπληρώνει η Μαρία Χολέβα.

Ο φεμινισμός μετά την πτώση της ΕΣΣΔ και το MeToo

Οι συνομιλητές μας εξηγούν πως η μείωση της επιρροής του μαρξισμού από τη δεκαετία του 80 και ύστερα η κατάρρευση των σοσιαλιστικών κρατών, είχαν επίπτωση και στη φύση των προταγμάτων του υπό διαμόρφωση τότε τρίτου φεμινιστικού κύματος.

«Τότε αναπτύσσεται το θεωρητικό εργαλείο της διαθεματικότητας, μέσα από το οποίο η συνολική καταπίεση οφείλει να κατανοηθεί ως διασταύρωση κυριαρχούμενων ταυτοτήτων. Υπό αυτό το πρίσμα, η καταπίεση της γυναίκας έρχεται να συναντήσει όχι μόνο το ταξικό ζήτημα αλλά και τη φυλή, όπως και άλλες ταυτότητες. Η προσέγγιση αυτή, πάνω στην οποία, εν πολλοίς, στηρίζεται η λεγόμενη ‘πολιτική των ταυτοτήτων’ μπορεί να μην μοιάζει ευθέως ανταγωνιστική ως προς την πολιτική πρακτική των μαρξιστ(ρι)ών, όμως έχει σοβαρή απόκλιση από αυτήν, αφού τοποθετεί όλες τις ταυτότητες ως δυνητικά ίσης βαρύτητας, σε αντίθεση με τον μαρξισμό που βάζει στο επίκεντρο την οικονομική-ταξική ανισότητα», επισημαίνει ο Θοδωρής Δημητράκος.

Κάπως έτσι φαίνεται πως φτάσαμε στο σημείο να υπάρχουν δυναμικές φεμινίστριες που όμως ταυτόχρονα δηλώνουν οικονομικά φιλελεύθερες και πως ο μαρξισμός δεν τις αφορά καθόλου. 

«Θεωρητικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος ο καπιταλισμός να μην θέλει ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες. Όμως πόσο χρήσιμος για τις γυναίκες και τελικά για την κοινωνία είναι ένας ‘θεσμικός’ φεμινισμός που θέτει ως βασικό στόχο, επί της ουσιας, τις ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στην εκμεταλλεύτρια τάξη; Ένας φεμινισμός που θεωρεί, για παράδειγμα, ως επιτυχία αυτή καθαυτή την αύξηση των γυναικών σε διευθυντικές θέσεις μέσα σε ένα σύστημα που στηρίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπων από άνθρωπο;», ρωτάει ρητορικά η Μαρία Χολέβα.

«Σηκώνει πολύ συζήτηση, για παράδειγμα, η τροπή που έχει πάρει ένα κομμάτι του κινήματος MeToo, που ναι μεν έχει παίξει πολύ θετικό ρόλο στο επίπεδο της ανάδειξης μορφών της έμφυλης καταπίεσης, όμως το βλέπουμε συχνά να απολιτικοποιείται στον κυρίαρχο λόγο και τελικά να μην θίγει τις αιτίες που γεννούν αυτές τις μορφές της καταπίεσης», προσθέτει η ίδια.

Η εύλογη «δυσφορία» των φεμινιστριών απέναντι στους μαρξιστές

Παρότι σε διαρκή διάλογο με τον μαρξισμό, οι σχέσεις των φεμινιστριών με τα κόμματα και τις συλλογικότητες της Αριστεράς, οι θέσεις αιχμής των οποίων κατά κανόνα ορίζονταν από άνδρες, δεν ήταν πάντα αρμονικές.

«Ανά φάσεις οι φεμινίστριες αισθάνθηκαν δυσφορία με την ατζέντα των κομμάτων που είχαν επιρροή από τον μαρξισμό. Παρόμοια δυσφορία για παράδειγμα, ένιωσαν και οι αφροαμερικανοί του civil right movement όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Αμερικής τους ζητούσε να υποτάξουν τις διεκδικήσεις τους στο ταξικό ζήτημα κι αυτό είχε επίδραση στον τρόπο που εξελίχθηκε η αμερικάνικη Αριστερά», λέει ο Θοδωρής Δημητράκος και συμπληρώνει:

«Μπορούμε να πούμε ότι στις επιτυχημένες εκδοχές άσκησης πολιτικής από τα κομμουνιστικά κόμματα, υπήρχε μια αρμονική συμπερίληψη των αιτημάτων των φεμινιστριών και του κινήματος για την εξάλειψη των φυλετικών ανισοτήτων. Στις αποτυχημένες εκδοχές, υπήρχε ένταση».

Η σχέση φεμινισμού και Αριστεράς στην Ελλάδα

Για τους συντάκτες της «Κρίσης», η Αριστερά για τις φεμινίστριες δεν έχει υπάρξει ο ιδανικός πολιτικός χώρος, αλλά σίγουρα ο πιο φιλόξενος συγκριτικά με τους υπόλοιπους.

«Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι οι περισσότερες φεμινιστικές συλλογικότητες και οργανώσεις αυτοπροσδιορίζονται και ως αριστερές κι αυτό δεν μπορεί παρά να ιδωθεί ως αποτέλεσμα της ιστορικής σχέσης των δύο ρευμάτων στην Ελλάδα», επισημαίνει η Μαρία Χολέβα. «Στην Ελλάδα για παράδειγμα, οι γυναίκες ψηφίζουν πρώτη φορά στην εκλογική διαδικασία που έγινε για την ανάδειξη της ‘Κυβέρνησης του Βουνού’, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και να παίρνουν μαζί με τους άνδρες τα όπλα».

«Μέχρι την Μεταπολίτευση οποιαδήποτε έκφανση του φεμινισμού ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την Αριστερά, τουλάχιστον σε μαζικό επίπεδο και όχι σε επίπεδο μεμονωμένων προσώπων. Συνεπώς η σχέση μαρξισμού και φεμινισμού προβληματοποιείται στην Ελλάδα από εκεί κι έπειτα. Τόσο το ΚΚΕ, όσο και το ΚΚΕ Εσωτερικού αλλά και το ΠΑΣΟΚ και οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς είχαν στο εσωτερικό τους ένα τμήμα που καταπιανόταν με το γυναικείο ζήτημα (ΟΓΕ, ΚΔΤ, ΕΓΕ κλπ). Ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής τους ατζέντας», εξηγεί ο Θοδωρής Δημητράκος.

«Βέβαια, η ύπαρξη αυτών των τμημάτων δεν σημαίνει ότι οι φεμινίστριες δεν ένιωσαν ποτέ αυτή την δυσφορία, για την οποία μιλήσαμε και παραπάνω», συμπληρώνει ο επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας. «Με βάση τις, εύλογα, αυξημένες προσδοκίες, από τον χώρο της Αριστεράς, η δυσφορία μοιάζει δικαιολογημένη. Όμως κατά την γνώμη μου, από τους υπάρχοντες πολιτικούς χώρους στην Ελλάδα, η Αριστερά για τις φεμινίστριες παραμένει ο πιο προνομιακός».

Η καταπίεση δεν «διαβάζεται» το ίδιο από όλες τις γυναίκες

Η συνομιλίτριά μας, βάζει μία ακόμη παράμετρο που αφορά κυρίως τις γυναίκες, με την ίδια ένταση, ακόμα και σήμερα.

«Όλες οι γυναίκες, είτε αυτοπροσδιοριζόμαστε ως αριστερές είτε όχι, ερχόμαστε αντιμέτωπες καθημερινά με τα ίδια προβλήματα. Εξάλλου και οι αριστερές συλλογικότητες συχνά αποτελούν μικρογραφίες της κοινωνίας όπου συχνά αναπαράγεται το πατριαρχικό στερεότυπο που θέλει το ανδρικό φύλο να καταλαμβάνει τον δημόσιο χώρο και την γυναίκα τον ιδιωτικό. Δεν είναι τυχαίο ότι στις ηλικίες 30-50, βλέπεις περισσότερες γυναίκες να οπισθοχωρούν από την πολιτική δράση επειδή καλούνται ή επιλέγουν να μεγαλώσουν παιδιά.

Όμως είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι και μέσα στην Αριστερά, δεν είμαστε όλες οι γυναίκες ίσες. Η δυνατότητα ανάγνωσης και επεξεργασίας της καταπίεσης δεν είναι ίδια. Για παράδειγμα, μια λευκή γυναίκα που εργάζεται στην έρευνα έχει περισσότερες πιθανότητες να εκλάβει μια πατριαρχική συμπεριφορά ως καταπιεστική, από μια μετανάστρια που δουλεύει στον καθαρισμό. Η διάχυση των επίδικων του φεμινισμού σε όσο το δυνατόν περισσότερες γυναίκες της εργατικής τάξης πρέπει να είναι στόχος μας και ευτυχώς γίνονται πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο από φεμινιστικές οργανώσεις όσο και από συλλογικότητες της Αριστεράς», καταλήγει η Μαρία Χολέβα.

Μπορείτε να έχετε πρόσβαση στο ειδικό τεύχος της εξαμηνιαίας επιστημονικής επιθεώρησης Κρίση για τον μαρξισμό και τον φεμινισμό καθώς και όλα τα υπόλοιπα τεύχη, πατώντας εδώ.