Μαίνονται οι αντιδράσεις με επίκεντρο την αποκαλυπτική επιστημονική μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα για τους νεκρούς της πανδημίας του κοροναϊού και τις ανεπάρκειες του ΕΣΥ.

Ads

Μάλιστα, από την προσεκτική ανάλυση των επιμέρους στοιχείων της μελέτης προκύπτουν σοβαρά ερωτήματα αναφορικά με τα αίτια της εκτόξευσης της θνητότητας κατά το δεύτερο και τρίτο κύμα της πανδημίας, τα οποία βρίσκονται και στο επίκεντρο των ερευνητών.

Ένα από αυτά τα στοιχεία αφορά τους 6.588 ασθενείς με κοροναϊό, οι οποίοι πέθαναν κατά την περίοδο 1/9/2020-6/5/2021 είτε σε απλές κλινικές είτε στα σπίτια τους, χωρίς να έχουν καν διασωληνωθεί. Αν ο συγκεκριμένος αριθμός τεθεί στο σύνολο των 10.576 θανάτων από covid κατά την επίμαχη περίοδο, αντιλαμβάνεται κανείς πως το ποσοστό τους υπεβαίνει το 60%.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Εφημερίδα των Συντακτών απαντώντας σε σχετική ερώτηση ανέφερε χαρακτηριστικά: «Είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν ήταν διασωληνωμένοι. Εμείς αναλύσαμε μόνο τους θανάτους διασωληνωμένων και πώς η θνητότητά τους, δηλαδή η πιθανότητά τους να πεθάνουν, αλλάζει σε σχέση με αυτούς τους παράγοντες. Αρα, προφανώς, όπως αντιλαμβάνεστε, οι υπόλοιποι είναι θάνατοι μη διασωληνωμένων».

Ads

Επί της ουσίας, τα εν λόγω στοιχεία φέρνουν και πάλι στην επιφάνεια την συζήτηση για “επιλογή ασθενών” όχι μόνο για εισαγωγή σε ΜΕΘ αλλά ακόμη και για τη διασωλήνωση, η οποία κρίνεται ζωτικής σημασίας για τους βαρέως πάσχοντες από κοροναϊό.

“Ακόμη και κάτω από τα 75 έτη το όριο διασωλήνωσης”

Μιλώντας στο tvxs.gr εντατικολόγοι που βίωσαν (κι εξακολουθούν να βιώνουν) από πρώτο χέρι την δραματική κατάσταση εντός κι εκτός ΜΕΘ των μεγάλων νοσοκομείων της χώρας επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.

“Στο δεύτερο κύμα σε νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης ανεπισήμως το όριο για διασωλήνωση είχε πέσει κάτω από τα 80 έτη, ενώ για κάποιες εβδομάδες είχε κατέβει και κάτω από τα 75 έτη. Δεν υπήρχε καμιά άλλη επιλογή δεδομένης της σφοδρότητας του κύματος” αναφέρουν χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας παράλληλα ότι δεν υπήρχε καμία κεντρική κατεύθυνση για το ζήτημα, παρότι ήταν εμφανές πως το σύστημα υγείας είχε προ πολλού υπερβεί τις αντοχές τους.

Σε σχέση την πρόσφατη δήλωση Κοτανίδου για την οδηγία του ΚΕΣΥ “διαλογή ασθενών”, επισημαίνουν με νόημα πως “δεν προσέφερε καμιά βοήθεια. Όταν για παράδειγμα έχουμε να κάνουμε με κάποιον ανοϊκό, κατακεκλιμένο, ο οποιος μένει σπίτι και δεν έχει καμιά δραστηριότητα ή κάποιον καρκινοπαθή σε τελικό στάδιο, δεν χρειαζότανε συγκεκριμένη οδηγία για να κρίνουμε πως δεδομένης της κατάστασης δεν θα διασωληνωθεί. Για τέτοιες δηλαδή καταστροφικές νόσους υπάρχει ούτως ή άλλως σχετική πρόβλεψη από την Εταιρεία Εντατικής”.

“Για όλους όμως τους υπόλοιπους, όπως για παράδειγμα ηλικιωμένους με καλή βιολογική ηλικία και χωρίς καταστροφική νόσο  σαφέστατα υπήρχε ένδειξη για διασωλήνωση ακόμη και για μια απλή πνευμονία. Ακόμη κι αυτούς όμως δεν είχαμε πραγματική δυνατότητα να τους διασωληνώσουμε” σημειώνουν.

Πηγαίνοντας ένα βήμα παρακάτω επισημαίνουν ότι “στην πραγματικότητα, στο δεύτερο κύμα της πανδημίας δεν υπήρχε η δυνατότητα να διασωληνώσουμε ασθενείς πέραν των κλινών ΜΕΘ και κάποιων χειρουργικών πτερύγων, που είχαν ανοίξει για αυτό τον σκοπό. Κατά συνέπεια, το ηλικιακό κριτήριο για διασωλήνωση σε νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας -ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη- είχε πέσει τραγικά, κάτω από τα 75 έτη.”

“Δεν υπήρχε η δυνατότητα υποστήριξης ασθενών με βαριές νοσηρότητες”
 
Επιπλέον, αποκαλύπτουν πως  αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της πανδημίας αναγκάστηκαν να πάρουν την απόφαση να μην διασωληνώσουν ακόμη και ανθρώπους μικρότερων ηλικιών, με βάση τις πιθανότητες επιβίωσής του.

“Αν για παράδειγμα είχαμε κάποιον 68χρονο ασθενή covid  με βαριά καρδιακή ανεπάρκεια, κάποιον αγγειακό ή με χρόνιο ιστορικό σακχάρου ή στεφανιαίας νόσου, φροντίζαμε να τον κρατήσουμε εν ζωή όπως μπορούσαμε χωρίς όμως να τον διασωλησώνουμε, καθώς κρίναμε πως δεν θα επιβίωνε ούτως ή άλλως. Αυτά ήταν λοιπόν ένα κλινικό κριτήριο για τους πολύ παραμελημένους ασθενείς, που είχαν διάφορες νοσηρότητες. Αυτοί σε άλλη φάση σαφώς και θα υποστηρίζονταν, εν καιρώ πανδημίας όμως δεν υπήρχε δυστυχώς καμιά τέτοια δυνατότητα” αναφέρουν χαρακτηριστικά.

“Πολύ μεγαλύτερες οι πιθανότητες επιβίωσης στα νοσοκομεία της Αττικής”

Αξίζει να σημειωθεί πως στην εν΄λόγο μελέτη των Σωτήρη Τσιόδρα και Θόδωρου Λύτρα διαπιστώνεται και “κραυγαλέα και απαράδεκτη «υγειονομική ανισότητα» μεταξύ Αττικής και υπόλοιπης Ελλάδας”. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από ενεργούς εντατικολόγους οι οποίοι σημειώνουν ότι: “Πράγματι στην Αττική υπήρχε κι εξακολουθεί να υπάρχει πολύ καλύτερη δυνατότητα επιβίωσης στις μονάδες. Αυτό είχε να κάνει με το γεγονός πως στα νοσοκομεία της, υπήρχε η δυνατότητα έγκαιρης διασωλήνωσης, σε κάποιες περιπτώσεις και λίγο νωρίτερα από ότι ήταν απαραίτητο. Σε όλα τα νοσοκομεία της υπόλοιπης χώρας, δεν υπήρχε καμιά απολύτως τέτοια δυνατότητα, καθώς τα διαθέσιμα κρεβάτια ήταν ελάχιστα αλλά και η σφοδρότητα του κύματος ανυπολόγιστα μεγάλη”.

Συνεχίζοντας επί του ζητήματος αναφέρουν πως “στα νοσοκομεία της Αθήνας υπήρχε η λεγόμενη πρώιμη διασωλήνωση (early intubation) , πριν δηλαδή εξαντληθεί ο ασθενής. Στην υπόλοιπη  Ελλάδα δεν υπήρχε καν αυτή η δυνατότητα, καθώς το δεύτερο κύμα έσκασε με ιδιαίτερη δριμύτητα, με αποτέλεσμα το σύστημα υγείας ακόμη και μεγάλων πόλεων όπως η Θεσσαλονίκη, να πιαστεί στον ύπνο. Εκεί λοιπόν δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια περίπτωση για early intubation κατά την περίοδο του δεύτερου κύματος. Δεν υπάρχει ούτε και τώρα, παρά το γεγονός πως έχουμε ένα τέταρτο κύμα το ίδιο σφοδρό με το δεύτερο”. 

Καταλήγοντας υπογραμμίζουν: “Όταν μπαίνει κάποιος ασθενής σε ΜΕΘ πριν εξαντληθεί -ή ακόμη καλύτερα αν μπει πριν την διασωλήνωσή του- έχει πολύ καλύτερες πιθανότητες επιβίωσης. Σε διαφορετική περίπτωση, εφόσον δεν παρακολουθείται εντός ΜΕΘ και πάει σε late intubation, διατρέχει τον κίνδυνο για αιφνίδια καρδιακή ανακοπή. Πάλι όμως σε αρκετές περιπτώσεις, πολλοί ασθενείς μας εξέπλητταν καθώς δεν πέθαιναν από τέτοια αίτια και έφταναν μέχρι την διασωλήνωση. Το βασικό πρόβλημα όμως είναι πόσο έχουν εξαντληθεί οι εφεδρείες ενός ασθενούς μετά από τόσο μεγάλη επιβάρυνση”.