Μπορεί ως ηρωικό έπος του ’40 να έχει καθιερωθεί το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», από τη φωνή της Σοφίας Βέμπο, ωστόσο ο γνήσιος θησαυρός της εποχής, ήταν τα ρεμπέτικα της κατοχής. Τα λογοκριμένα με την ηρωική, αντιηρωική, ερωτική, κοινωνική και συχνά κριτική ματιά των μεγάλων αυτών δημιουργών, που τραγουδάμε μέχρι σήμερα όπως ο «Σαλταδόρος», η «Συννεφιασμένη Κυριακή», το «Κάνε λιγάκι υπομονή, το «Χαϊδάρι» κ.α.

Ads

Η σκιά της λογοκρισίας, παραμένει και στα χρόνια μας αφού το -όχι μακρινό- 2013, στον Πύργο, ο διευθυντής, επίσης κατόπιν παρέμβασης γονέα, απαγόρευσε στην καθηγήτρια της μουσικής, να διδάξει και να πει μαζί με την χορωδία του σχολείου,  το «Να΄ναι γλυκό το βόλι» τραγούδι του Μπαγιαντέρα, που συγκαταλέγεται στα ρεμπέτικα της κατοχής του 1942, γιατί δεν ήθελε να ακουστεί το όνομα των Ανταρτών και του Βελουχιώτη.

Τα ρεμπέτικα της κατοχής» παρέμεναν ανέκδοτα μέχρι να τα ανασύρει ο Γιώργος Νταλάρας, να τα παρουσιάσει στη σκηνή με κάποιους από τους δημιουργούς τους και να τα ηχογραφήσει για πρώτη φορά. Ήταν το 1977 το έτος που  ”Τα ρεμπέτικα της Κατοχής” παρουσιάζονται ζωντανά, σε μια συναυλία στην Καλλιθέα. Μαζί του στο πάλκο και κάποιοι από τους δημιουργούς των τραγουδιών, όπως ο Μιχάλης Γενίτσαρης και ο Οδυσσέας Μοσχονάς. Τρία χρόνια μετά, ο Γιώργος  Νταλάρας μπαίνει στο στούντιο κι ενορχηστρώνει μαζί με τους μουσικούς τα τραγούδια.

image

Ads

Στις δεύτερες φωνές είναι η Γλυκερία και ο Δημήτρης Κοντογιάννης. Τα περισσότερα τραγούδια γράφτηκαν από τον Μιχάλη Γενίτσαρη, αλλά υπάρχουν και τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, του Μπαγιαντέρα, του Οδυσσέα Μοσχονά και του Βασίλη Τσιτσάνη. Ακόμα και το ’80 όμως, η λογοκρισία καλά κρατεί, αφού προκειμένου να δοθεί η άδεια στον Νταλάρα να ηχογραφήσει το τραγούδι «Στέλιος Καρδάρας» ζητήθηκε να εξαλειφθούν οι λέξεις ΕΑΜ – ΕΛΑΣ.

Τα τραγούδια μιλούν για τους «… ήρωες που θυσιάστηκαν και αντιστάθηκαν στις γειτονιές και στα βουνά αλλά και οι μαυραγορίτες  και οι συνεργάτες των Γερμανών περνούσαν μέσα από τους στίχους. Για χρόνια παρέμεναν ακυκλοφόρητα τραγούδια που δεν κατάφεραν να περάσουν το σκόπελο της λογοκρισίας και που η εξουσία τα πολέμησε. Με συγκίνησε και με ταρακούνησε η σκέψη να διασωθούν τραγούδια που ενοχλούσαν, τραγούδια που φανέρωναν τη συμφορά και τον πόνο του πολέμου, το μεγαλείο αλλά και τη ντροπή των ανθρώπων» λέει στο tvxs ο Γιώργος Νταλάρας, 42 χρόνια μετά την ηχογράφηση – σταθμό στην ελληνική δισκογραφία.

image

Πώς αποφασίσατε να ηχογραφήσετε τα ρεμπέτικα της κατοχής;

Τα Ρεμπέτικα της Κατοχής κυκλοφόρησαν πριν 40 χρόνια, ίσως και λίγο παραπάνω. Το ρεμπέτικο και η ιστορία του με βασάνισε από παιδί κι αργότερα ως μουσικό. Με ”πείραξε” πολύ. Είναι και αυτή η βιωματική σχέση μου με το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, λόγω καταγωγής, που με οδηγούσε σχεδόν νομοτελειακά στο να ασχοληθώ ιδιαίτερα με αυτό το είδος. Αργότερα κι όταν μπήκα στη δουλειά, ένας από τους πρώτους μου δίσκους ήταν με τα τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα. Δεν ήμουν ούτε είκοσι χρονών όταν μου εμπιστεύτηκε τα τραγούδια του ο Απόστολος.

Τότε ήταν η πρώτη ”επαγγελματική” επαφή με τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τραγούδια. Σε αυτό το δίσκο τραγούδησα και το ”Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”. Με το δίσκο ”50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι” πραγματοποιήθηκε ένα από τα όνειρά μου. Η ανέλπιστη ανταπόκριση του κόσμου, ειδικά των νέων, με συγκίνησε πολύ.  Στις μπουάτ τραγουδούσαμε αυτά τα τραγούδια που ήταν  παραγκωνισμένα για πολλά χρόνια από την επίσημη δισκογραφία. Έτσι ο δίσκος με τα λογοκριμένα και κομμένα ρεμπέτικα ήταν η συνέχεια. Το είχα στο μυαλό μου από την αρχή να ηχογραφήσω αυτά τα τραγούδια που πολλά δεν είχαν ηχογραφηθεί ποτέ μέχρι τότε. Δεν ξέχασα ποτέ εκείνα τα τραγούδια  που έξυναν ή  θύμιζαν πληγές.

image

image

Τι σας συγκίνησε σε αυτό το υλικό;

Μα ήταν η ιστορία της εποχής. Μιλούσαν για την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Οι ήρωες που θυσιάστηκαν και αντιστάθηκαν στις γειτονιές και στα βουνά αλλά και οι μαυραγορίτες  και οι συνεργάτες των Γερμανών περνούσαν μέσα από τους στίχους. Για χρόνια παρέμεναν ακυκλοφόρητα τραγούδια που δεν κατάφεραν να περάσουν το σκόπελο της λογοκρισίας και που η εξουσία τα πολέμησε. Με συγκίνησε και με ταρακούνησε η σκέψη να διασωθούν τραγούδια που ενοχλούσαν, τραγούδια που φανέρωναν τη συμφορά και τον πόνο του πολέμου, το μεγαλείο αλλά και τη ντροπή των ανθρώπων.

Ο λαός μας και οι αγώνες του, οι εκτελεσμένοι ήρωες, οι κατακτητές με τους συνεργάτες τους και μετά η μεγάλη πληγή και τραγωδία του Εμφυλίου περνούσαν μέσα από αυτούς τους στίχους και τις μουσικές του Τσιτσάνη, του Γενίτσαρη, του Μπαγιαντέρα. Νομίζω πως τα Ρεμπέτικα της Κατοχής και του Εμφυλίου, για όσους γνώριζαν την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού, ήταν μια οφειλή. Έπρεπε να πληρωθεί αυτή η οφειλή. Ο αξέχαστος Κώστας Χατζηδουλής ήταν δίπλα μου σε αυτή την προσπάθεια να αναδείξουμε αυτό το υλικό. Και ως πραγματικός ”ρακοσυλλέκτης” επιμελήθηκε το ένθετο του δίσκου με πολύ σημαντικές πληροφορίες για τα τραγούδια αλλά και την ιστορική περίοδο όπου γράφτηκαν.  Τα τραγούδια γράφτηκαν για όσους αντιστάθηκαν και θυσιάστηκαν για τη λευτεριά. Καταλαβαίνετε ότι δεν μπορούσαν  να δισκογραφηθούν μετά την Απελευθέρωση αλλά και μετά το τέλος του Εμφυλίου.

Υπάρχουν άλλωστε μαρτυρίες  για το μένος των ανθρώπων της εξουσίας εναντίον αυτών των τραγουδιών και των δημιουργών τους. Το ένστικτο του λαού όμως είναι αλάνθαστο. Τα αγκάλιασε, τα τραγούδησε. ”Συννεφιασμένη Κυριακή”, ”Κάποια μάνα αναστενάζει”, ”Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”. Τραγούδια που λειτουργούν ως μαρτυρίες γεγονότων, μεταφορά του λαϊκού αισθήματος. Γιατι το ρεμπέτικο ήταν πάντα πολιτικό, κοινωνικό, επαναστατικό τραγούδι.

Πώς περιγράφεται η ζωή της εποχής μέσα από το ρεμπέτικο;

Με το ρεμπέτικο αναδείχθηκαν πολλά κοινωνικά θέματα. Ο πόλεμος, η φτώχεια, η εργασία και η έγνοια για το μεροκάματο. Ο πόνος  των προσφύγων και η αδικία. Αλλά και τα γλέντια, ο έρωτας, η απελπισία, το περιθώριο, η αλητεία, η μπέσα, ο ρόλος της γυναίκας. Τραγούδια που γεννήθηκαν σε συνθήκες δύσκολες. Τραγούδια που πάντα φόβιζαν τις εξουσίες.

Πολλά θέματα που σχετίζονται με τη σύγχρονη ιστορία μας μπορεί να τα ερμηνεύσει κάποιος μέσα από το ρεμπέτικο. Μια ζωντανή παρακαταθήκη, λοιπόν, και μια σύνδεση  στις τωρινές δυσκολίες. Με τον τρόπο του συμπαραστέκεται,  διαμορφώνει και ήθος και ύφος.

Ποιος δημιουργός της εποχής σας εμπνέει περισσότερο και γιατί;

Νομίζω πως αυθόρμητα θα έλεγα ο Τσιτσάνης. Αλλά και μετά από σκέψη πάλι ο Τσιτσάνης θα έλεγα. Είναι οι παιδικές μου μνήμες και θεωρώ πως δεν υπάρχει κάτι πιο ασφαλές από αυτές τις παιδικές μνήμες. Τον γνώρισα πρώτη φορά στα έξι μου χρόνια. Πρόκειται για μυθικό πρόσωπο αλλά συνάμα και τόσο κοντινό μου. Ο πολυγραφότερος συνθέτης που αγαπήθηκε και για τα τραγούδια αλλά και για τη στάση του.

Ο επαναστάτης που έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από το περιθώριο και κατάφερε να το εντάξει στη νέα κοινωνική πραγματικότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Μίλησε στην ψυχή του λαού μας. Δεν είναι τυχαίο που ο Θεοδωράκης ορκίστηκε μαθητής του. Μια και μιλάμε όμως για τα Ρεμπέτικα της Κατοχής αξίζει νομίζω μια αυτούσια μαρτυρία του Τσιτσάνη σχετικά με το τραγούδι ”Της κοινωνίας η διαφορά”:

«Το έγραψα και το συνέθεσα αμέσως μετά το πέρας του εμφυλίου, γύρω στο 1951. Δυο μελωδίες έχω για αυτό το τραγούδι, δυο μουσικές σε ρυθμό ζεϊμπέκικο. Είχα και τρίτο στίχο κι ένα ρεφρέν ακόμη αλλά τώρα έχω ξεχάσει τα λόγια. Όταν τα τραγούδια δεν τα τραγουδάω στο πάλκο ξεχνιούνται μόνα τους. Κάπου το έχω σημειωμένο αλλά παρά τις προσπάθειές μου δεν το βρήκα ακόμη.

Γύρω στο 1956 με 1957, το υπέβαλα στη λογοκρισία γιατί ήθελα να το κάμω δίσκο. Και θυμάμαι τον υπεύθυνο της Κολούμπια τον Νίκανδρο Μηλιόπουλο να μου λέει πως το τραγούδι αυτό Βασίλη δεν περνάει από τη λογοκρισία, με κανένα τρόπο, γιατί το θεωρούν επαναστατικό και φυσικά ακατάλληλο για δίσκο. Ευτυχώς δεν έκανα το λάθος να το διασκευάσω και το παράτησα ακριβώς όπως το είχα γραμμένο. Μέχρι σήμερα παραμένει ανέκδοτο και σκέφτομαι να το γραμμοφωνήσω τώρα αλλά με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα».

image

Γιατί επικράτησε η σύνδεση του ελαφρού τραγουδιού (Βέμπο) με την Κατοχή κι όχι του ρεμπέτικου, αν και τραγούδια όπως η ”Συννεφιασμένη Κυριακή” που κατά τον Τσιτσάνη είναι ένα κατοχικό τραγούδι παραμένουν ζωντανά;

Το ελαφρό τραγούδι ήταν πιο αποδεκτό από την αστική τάξη εκείνη την εποχή. Εξάλλου η Βέμπο δεν ήταν μια τυχαία τραγουδίστρια. Και στη συγκεκριμένη συγκυρία εμψύχωσε τον κόσμο. Όμως και τα τραγουδια του Τσιτσάνη που αναφέρετε εξέφρασαν τον λαό, το αίσθημά του και καταγράφηκαν στη συλλογική του μνήμη. Αυτό που συνέβη όμως είναι πως το ρεμπέτικο τραγούδι εκδιώχθηκε, λογοκρίθηκε και συκοφαντήθηκε. Το ρεμπέτικο και οι άνθρωποι που το υπηρέτησαν. Υπήρξαν όμως σπουδαίοι συνθέτες στη συνέχεια και υπάρχουν μέχρι και σήμερα που περπάτησαν πάνω στα χνάρια του ρεμπέτικου κι έκαναν σπουδαία, καθαρά λαϊκά τραγούδια.