H ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα να ενημερώνει πολίτες για τυχόν παρακολούθηση τους για λόγους εθνικής ασφάλειας ισχυρίζεται ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ισίδωρος Ντογιάκος, σε γνωμοδότηση που εξέδωσε, μετά από ερώτημα που του έθεσε ο ΟΤΕ και η COSMOTE.

Ads

Το ερώτημα αφορούσε στη νομιμότητα ή μη διεξαγωγής ελέγχου σε αρχεία, τράπεζες δεδομένων, έγγραφα, βιβλία και στοιχεία των συγκεκριμένων εταιριών από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ).

Διαβάστε επίσης:

Στη γνωμοδότησή του ο κ. Ντογιάκος σημειώνει πως η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα να ενημερώνει πολίτες για τυχόν παρακολούθηση τους για λόγους εθνικής ασφάλειας, ούτε μπορεί να απευθύνεται σε τηλεφωνικούς παρόχους, καθώς την αρμοδιότητα της ενημέρωσης έχει πλέον Τριμελές Όργανο το οποίο αποτελείται από δύο εισαγγελείς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ.

Ads

Επί της ουσίας, με αυτήν την κίνηση, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου βάζει αντισυνταγματικό μπλόκο στην ΑΔΑΕ, αφού ζητά να μην ελεγχθούν τα αιτήματα που έχουν καταθέσει πολίτες προκειμένου να ελεγχθεί εάν είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ και έτσι σαφώς δεν διευκολύνει τη διαλεύκανση του σκανδάλου των παρακολουθήσεων.

Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επικαλείται τον πρόσφατο νόμο που ψηφίστηκε στη Βουλή για τη «διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών».

Μάλιστα, προειδοποιεί τα μέλη της ΑΔΑΕ ότι απειλούνται με ποινικές κυρώσεις (έως και 10 χρόνια κάθειρξη), αν παραβιαστεί η διαδικασία.

Συνταγματολόγοι, με τους οποίους επικοινώνησε το tvxs.gr, επισημαίνουν ότι η γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου δεν είναι δεσμευτική, εκτιμώντας ότι στόχος της είναι να διαμορφώσει ένα κλίμα μέσα στο οποίο οι πάροχοι δεν θα είναι εύκολο να συνεργαστούν. 

Ενδεικτική είναι και η ανάρτηση-αντίδραση του Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου και Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας, Ξενοφώντα Κοντιάδη, ο οποίος χαρακτηρίζει τη γνωμοδότηση «νομικά στήρικτη» και υπογραμμίζει ότι «αποσκοπεί στον ευνουχισμό της Αρχής».

Συγκεκριμένα, ο καθηγητής έγραψε:

«Η σημερινή γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία επιχειρεί να περιορίσει το ελεγκτικό έργο της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, είναι νομικά αστήρικτη, παρερμηνεύοντας την ισχύουσα νομοθεσία και το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος. Είναι προφανές ότι αποσκοπεί στον ευνουχισμό της Αρχής, όπως δυστυχώς είχαμε προβλέψει ότι θα συμβεί πριν από λίγες μέρες. Ο νομικός κόσμος θα αντιταχθεί σθεναρά στην αδιανόητη παρέμβαση του εισαγγελέα στη συνταγματικά και νομοθετικά κατοχυρωμένη αποστολή της ΑΔΑΕ, με την οποία εκδηλώνεται άλλο ένα εγχείρημα συγκάλυψης του σκανδάλου των παρακολουθήσεων».

Αναλυτικά, στη γνωμοδότηση σημειώνονται τα εξής:

«Ολόκληρο το κείμενο των διατάξεων και των βουλευμάτων που επιβάλλουν την άρση του απορρήτου ή απορρίπτουν σχετικό αίτημα, παραδιδόταν αμελλητί στην ΑΔΑΕ και υπό το πρίσμα των διατάξεων του προϊσχύσαντος νόμου 2225 του 1994. Το κείμενο των εν λόγω διατάξεων και βουλευμάτων προβλέπεται και με τη θέση σε ισχύ του νόμου 5002 του 2022 να παραδίδεται και πάλι αμελλητί στην ΑΔΑΕ, σε μη επεξεργάσιμη μορφή με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα, το οποίο καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφάλειας του απορρήτου του περιεχομένου του. Οι διατάξεις και τα βουλεύματα που αποστέλλονται στην ΑΔΑΕ αποθηκεύονται και τηρούνται σε ειδικά ηλεκτρονικά αρχεία που βρίσκονται σε σύστημα βάσης δεδομένων, όπως προβλέπει ο νόμος».

Παράλληλα, η εισαγγελική γνωμοδότηση ως προς τον θιγόμενο πολίτη αναφέρει ότι μπορεί να ζητήσει να ενημερωθεί εάν το τηλεφωνό του έχει παρακολουθηθεί και να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία που προβλέπεται με σχετική απόφαση του τριμελούς οργάνου (δύο εισαγγελείς και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ) μετά την παρέλευση τριετίας, αν η παρακολούθηση έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας και υπό την προϋπόθεση πως από την ενημέρωση δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίον έγινε.

Κατά αυτό το σκέλος της γνωμοδότησης δεν επιτρέπεται άλλοι πλην του θιγόμενου να ζητήσουν στοιχεία, όπως για παράδειγμα αρχηγός πολιτικού κόμματος ή άλλος πολιτικός παράγοντας. Ήδη εκκρεμεί αίτημα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξη Τσίπρα, προς την ΑΔΑΕ για ενημέρωση.

Ακόμη, ο κ. Ντογιάκος τονίζει ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων σχετικά με παρακολουθήσεις πολιτών ούτε κι αν αυτές έγιναν στο παρελθόν, και πάντως πριν τον πρόσφατο νόμο της κυβέρνησης που ανέθεσε σε τριμελές όργανο την αρμοδιότητα της διαχείρισης των αιτημάτων των πολιτών, καθώς ο πρόσφατος νόμος έχει αναδρομική ισχύ.

Επίσης, η γνωμοδότηση αναφέρεται σε σειρά ποινικών διατάξεων ειδικών νόμων αλλά και του Ποινικού Κώδικα, που επισύρουν ποινές ακόμα και δέκα χρόνια κάθειρξη για όσους παραβιάζουν τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, μηδέ και της ΑΔΑΕ εξαιρουμένης. Ειδικότερα, ως προς τις ποινές, στη γνωμοδότηση επισημαίνεται: «Λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα του θέματος της άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, οι προβλεπόμενες από το ήδη ισχύον νομοθετικό καθεστώς ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών διατάξεων τόσο εκ μέρους κάποιου μέλους της ΑΔΑΕ όσο και εκ μέρους άλλων προσώπων, τα οποία αναφέρονται σαφώς στον νόμο, είναι ιδιαίτερα σοβαρές, με προβλεπόμενη ποινή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και πρόσκαιρης κάθειρξης».

Επιπλέον, στη γνωμοδότηση αναφέρονται οι αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ όπως προκύπτουν από τον νόμο του 2003 και τονίζεται ότι η Αρχή ιδρύθηκε με συνταγματική διάταξη αλλά το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει πως οι αρμοδιότητες και η λειτουργία της καθορίζονται όχι από τον ίδιο αλλά από κοινό νόμο.

Ειδικότερα, στην εισαγγελική γνωμοδότηση σημειώνεται: «Είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει στην ΑΔΑΕ “λευκή επιταγή”, δεν απονέμεται απευθείας εκ του Συντάγματος στην ΑΔΑΕ η ελεγκτική της αρμοδιότητα. Το Σύνταγμα προβλέπει τον σκοπό και την αποστολή της που συνίσταται στη διασφάλιση του απόρρητου των επικοινωνιών. Ο τρόπος εκπλήρωσης και υλοποίησης της αποστολής της, όμως προβλέπονται από τον νόμο, όπως επίσης οι όροι και η διαδικασία άρσης του απορρήτου. Το Σύνταγμα αν και καθιδρύει τη συγκεκριμένη Αρχή (ΑΔΑΕ) καταλείπει στον κοινό νομοθέτη το εύρος και τον τρόπο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της, μολονότι, δε, ανεξάρτητη δεν είναι κανονιστικά αυτόνομη, ούτε legibus solutus, αλλά ενεργεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους».