Την παγίωση ανισοτήτων μεταξύ των φύλων και ομάδων διαφορετικού επιπέδου εκπαίδευσης ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και γενικότερα πρόβλημα με την ποιότητα εργασίας στην Ελλάδα αναδεικνύει έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.

Ads

Αρχικά, το 47% ‒δηλαδή σχεδόν ένας στους δύο‒ δήλωσε ότι η εργασία του απαιτεί σημαντική σωματική καταπόνηση από επαναλαμβανόμενες κινήσεις, ορθοστασία, άρση βαριών αντικειμένων και παραμονή αρκετής ώρας σε πολύ ζεστό ή κρύο περιβάλλον.

Το 74% ‒δηλαδή τρεις στους τέσσερις‒ δήλωσε ότι πάντα ή συχνά επιστρέφει από την εργασία νιώθοντας σωματική εξάντληση.

Σημαντικά υψηλό (61%) είναι και το ποσοστό των ερωτηθέντων του δείγματος που θεωρεί πως η εργασία του έχει επηρεάσει τη σωματική του υγεία.

Ads

Εργασία: Η έμφυλη διάσταση της καταπόνησης

Εξετάζοντας την έμφυλη διάσταση των ίδιων ερωτημάτων, αξιοσημείωτο είναι το εύρημα ότι το ποσοστό των γυναικών που αντιμετωπίζουν εργασιακές συνθήκες σημαντικής σωματικής καταπόνησης είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο των ανδρών.

Πιο συγκεκριμένα, το 46% των ανδρών του δείγματος και το 50% των γυναικών δήλωσαν πως η εργασία τους απαιτούσε σημαντική σωματική καταπόνηση, ενώ πολύ υψηλό είναι το ποσοστό των ανδρών και των γυναικών (72% και 76% αντίστοιχα) που πάντα ή συχνά επιστρέφει από την εργασία του εξαντλημένο.

Παράλληλα, το 63% των ανδρών και το 58% των γυναικών θεωρούν πως η εργασία τους έχει επηρεάσει τη σωματική τους υγεία.

Εργασία: Η σωματική καταπόνηση κοινή σε όλες τις ηλικιακές ομάδες

Η σωματική καταπόνηση στην εργασία είναι υψηλή σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Θετική ήταν η απάντηση του 48% των ηλικιακών ομάδων 17-34 ετών και 35-54 ετών και του 44% της ηλικιακής ομάδας 55+ ετών.

Πολύ υψηλό (77%) είναι το ποσοστό των ερωτηθέντων ηλικίας 35-54 ετών που επιστρέφει πάντα ή συχνά από την εργασία του νιώθοντας πραγματική εξάντληση, ενώ την ίδια απάντηση έδωσε το 68% του ερωτηθέντων του δείγματος ηλικίας 17-34 ετών και το 69% ηλικίας 55+ ετών.

Παράλληλα, στο ερώτημα αν η εργασία έχει επηρεάσει τη σωματική υγεία τους θετική ήταν η απάντηση του 67% των ερωτηθέντων της ηλικιακής ομάδας 35-54 ετών, του 57% της ηλικιακής ομάδας 55+ ετών και του 51% της νεότερης ηλικιακής ομάδας των 17-34 ετών.

Εξάντληση στην εργασία: Διαφορές ανά επίπεδο εκπαίδευσης

Η σωματική καταπόνηση κατά τη διάρκεια της εργασίας, η σωματική εξάντληση και γενικά οι επιπτώσεις της εργασίας στην υγεία των εργαζομένων διαφοροποιούνται σημαντικά ανά επίπεδο εκπαίδευσης.

Ειδικότερα, στο ερώτημα εάν η εργασία τους απαιτεί σημαντική σωματική καταπόνηση θετικά απάντησε το 62% των ερωτηθέντων με τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση, το 58% όσων ήταν έως απόφοιτοι γυμνασίου και το 57% εκείνων που είχαν αποφοιτήσει από το λύκειο και δεν είχαν λάβει άλλη εκπαίδευση. Χαμηλότερο (38% και 21% αντίστοιχα) είναι το ποσοστό των θετικών απαντήσεων του δείγματος με ανώτατη εκπαίδευση ή με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο.

Παράλληλα, ένα πολύ υψηλό ποσοστό (83%) των ερωτηθέντων με τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση δήλωσε πως συχνά ή πάντα επιστρέφει από τη δουλειά νιώθοντας σωματική εξάντληση. Παρόμοια στο ίδιο ερώτημα απάντησε το 75% εκείνων που διέθεταν απολυτήριο λυκείου και το 74% όσων είχαν ολοκληρώσει έως και το γυμνάσιο. Αξιοσημείωτο είναι ότι αντίστοιχη απάντηση στο ίδιο ερώτημα έδωσε το 61% όσων είχαν πτυχίο ΤΕΙ/ΑΕΙ και το 64% εκείνων που κατείχαν δίπλωμα μεταπτυχιακού ή διδακτορικού επιπέδου.

Είναι σημαντικό επίσης πως ένα υψηλό ποσοστό από όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα του δείγματος θεωρούσε πως η εργασία του είχε επηρεάσει τη σωματική του υγεία. Ειδικότερα, στο σχετικό ερώτημα θετική ήταν η απάντηση του 72% του ερωτηθέντων με τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση, του 61% των αποφοίτων λυκείου, του 57% με εκπαίδευση από το δημοτικό έως και το γυμνάσιο, του 57% εκείνων με δίπλωμα ΤΕΙ/ΑΕΙ και του 58% των κατόχων μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος.

Εργασία: Καταπόνηση και εξάντληση ανάλογα με το εισόδημα

Το φυσικό περιβάλλον της εργασίας και ειδικότερα η σωματική καταπόνηση και εξάντληση από την εργασία και οι αρνητικές επιπτώσεις στη σωματική υγεία των εργαζομένων σχετίζονται και με το επίπεδο του εισοδήματος.

Όπως αναφέρει η έκθεση, σημαντική σωματική καταπόνηση κατά την εργασία δήλωσε το 56% του ερωτηθέντων με εισόδημα έως 7.000 ευρώ και το 53% με εισόδημα από 7.001 έως 16.000 ευρώ. Στις εισοδηματικές αυτές κατηγορίες, που προφανώς ανήκουν επαγγέλματα χαμηλής εξειδίκευσης ή/και μερικής απασχόλησης, οι εργαζόμενοι φαίνεται ότι πιθανά βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν συνδυασμό προβλημάτων που αφορούν τη σωματική και την ψυχική τους υγείας αλλά και τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης.

Η σχετική εικόνα βελτιώνεται στους εργαζομένους με υψηλότερα εισοδήματα, καθώς σε συνθήκες σημαντικής σωματικής καταπόνησης δήλωσε πως εργάζεται το 23% του δείγματος με εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ και το 37% με εισόδημα από 16.001 έως 30.000 ευρώ.


Έρευνα ΓΣΕΕ: Η ταυτότητα των συμμετεχόντων στην έρευνα

Το πρώτο στάδιo της έρευνας πραγματοποιήθηκε το χρονικό διάστημα 20 Οκτωβρίου-23 Νοεμβρίου 2023 από τη δημοσκοπική Eταιρεία Ερευνών Κοινής Γνώμης και Εφαρμογών Prorata. 7 Ο πληθυσμός-στόχος της έρευνας ήταν οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα. H πλειονότητα του δείγματος (61%) ήταν άνδρες, ενώ το 39% γυναίκες.

Πάνω από το μισό του δείγματος (56%) ανήκε στην ηλιακή ομάδα 35-56 ετών, ενώ ακολουθούν οι ηλικιακές ομάδες 17-34 ετών και 55+ ετών με ποσοστά 29% και 15% αντίστοιχα.

Όσον αφορά το επίπεδο εκπαιδευτικής κατάρτισης, το 34,5% των ατόμων που ρωτήθηκαν δήλωσαν ότι ήταν απόφοιτοι λυκείου, το 29% απόφοιτοι ΑΕΙ/ΤΕΙ, ενώ το 14% είχε στην κατοχή του μεταπτυχιακό ή διδακτορικό δίπλωμα. Σημαντικά χαμηλότερο ήταν το ποσοστό των ατόμων που δήλωσαν απόφοιτοι δημοτικού (2,5%), γυμνασίου (5%), τεχνικής εκπαίδευσης (6%) και ΙΕΚ (9%).

Βάσει των εισοδηματικών απολαβών τους, το 34% των ερωτηθέντων είχε καθαρές ετήσιες απολαβές 7.001-16.000 ευρώ, ενώ το 25% βρισκόταν εντός της εισοδηματικής κλίμακας 16.001-30.000 ευρώ. Μόλις το 10% του δείγματος δήλωσε καθαρές ετήσιες απολαβές πάνω από 30.000 ευρώ, ενώ το 14% είχε καθαρές ετήσιες απολαβές κάτω από 7.000 ευρώ.

Αναφορικά με τον τόπο διαμονής των ερωτηθέντων του δείγματος, το 52% δήλωσε την Αττική, το 22% τη Βόρεια Ελλάδα, το 17% την Κεντρική Ελλάδα, ενώ η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου δηλώθηκαν από το 8% του δείγματος. Το 1% των ερωτηθέντων δεν δήλωσαν τόπο διαμονής.