Η άνοδος του Κυριάκου Μητσοτάκη αυτό το Σαββατοκύριακο στη ΔΕΘ, για πρώτη φορά ως πρωθυπουργού, δεν θα είναι πολιτικά δύσκολη. Oι μόλις 60 ημέρες διακυβέρνησης εν μέσω θερινής ραστώνης, όπως και η – σαρωτική – στήριξη των media προς την κυβέρνηση, εγγυώνται πως η περίοδος χάριτος έχει δρόμο ακόμη.

Ads

Η ομιλία του πρωθυπουργού στα εγκαίνια της ΔΕΘ όμως θα είναι το πρώτο ουσιαστικό βαρόμετρο της, κυβερνητικής πλέον, αξιοπιστίας του. Θα είναι το πρώτο μετρήσιμο σημείο αναφοράς ανάμεσα στον προεκλογικό Μητσοτάκη και τον Μητσοτάκη του Μαξίμου. Κι εδώ, τα μηνύματα από το κυβερνητικό επιτελείο δείχνουν ήδη σοβαρές δυσκολίες.

Συγκεκριμένα, οι πληροφορίες αναφέρουν πως διακαής στόχος του πρωθυπουργού είναι να μπορέσει να εξαγγείλει από τη Θεσσαλονίκη τη μείωση του πρώτου, τουλάχιστον, συντελεστή της φορολογίας εισοδήματος των φυσικών προσώπων από το 22% στο 9% για μέχρι τις 10.000 – μια εξαγγελία, που θα έδινε μια πρώτη έστω κοινωνική χροιά στην ατζέντα της κυβέρνησης που μέχρι στιγμής έχει εστιάσει σε ελαφρύνσεις μόνον για τις επιχειρήσεις και την μεγάλη ακίνητη περιουσία.

Ο δημοσιονομικός λογαριασμός όμως για ένα τέτοιο μέτρο δύσκολα βγαίνει. Το οικονομικό επιτελείο ποντάρει στο «πράσινο φως» των θεσμών προκειμένου να προσμετρηθούν στα έσοδα του προϋπολογισμού οι επιστροφές από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων. Οι διαρροές από το κυβερνητικό στρατόπεδο, μετά και τη χθεσινή συνεδρίαση του EuroWorkingGroup, ανέφεραν ότι η συζήτηση αυτή κινείται «σε θετική κατεύθυνση». Τόνιζαν, δε, πως εάν προσμετρηθούν στα έσοδα οι επιστροφές των 1,2-1,3 δις ευρώ, τότε θα υπάρξει δημοσιονομικό «άνοιγμα» της τάξης του 0,6% του ΑΕΠ, δηλαδή πρακτικά το πρωτογενές πλεόνασμα θα μειωθεί από το 3,5% στο 2,9%.

Ads

Ακόμη και ο δημοσιονομικός χώρος των 1,3 δις όμως παραμένει «στενός» για να χωρέσει ουσιαστικές και άμεσου αντικρύσματος φορολογικές ελαφρύνσεις για μισθωτούς, συνταξιούχους και νοικοκυριά. Στον ΣΥΡΙΖΑ, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει υπολογίσει το δημοσιονομικό κόστος των προεκλογικών εξαγγελιών Μητσοτάκη μόνον για το 2019-2020 στα 1,8 ε 2 δις ευρώ. Μόνον η μείωση του πρώτου φορολογικού συντελεστή (για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ) εκτιμάται ότι έχει κόστος κοντά στα 900 εκατομμύρια ευρώ. Η μείωση σε δύο δόσεις (το 2020 και το 2021) της εισφοράς αλληλεγγύης που επίσης εξετάζεται ως το εν δυνάμει «εναλλακτικό μέτρο-έκπληξη» της ΔΕΘ, κοστίζει επίσης περίπου 330 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.

Εάν σε αυτά προστεθούν και τα κόστη από τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων που ήδη έχουν κλειδώσει και θα (ξανα)εξαγγελθούν στην Θεσσαλονίκη – μείωση συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 28% στο 24%, μείωση του φόρου στα διανεμόμενα κέρδη από το 10% στο 5%, καθώς και μέτρα ενίσχυσης της οικοδομικής δραστηριότητας – μαζί με τη νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ, είναι προφανές ότι θα υπάρξει δημοσιονομική «μαύρη τρύπα». Άρα, όπως αναγνωρίζει και κυβερνητικό στέλεχος παραγωγικού υπουργείου «είτε θα πρέπει να γίνει έκπτωση στις πρώτες φοροελαφρύνσεις, είτε να υπάρξουν αντίστοιχες περικοπές δαπανών».

Αυτή την στιγμή, το σενάριο που προκρίνεται είναι να συνοδευτεί το όποιο θετικό φορολογικό μέτρο για τα μεσαία στρώματα με την αλλαγή στη λεγόμενη «αρχιτεκτονική» του αφορολόγητου – δηλαδή, στο χτίσιμό του έως τα 8.864 ευρώ με πρόσθετες ηλεκτρονικές δαπάνες. Πρόκειται για ένα ακόμη, όμως, λογιστικό τρικ το οποίο στην πράξη θα επιβαρύνει τους φορολογούμενους ακυρώνοντας εν μέρει και τα οφέλη από πιθανή μείωση του χαμηλού φορολογικού συντελεστή.

Οι τελικές αποφάσεις, ειδικά σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο και σε ενδεχόμενες άλλες περικοπές δαπανών, δεν θα ανακοινωθούν βεβαίως από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη αλλά θα αποτυπωθούν στο προσχέδιο του προϋπολογισμού στις αρχές Οκτωβρίου. 

Συνολικά ωστόσο, ο προβληματισμός εντείνεται στο οικονομικό επιτελείο για το σύνολο των προεκλογικών εξαγγελιών, με δεδομένο το ότι ουδείς σοβαρός παράγοντας εντός της κυβέρνησης θεωρεί ότι είναι εφικτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης του 4% και του 3% που προανήγγειλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως προϋπόθεση για να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Μόλις χθες έκθεση της Εθνικής Τράπεζας έδωσε ως πιο αισιόδοξο σενάριο την αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,1% τον επόμενο χρόνο, ενώ προχθές η Citi έκανε λόγο για ρυθμό ανάπτυξης ανάμεσα στο 1,5% και το 2%. Και τούτο, υπό την αίρεση ότι δεν θα διολισθήσει σε ύφεση η ευρωζώνη, όπως δείχνουν επίμονα τα τελευταία μεγέθη και οι οιωνοί από τη Γερμανία…