Είχαν περάσει μόλις μερικές ώρες από την είδηση της τελευταίας γυναικοκτονίας στην Καβάλα, όταν στην ιστοσελίδα του Συλλόγου «Συνεπιμέλεια», μιας από τις πιο επιδραστικές οργανώσεις του λόμπι υπέρ της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, ανέβηκε άρθρο με τίτλο: «Έχουν παιδιά όλες οι γυναίκες που κακοποιούνται;»

Ads

image

image

Το άρθρο — ένα κακογραμμένο και με παραπληκτρολογήσεις κείμενο —  ξεκινά με μια κοινότοπη φράση περί «καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται», για να φτάσει στον ισχυρισμό ότι οι γυναίκες που δολοφονούνται από τους συζύγους τους είχαν προβλήματα στον γάμο τους και απειλούσαν να πάρουν τα παιδιά τους και να φύγουν. Με άλλα λόγια, ο συντάκτης υποστηρίζει ότι μπορεί να την σκότωσε, αλλά κι αυτή απειλούσε να φύγει και να «του» πάρει τα παιδιά. Οπότε, ας μην ζητούσε διαζύγιο, για να μην τη σκότωνε.  

Ads

Το άρθρο έγινε γρήγορα αντιληπτό από μερίδα ατόμων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τόσο ο ίδιος ο εξωφρενικός ισχυρισμός όσο και η προχειρότητα του κειμένου, έκανε πολλές και πολλούς να πιστέψουν  — ή και να ελπίσουν, ίσως —  ότι η ανάρτηση έγινε από κάποιο άτομο που είχε μεν τη δυνατότητα να δημοσιεύει στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα, άρα σίγουρα από κάποιο μέλος του στενού πυρήνα του συλλόγου, αλλά χωρίς την έγκριση των υπόλοιπων μελών, και ως εκ τούτου θα κατέβει όταν συνειδητοποιήσουν τα υπόλοιπα μέλη τι ισχυρίζεται δημόσια ο ανώνυμος συντάκτης.

Το κείμενο όχι απλώς δεν κατέβηκε, αλλά την επόμενη κιόλας μέρα, ο πρόεδρος του συλλόγου και διαχειριστής της σελίδας, άφησε ένα σχόλιο στο ίδιο ακριβώς πνεύμα. Γράφει λοιπόν ο κ. Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος: «Το ερώτημα είναι σωστό. Τη σκότωσαν “γιατί είναι γυναίκα” (femicide) ή την σκότωσαν γιατί υπήρχαν παιδιά; Όποιος αρνείται το ερώτημα αρνείται την καταπολέμηση, τη πρόληψη του εγκλήματος».

Εδώ λοιπόν σβήνει κάθε ελπίδα που ήθελε ένα μεμονωμένο μέλος να αυτενέργησε ερήμην των υπολοίπων. Γιατί ο κ. Παπαρρηγόπουλος δεν ένα τυχαίο μέλος του λόμπι της συνεπιμέλειας, σαν τους δεκάδες τύπους που έβριζαν και απειλούσαν γυναίκες στο facebook, επειδή δήλωναν την αντίθεσή τους στον νόμο Τσιάρα. Δεν είναι διαχειριστής κάποιας από τις ανώνυμες σελίδες που παρουσιάστηκαν όσο μαινόταν η ιδεολογική μάχη για την συνεπιμέλεια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως η σελίδα «Ίσα δικαιώματα γονέων», η οποία προέτρεπε τους «ενεργούς μπαμπάδες» να καταρτίσουν «μαύρες λίστες» με ονόματα δικαστών και εισαγγελέων που εκδίδουν αποφάσεις ή προχωρούν σε εισηγήσεις που δεν τους αρέσουν (υπόθεση για την οποία διατάχθηκε εισαγγελική έρευνα ύστερα από καταγγελία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων).

Ο κ. Παπαρρηγόπουλος είναι πρόεδρος του συλλόγου και δικηγόρος. Όπως δικηγόρος, και καθηγήτρια μάλιστα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι και η αδελφή του, η κ. Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, η οποία είχε ενεργό ρόλο στον σύλλογο για την συνεπιμέλεια αλλά παρ’ όλα αυτά επιλέχθηκε ως μέλος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του επίμαχου νομοσχεδίου.

Ο κ. Παπαρρηγόπουλος συμμετείχε ως «επιστημονικός επιμελητής» στην πρόσφατη έκδοση ενός βιβλίου με τίτλο «Από κοινού και εξίσου: H κοινή ανατροφή του παιδιών μετά το διαζύγιο». Πρόκειται για έναν συλλογικό τόμο που φιλοξενεί κείμενα και του ίδιου άλλα και άλλων γνωστών από την ιστορία της συνεπιμέλειας συγγραφέων, όπως η κ. Μαριέττα Παπαδάτου- Παστού, εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας (ΕΛΨΕ) και επίκουρη καθηγήτρια του ΕΚΠΑ, η οποία ανέλαβε κατά τη διάρκεια της ακρόασης των φορέων στη βουλή την υποστήριξη του ψευδοσυνδρόμου της «γονεϊκής αποξένωσης».

Το βιβλίο προλογίζει ο Συνήγορος του Πολίτη κ. Ανδρέας Ποττάκης, ο οποίος στην εκδήλωση για την παρουσίασή του δήλωσε ότι «Αναγνωρίζει η ομάδα η συντακτική ότι ακόμα και αυτή απόπειρα η νομοθετική (Ν.4800/21), δεν έφτασε ενδεχομένως με την καθαρότητα που θα θέλαμε πολλοί από εμάς να ρυθμίσει τα ζητήματα αυτά ώστε προκειμένου να περιορίσει αυθαιρεσίες — για να χρησιμοποιήσω έτσι μια λίγο αυστηρή έκφραση — αυθαιρεσίες τις οποίες όλοι έχουμε διαπιστώσει — και ιδίως όσοι ασκούμε την δικηγορία —  από την δικαστική εξουσία στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανότανε και εφάρμοζε το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο στη χώρα μας. Έχουμε δηλαδή τις αγωνίες και τις ανησυχίες μας, διατηρούμε αγωνίες και ανησυχίες στο κατά πόσο ο τρόπος με τον οποίο έχουν εισαχθεί οι μεταρρυθμιστικές ρυθμίσεις αυτού του νόμου στον αστικό μας κώδικα και στο οικογενειακό μας δίκαιο θα γίνουν αντιληπτές στην πληρότητά τους από την δικαστική εξουσία όταν θα κληθούν να την εφαρμόσουν». 

Επειδή ο κ. Ποττάκης εκτός από εκλεγμένος Συνήγορος του Πολίτη είναι και νομικός, θα άξιζε να τοποθετηθεί επί του συγκεκριμένου δημοσιεύματος. Ποια άραγε να είναι η γνώμη του για την τοποθέτηση του κ. Παπαρρηγόπουλου, στον οποίο πριν λίγο καιρό απηύθυνε θερμές ευχαριστίες για την τιμή και την χαρά που του έκανε να προλογίσει το βιβλίο; Εδώ συντρέχει κάποιος λόγος να εκφράσει αγωνία και ανησυχία; 

Τόσο ο κ. Ποττάκης όσο και ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας που τους κατέστησε όλους αυτούς συνομιλητές του, είναι σε θέση να διαβάσουν την απειλή που κρύβεται πίσω από τις γραμμές για όποια γυναίκα θέλει να χωρίσει; Βλέπουν, αν όχι προτροπή για επόμενη γυναικοκτονία, σίγουρα όμως ένα ξεκάθαρο ελαφρυντικό τόσο προς τον συγκεκριμένο γυναικοκτόνο όσο και προς κάθε επίδοξο;

Aπό την πρώτη στιγμή, όσες και όσοι εναντιωθήκαμε στον νόμο για την συνεπιμέλεια, επισημάναμε ότι όλη αυτή η ιστορία δεν είχε τίποτα να κάνει με τα δικαιώματα του παιδιού. Ότι εντελώς στρεψόδικα κρύφτηκαν πίσω από κάποιο υποτιθέμενο αίτημα περί «ισότητας των φύλων» στην γονεΪκότητα μετά το διαζύγιο. Ότι στην πραγματικότητα όλος αυτός ο αντιδραστικός εσμός που αναδύθηκε δεν ήταν παρά μια έκφραση του κινήματος “men’s rights”, που επιχείρησε μέσα από ανεπίσημες διαδρομές και τελικά κατάφερε να φυτέψει έναν νόμο που στόχο είχε να εξοπλίσει κακοποιητικούς άντρες να εκδικηθούν τις γυναίκες τους που τόλμησαν ή σκέφτηκαν να τολμήσουν να ζητήσουν διαζύγιο.

Τώρα λοιπόν που απροκάλυπτα σε μια από τις πιο επιδραστικές τους σελίδες εμφανίζεται κείμενο που λέει με δυο λόγια ότι αφού η γυναίκα απειλούσε να φύγει και φοβόταν ο ίδιος (ο γυναικοκτόνος) ότι θα χάσει τα παιδιά του, ήταν αναμενόμενο να την σκοτώσει, χρειάζεται και κάτι άλλο για να αποδειχτεί η επικινδυνότητα αυτού του κινήματος;