Πληθαίνουν οι αντιδράσεις για τις νέες παρεμβάσεις που προωθεί η κυβέρνηση και το υπουργείο Δικαιοσύνης στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση.

Ads

Χωρίς συγκρότηση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής ευρείας εκπροσώπησης, το υπουργείο Δικαιοσύνης προχωρά σε εκτεταμένες αλλαγές στους Ποινικούς Κώδικες, με την αυστηροποίηση να αποτελεί πανάκεια για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας παρόλο που από τα επιστημονικά και στατιστικά στοιχεία δεν προκύπτει αιτιώδης συσχέτιση μεταξύ της αυστηροποίησης των ποινών και μείωσης της εγκληματικότητας.

Σημειώνεται ότι οι Ποινικοί Κώδικες τροποποιούνται για 7η φορά από το 2019, γεγονός που ενισχύει το επιχείρημα ότι το ποινικό δίκαιο έχει μετατραπεί σε βασικό εργαλείο εξυπηρέτησης πολιτικών καιροσκοπισμών.

Για «τιμωρητισμό, εκδικητικότητα και καταδοτισμό» κάνει λόγο το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Διακιώματα, επισημαίνοντας ότι το μοντέλο που προωθεί η κυβέρνηση για την οργάνωση του ποινικού συστήματος αλλά και για την οργάνωση της κοινωνίας ισοδυναμεί με ισόβια ποινή και φυλακή για όλους.

Ads

Ολόκληρη η ανακοίνωση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα:

Τιμωρητισμός, εκδικητικότητα, καταδοτισμός, τα ισόβια πραγματικά ισόβια και η φυλακή πραγματική φυλακή είναι το μοντέλο που προωθεί η κυβέρνηση για την οργάνωση του ποινικού συστήματος αλλά και για την οργάνωση της κοινωνίας:

Με φυλακή για όλους, αυστηροποίηση ποινών, υπερδιόγκωση της ύλης, πραγματική έκτιση για πλημμελήματα και κακουργήματα, δραστικό περιορισμό των εναλλακτικών ποινών και των εναλλακτικών τρόπων έκτισης, σκλήρυνση των ρυθμίσεων για την αναστολή ποινής, τα ελαφρυντικά, την δυνατότητα έφεσης, την υφ’ όρον απόλυση.

Με ανατροπή των αντιλήψεων και των θετικών κατακτήσεων μιας 50ετίας στο πεδίο του ποινικού δικαίου και των δικονομικών κανόνων, οι νέοι ποινικοί κώδικες (ποινικός και δικονομικός) οδηγούνται στη Βουλή με την κυβέρνηση και τον υπουργό της να απολαμβάνουν σαδιστικά την αγωνία που εκπέμπει η γενική κατακραυγή του νομικού κόσμου, της επιστημονικής κοινότητας και όλων ανεξαιρέτως των οργανώσεων του πεδίου των δικαιωμάτων.

Η απονομή της δικαιοσύνης γίνεται φτηνότερη για το κράτος με επιτάχυνση ή κατάργηση διαδικασιών, συρρίκνωση των οργάνων απονομής (περιορισμό των πολυμελών δικαστηρίων) και απαλλαγή δικαστών και εισαγγελέων κατά περίπτωση από την υποχρέωση αιτιολόγησης της κρίσης τους, γίνεται όμως ακριβότερη για τον πολίτη, με πρωτοφανείς οικονομικές κυρώσεις, βαριές χρηματικές ποινές, δικαστικά έξοδα, πρόστιμα και παράβολα, και δήμευση κατά περίπτωση της περιουσίας του παραβάτη για να συνθλίβεται όχι μόνον αυτός αλλά και η οικογένεια του (όπως στο αδίκημα του εμπρησμού).

Η αλήθεια των κατηγορούμενων απαξιώνεται και ανενδοίαστα καταξιώνεται η αυθαιρεσία, η αξιωματική αξιοπιστία των αστυνομικών προανακριτικών καταθέσεων που γίνονται αμάχητα σχεδόν αποδεικτικά τεκμήρια, αφού διαβάζονται από το δικαστήριο χωρίς να καλούνται ενώπιόν τους, θεσμοθετούνται δίκες από απόσταση, και από την άλλη, παράλληλα, επιτήρηση, παρακολούθηση, ανακριτική διείσδυση και κατάργηση του απόρρητου ακόμη και για πλημμελήματα.

Οι νομικοί υπερασπιστές στοχοποιούνται εκδικητικά, με συρρίκνωση του ρόλου τους, ποινικοποίηση του λόγου τους και οικονομική αφαίμαξη για κάθε τους νομική ενέργεια, ενστάσεις, αιτήσεις, αναβολές θα χρεώνονται με ασήκωτα για τον συνήγορο οικονομικά ποσά.
Η κοινωνία ενοχοποιείται για την επιείκεια, την παραβατικότητα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού όσο και εκείνη της πολιτικής διαμαρτυρίας , που θα εξακολουθήσουν να είναι στο στόχαστρο ενώ θα εξακολουθούν να παραμένουν στο απυρόβλητο τα εγκλήματα των αστυνομικών, οι εκτελέσεις των ρομά, το μεγάλο οικονομικό έγκλημα και τα εγκλήματα του πλούτου, όπως πάντα γινόταν ως σήμερα, μια και η δικαιοσύνη τους θα εξακολουθήσει να είναι ταξική, επιεικής στους λίγους, εχθρική και ανήλεη απέναντι στους πολλούς.

Η κυβέρνηση και τα επιτελεία της επιχαίρουν και θριαμβολογούν για την κυνική επίθεση στις κατακτήσεις των κινημάτων, αλλά και στην επιστήμη και στις κοινωνικές έρευνες για την αντιμετώπιση του εγκλήματος και τη σχέση του παραβάτη με την κοινωνία, την ολομέτωπη επιδρομή στα δικαιώματα του ύποπτου, του κατηγορούμενου, του δικαζόμενου και του καταδικασμένου, που στιγματίζονται ανεξίτηλα.

Ο νεόκοπος υπουργός Δικαιοσύνης επαίρεται για τη χολερική επίθεση στα δικαιώματα που απαξιώνονται ως «δικαιωματισμός» και στους υπερασπιστές τους, που ως «δικαιωματιστές» παραδίδονται στην χλεύη της κοινωνίας.

Μιας κοινωνίας που εκπαιδεύεται στον εκφασισμό, το μίσος, την κατάδοση, την αποστροφή, που καλείται να μάθει να βλέπει τον παραβάτη σαν απόστημα, επικίνδυνο για το κοινωνικό σώμα, από το οποίο πρέπει να αποκοπεί οριστικά, να στιγματιστεί εφόρου ζωής, αφού ταπεινωθεί και εξευτελιστεί, για να καθαρθεί η κοινωνία από το έγκλημα.

Το ποινικό πεδίο είναι ένα εργαλείο κατασκευής κοινωνικού φρονήματος, χειραγώγησης της κοινωνικής συνείδησης, ένα μέσο για την εξασφάλιση της κοινωνικής και πολιτικής υποταγής.

Όμως ποτέ η κοινωνική πειθάρχηση και η φυλακή δεν απέτρεψαν την παραβατικότητα, αντίθετα η καταστολή τροφοδότησε το έγκλημα, όπως επιβεβαιώνεται στις μέρες μας όπου το αστικό έγκλημα, το ξέσπασμα της ατομικής βίας, όσο και η δράση της μαφίας πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, χλευάζοντας τις κυβερνητικές φαντασιώσεις.

Μόνη ισχυρή ασπίδα ενάντια στην παραβατικότητα και το έγκλημα είναι η κοινωνία εκείνη που λειτουργεί με ελεύθερο φρόνημα, που χωράει όλα τα κομμάτια της και παλεύει με όπλο την αλληλεγγύη για την υπεράσπιση των αξιών της και των δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν στην πορεία του πολιτισμού και που σήμερα ένα αυταρχικό τσουνάμι απειλεί να καταστρέψει.