1974. Κύπριος αιχμάλωτος πολέμου σε τουρκικές φυλακές για 75 ημέρες. Είναι μια ταυτότητα που θα κουβαλά εφ’ όρου ζωής ο 70χρονος σήμερα αρχιτέκτονας Δημήτρης Τουμαζής, ο τότε 20χρονος Κάκης, έφεδρος αξιωματικός του Κυπριακού Στρατού από την Αμμόχωστο.

Ads

Το τραύμα ανεπούλωτο, όχι μόνο γιατί δεν το χωράει ο ανθρώπινος νους ότι η ζωή είναι είδος ανταλλάξιμο στην διπλωματική σκακιέρα, όχι μόνο γιατί έγινε πρόσφυγας μετά την αιχμαλωσία και ακόμη δεν έχει επιστρέψει στην πατρίδα του, αλλά κυρίως γιατί κανείς δεν ρώτησε για τα βιώματα του τις ημέρες της αιχμαλωσίας και την «συναλλαγή του» με τον θάνατο.Τον κατατρώει η σιωπή όλων για τις ημέρες της αιχμαλωσίας.

Κανείς δεν ρώτησε: ούτε η επίσημη πολιτεία ούτε η κοινωνία των πολιτών, ούτε η οικογένεια του. Σιωπή επί πενήντα χρόνια. Φόβος, αδιαφορία, αδυναμία ενσυναίσθησης, άρνηση των ευθυνών; «Ακόμη αναρωτιέμαι γιατί όλοι απέφευγαν να μάθουν για τις ημέρες της αιχμαλωσίας, γιατί χωρίς ποτέ να με ρωτήσουν, εκτιμούσαν ότι εγώ δεν ήθελα να μιλήσω . Όμως εγώ ένοιωθα τόση μοναξιά μέσα μου . Δεν έβρισκα άνθρωπο να με ακούσει και ήθελα τόσο πολύ να μιλήσω» μας εξομολογείται ο Δημήτρης Τουμαζής, τον οποίον συναντήσαμε στο Μουσείο της Ακρόπολης καθώς μένει στην Αθήνα την τελευταία εικοσαετία, αν και θα ήθελε κάποια στιγμή να αποκτήσει σπίτι στην Κύπρο, καθώς το δικό του είναι στην κατεχόμενη περίκλειστη Αμμόχωστο (Αποστόλου Ανδρέα 7 η ακριβής διεύθυνση ), την οποία έχει να επισκεφτεί από την τουρκική εισβολή το ’74.

Αρνείται να πάει ακόμη και ως τουρίστας επισκέπτης γιατί ανησυχεί, φοβάται την αντίδρασή του, όταν θα σταθεί μπροστά στην χορταριασμένη αυλή του σπιτιού που έζησε ανέμελα ως τα 19 του χρόνια .

Ads

«Να μην μπορώ να μπώ μέσα στο σπίτι μου… Φοβάμαι ότι τότε θα συνειδητοποιήσω ότι όλες οι μνήμες μου είναι πραγματικές. Τίποτε δυστυχώς δεν είναι όνειρο από αυτά που έζησα στα 19 μου χρόνια» μας λέει ο Κάκης, με λέξεις που στροβιλίζονται στο στόμα του, που δυσκολεύονται να αρθρωθούν, που καμία δεν είναι απύλωτη, με σκέψεις που διατυπώνονται με μεγάλη δυσκολία, γιατί ξυπνούν τραυματικές εμπειρίες που δεν τις μοιράστηκε με ανθρώπους για πολλές δεκαετίες. Αιχμάλωτος, πρόσφυγας, μετανάστης στην Αγγλία, στην Ελλάδα, χωρίς δική του οικογένεια, εσωστρεφής, λιγομίλητος, πικραμένος,  θυμωμένος, ματαιωμένος.

Ο Δημήτρης Τουμαζής

«Κανείς δεν με ρώτησε 50 χρόνια για αυτά που βίωσα ως αιχμάλωτος πολέμου»

Το επίσημο Κυπριακό κράτος, η κυπριακή δικαιοσύνη, τα Διεθνή Δικαστήρια Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν τον κάλεσαν ποτέ όλα αυτά τα χρόνια να καταθέσει για αυτά που βίωσε τους 2,5 μήνες της αιχμαλωσίας στις τουρκικές φυλακές μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή το 1974.

Το Κυπριακό κράτος δεν τον επιβράβευσε για την ταλαιπωρία που υπέστη όταν βρέθηκε στα 19 του χρόνια, ενώ υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία, λόγω του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής, κρατούμενος αιχμάλωτος σε τουρκικές φυλακές , να τον περιγελούν, να τον διαπομπεύουν, να τον στοχεύουν στην πλάτη με το φονικό όπλο.

Μήπως γιατί θεωρούσαν ντροπή την αιχμαλωσία Κυπρίων στρατιωτών και είχαν ενοχές; Δεν πήρε ακόμη την τιμητική σύνταξη ως αιχμάλωτος πολέμου, γιατί λένε δεν ζει στην Κύπρο..

«Δεν με ρώτησαν, δεν με αποζημίωσαν, δεν με στήριξαν ψυχολογικά. Υπήρξε Κύπρια Υπουργός το 2019, στην παρουσίαση ντοκιμαντέρ για τους αιχμαλώτους -που δεν συμμετείχα γιατί δεν με γνώριζε ως τότε ο σκηνοθέτης – που ισχυρίστηκε ότι το κράτος ήταν πάντα δίπλα μας. Σηκώθηκα αγανακτισμένος και της απάντησα “ντροπή σας”.. Εγώ -ως αιχμάλωτος- μέχρι το 2022 δεν είχα το δικαίωμα να πάρω το επίδομα γιατί ζω εκτός Κύπρου. Τελικά αποφάσισαν να μας το δώσουν τώρα, μετά από 50 χρόνια, σε όλους εντός και εκτός Κύπρου- εφόσον βέβαια προσκομίσω το χαρτί πιστοποίησης της αιχμαλωσίας από τον Ερυθρό Σταυρό… Ένα χαρτί που μόνος μου το αναζήτησα μέσα στο χάος των πρώτων ημερών μετά την απελευθέρωσή μου, κι αυτό, για να μπορέσω να αποδείξω ότι είχα το δικαίωμα ως αιχμάλωτος πολέμου να απολυθώ έστω κι αν δεν είχα ολοκληρώσει τη στρατιωτική μου θητεία.. Και σε αυτό το θέμα δυσκολίες και προσκόμματα».

»Και δεν είναι μόνο η σιωπή της πολιτείας. Ακόμη και η μητέρα μου όταν επέστρεψα από την αιχμαλωσία και ανταμώσαμε στο Λονδίνο, όπου είχε ήδη μετακομίσει με τα 4 αδέλφια μου μετά την εισβολή, με αγκάλιασε σοκαρισμένη και αμέσως κλείστηκε σε ένα δωμάτιο χωρίς να με ρωτήσει ποτέ τι πέρασα. Για 2,5 μήνες πίστευε πως ήμουν νεκρός. Βαθιά πληγωμένη και θλιμμένη, δεν μπορούσε να διαχειριστεί την χαρά, ότι είμαι ζωντανός. Το σοκ ήταν μεγάλο για όλους. Μεγάλη παγωνιά και μοναξιά όλα αυτά για μένα. Ολοι νόμιζαν ότι είμαι αγνοούμενος ή νεκρός. Και όμως όταν επέστρεψα και ήμουν ζωντανός τα στόματα όλων παρέμειναν κλειστά . Κλειστά για χρόνια. Μόνο μια αδελφή της μητέρας μου –μετά από πολλά χρόνια – μου είπε πως δεν ήξερε αν ήθελα να μοιραστώ τον πόνο μου μαζί τους.. Ούτε οι Κύπριοι συμφοιτητές μου στο Λονδίνο, όταν σπούδαζα Αρχιτεκτονική, άντεχαν να ακούσουν τα βιώματα μου. Οι περισσότεροι από αυτούς γόνοι πλουσίων , ενώ εγώ εργαζόμενος στις πιο «μαύρες δουλειές». Χάσαμε τα πάντα στην τουρκική εισβολή. Δίχως σπίτι, δίχως πατρίδα, χωρίς περιουσία, έπρεπε να εργαστώ για να ζήσω. Μας εκμεταλλεύονταν ακόμη και οι δικοί μας άνθρωποι».

Από ημερολόγιο του Δ. Τουμαζή

«Κρατούσα χειρόγραφα ημερολόγια από το 1976-1980 για να διαχειριστώ την σιωπή των άλλων»

«Σήμερα ακούω απίστευτα πράγματα. Λένε πως δεν ήθελαν να με στεναχωρήσουν με τις ερωτήσεις τους γιατί θεωρούσαν ότι κακοποιήθηκα, ή πως ήμουν θύμα βιασμού.. Ολοι έκαναν τις δικές τους εκτιμήσεις και σιωπούσαν, κανείς δεν τόλμησε να ρωτήσει και να ακούσει την δική μου αλήθεια. Άραγε γιατί;» επιμένει στο αγωνιώδες εφιαλτικό ερώτημα ο Κάκης και μας δείχνει τα ημερολόγια που κρατούσε από το 1976-1980 όντας στο Λονδίνο, για να διαχειριστεί τα ανομολόγητα που τον πονούσαν. Για να διαχειριστεί τον εφιάλτη της σιωπής της αιχμαλωσίας.

«Ήταν η ανάγκη μου να μιλήσω και αφού δεν έβρισκα ανταπόκριση στους ανθρώπους έγραφα τις σκέψεις μου στο χαρτί. Χειρόγραφα πολυσέλιδα και με πολυτονικό σύστημα. Αυτά τα χειρόγραφα μελέτησε η Αμμοχωστιανή Κύπρια συγγραφέας Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη και την αλληλογραφία που είχε η ίδια με την συνομήλικη φίλη της και πρώτη μου ξαδέλφη το 1974 όταν εγώ ήμουν αιχμάλωτος και δεν ήξεραν αν ζω. Η Βίβιαν τότε με την οικογένειά της είχε ήδη μετακομίσει στην Αθήνα..Ετσι έγραψε το βιβλίο που βγαίνει από τις εκδόσεις «Μελάνι» με τον τίτλο «Η σιωπή μιας αιχμαλωσίας». Έστω και τώρα να μάθουν κάποιοι τι σημαίνει αιχμάλωτος και πρόσφυγας».

«Αιχμάλωτος και πρόσφυγας, διπλή ταυτότητα που δεν σε εγκαταλείπει ποτέ»

«Αυτή η διπλή ταυτότητα δεν σε εγκαταλείπει ποτέ. Με τον μόνο αιχμάλωτο που έχω σχέση από εκείνη την περίοδο είναι ο σημερινός Κύπριος γλύπτης Φίλιππος Γιαπάνης- τότε συγκρατούμενος μου στις φυλακές της Τουρκίας. Ηταν αυτός που μετέφερε ένα ιδιόχειρο δικό μου σημείωμά στην οικογένεια μου ότι είμαι αιχμάλωτος πολέμου. .. Όταν συναντιόμαστε τώρα πια έχουμε κοινούς κώδικες. Ούτε αυτός έχει μιλήσει όλα αυτά τα χρόνια. Τελευταία γράφτηκε ένα βιβλίο για την δική του ιστορία αιχμαλωσίας και της έκφρασης του πόνου μέσω της γλυπτικής τέχνης. Ο εφιάλτης μου δεν είναι η αιχμαλωσία, ο εφιάλτης μου είναι η σιωπή των ανθρώπων. Στην φυλακή συνειδητοποίησα πόσο άδικο είναι να περιθωριοποιούμε τους ανθρώπους αν δεν συμφωνούμε μαζί τους. Αναθεώρησα πολλές από τις συμπεριφορές μου στην φυλακή. Όταν ήρθα στην Ελλάδα έμαθα την ιστορία των πολιτικών κρατουμένων στην χώρα σας, γιατί ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος που έμενα στην Αθήνα ήταν φυλακισμένος για την ιδεολογία του. Δεν μισώ τους Τούρκους πολίτες, όπως έσπευσε κάποιος , να μου το χρεώσει. Δεν είμαι θυμωμένος με τους απλούς Τούρκους πολίτες. Δεν ξεχνώ παράλληλα και τις βαρβαρότητες που έπραξαν τα μέλη της ΕΛΔΥΚ.. Πώς διαχειρίζομαι τα συναισθήματά μου; Θυμός; Όχι. Φόβος; Όχι. Εγωισμός; Όχι . Σφίξιμο, πάγωμα, μάζεμα. Μια έκρηξη που εξαφάνισε όλα τα συναισθήματα. Ανακατάταξη αξιών, ενσυναίσθηση. Πονάω γιατί υπάρχουν ακόμη αιχμάλωτοι πολέμου.. Σήμερα μιλάω γιατί με ρωτάτε. Όσοι δεν με ρωτούν φοβούνται να πάρουν θέση».

«Οι 75 μέρες της αιχμαλωσίας μου»

«Γεννήθηκα στην Αμμόχωστο το 1954 και έζησα εκεί μέχρι την τουρκική εισβολή το 1974. Μετά την αιχμαλωσία μου έφυγα στο Λονδίνο, όπου σπούδασα και εργάστηκα έως το 2001. Έκτοτε ζω στην Αθήνα. Εχω μνήμες από την Αγγλική Κατοχή, έντονα περιστατικά που συνέβησαν στην αυλή του σπιτιού μου, όπου έριξαν τους Κύπριους άνδρες πάνω στα κάγκελα με τα αγκάθια από τις τριανταφυλλιές. Αναζητούσαν κάποιον που ήταν κρυμμένος στο πατάρι του σπιτιού μας.. Τρόμος.. Θυμάμαι την μέρα που έγινε το πραξικόπημα το 1974. Ημουν έφεδρος αξιωματικός, υπηρετούσα έξω από την Αμμόχωστο, στον “Λόχο Υποστηρίξεως του 399 Τ.Π.”. Την 20η Ιουλίου του 1974, την ημέρα της εισβολής, μάς φόρτωσαν σε φορτηγά και μάς μετέφεραν σε τόπο άγνωστο. Ρίχναμε όλμους χωρίς να ξέρουμε αν χτυπάμε δικούς μας ή τον εχθρό. Εχω ακόμη την απορία και την ενοχή… Πολλά παιδιά δικά μας χάθηκαν σε αυτήν την μάχη… Το επόμενο πρωί βρεθήκαμε σε μια έρημη έκταση απροστάτευτοι , όπου μας χτυπούσαν ανελέητα αεροπλάνα. Σωθήκαμε όσοι χωθήκαμε σε ένα σκάμμα. Εγινε σφαγή. Εχω ακόμη την εικόνα με τα θλιμμένα πρόσωπα όσων σώθηκαν. Και με την απορία πόσοι σκοτώθηκαν….»

«Για δεύτερη φορά ένοιωσα το τέλος»

«Μεταφερθήκαμε σε ένα δασάκι, σε άγνωστο σημείο. Μας είπαν για ανακωχή. Ξαφνικά σφυρίζει ένα βλήμα ξυστά στο κεφάλι μου. Ηταν η δεύτερη φορά που ένοιωσα το τέλος.. Μετακινούμαστε και πάλι στην περιοχή «Αθαλάσσα» για ένα βράδυ και μετά καταλήξαμε στη βιομηχανική περιοχή της “Μιάς Μηλιάς ” όπου μείναμε μέχρι την δεύτερη εισβολή, στις 14 Αυγούστου 1974 . Μια μέρα πριν-στις 13- επισκέφτηκα για τελευταία φορά την Αμμόχωστο και έκανα τον γύρο της πόλης. Λες και το ξερα ότι δεν θα την ξανάβλεπα…. Την επομένη ξεκίνησε η εισβολή.. Μας περικύκλωσαν τα τανκς, μας συνέλαβαν οι Τούρκοι, μας πήραν ότι είχαμε πάνω μας, μας έστησαν στον τοίχο και περιμέναμε να μας εκτελέσουν. Δεν μπορώ να θυμηθώ τον χρόνο. Πάγωσα, ούτε φόβο ένοιωσα ,ούτε τίποτε.. «Τί γίνεται τώρα σκέφτηκα..» Ξαφνικά μας ζητούν να γυρίσουμε το σώμα μας, γιατί ήμασταν με την πλάτη στα μάτια τους…Την γλυτώσαμε γιατί περνούσε ένα όχημα του ΟΗΕ. Δεν μας εκτέλεσαν.. Μας έβαλαν σε λεωφορείο και μας οδήγησαν στις τουρκοκυπριακές φυλακές της Λευκωσίας στο «Σεράγιο».

Κύπριοι αιχμάλωτοι

Εισέβαλαν Τουρκοκύπριοι με πολιτικά μέσα στο λεωφορείο και έκλεβαν τα γυαλιά των δικών μας στρατιωτών. Εκεί βρέθηκε ένας «φύλακας άγγελος μου», ένας Τούρκος στρατιώτης που μου έκρυψε τα γυαλιά μου στην τσέπη μου, για να μην μου τα πάρουν… Όταν βγαίναμε από το λεωφορείο με έσπρωξαν ,με χτύπησαν με το όπλο στο σαγόνι , λυποθύμησα και όταν ξύπνησα ήμουν στην απομόνωση ,γιατί ήμουν αξιωματικός».

«Έμαθα στην φυλακή πως η Αμμόχωστος έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Η πόλη μου χάθηκε»

«Ετσι εκεί απομονωμένος, δεν με εντόπισε και δεν με κατάγραψε ο Ερυθρός Σταυρός ως αιχμάλωτο πολέμου… Δεν ήμουν σε λίστα αιχμαλώτων του ΟΗΕ… Δύσκολες νύχτες, κλάμματα, φωνές από γυναικόπαιδα. Ηταν 15αύγουστος.. Αναζήτησα την βοήθεια της Παναγίας χωρίς να είμαι θρήσκος… Τότε κάποιος Τουρκοκύπριος με ενημέρωσε πως η Αμμόχωστος, η πόλη μου χάθηκε.. Σκέφτηκα πως όλοι οι δικοί μου σκοτώθηκαν και δεν θα ανταμώσουμε ποτέ .Ξανά με δεμένα μάτια στα φορτηγά για την Κερύνεια. Εγώ “μπήκα” μέσα μου . Εξαφανίστηκα.. Ετσι την γλύτωσα . Φτάσαμε με πλοία στην Μερσίνη και από κεί πάλι σε φορτηγά για τις φυλακές στα Αδανα.. Το άκρον άωτον της βρωμιάς στις φυλακές αυτές.. Εκεί τους απέκρυψα ότι ήμουν αξιωματικός , έκανα ότι δεν καταλάβαινα αν και μου μιλούσαν στα ελληνικά και έτσι την γλύτωσα .. Ευτυχώς με προειδοποίησε ένας συμμαθητής μου συγκρατούμενος ν αμην τους πως ότι ήμουν αξιωματικός . Γλύτωσα και τις αρβύλες μου .Δεν μου τις έκλεψαν γιατί είχαν φερμουάρ, όχι κορδόνια όπως των άλλων».

«Μας έφτυναν, μας λοιδωρούσαν, μας διαπόμπευαν απ’όπου περνούσαμε»

«Ήθελαν να μας μεταφέρουν σε άλλες φυλακές με τρένο. Περιμέναμε εγκλωβισμένοι στα βαγόνια για δέκα ώρες με ανυπόφορη ζέστη . Όμως έγινε δολιοφθορά στις γραμμές προκειμένου να αναγκαστούν να μας μεταφέρουν με λεωφορεία. Ηθελαν την διαπόμπευσή μας και το κατάφεραν. Απ’ όπου περνούσαμε με τα λεωφορεία εμείς οι αιχμάλωτοι , αγανακτισμένοι ντόπιοι, μας έριχναν πέτρες , μας έφτυναν , μας λίντσαραν.. Φτάσαμε στις φυλακές της Αμάσειας, όπου κρατούνταν και Τούρκοι πολιτικοί αιχμάλωτοι… Μας έδωσαν μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο. Ολοι ίδιοι. Το φαγητό καθημερινά ήταν ρεβύθια.. Αρχισαν οι Κύπριοι τους τσακωμούς για τα πολιτικά . Να είσαι αιχμάλωτος κρατούμενος και να τσακώνεσαι… Με όρισαν υπεύθυνο για την διανομή του φαγητού ως τον πιο δίκαιο απ’ όλους. Προαυλιζόμασταν μια ώρα το απόγευμα. Ακουσα μετά από ένα μήνα που ήμουνα στην φυλακή ,ότι άρχισαν να απελευθερώνουν όσους δεν ήταν στρατιώτες».

«Εγραψα σε ένα χαρτί το όνομα μου και ότι είμαι αιχμάλωτος, μήνυμα για τους δικούς μου»

«Αναγγέλλουν κάποια ονόματα. Ακούω το όνομα ενός γνωστού παιδιού από τη Αμμόχωστο. Ζητώ να μου το φέρουν στο παράθυρο μου. Του ζητώ να μεταφέρει το μήνυμα στους δικούς μου ότι ζω. Μου ζήτησε να γράψω το όνομα μου για να μην το ξεχάσει, μη και δεν τον πιστέψουν οι δικοί μου. Για να είναι σίγουρος. Και αυτό έγινε. Το παιδί που μετέφερε το μήνυμα, είναι σήμερα γλύπτης στην Κύπρο. Πέρασε άλλος ένας μήνας στην φυλακή .. Παίζαμε χαρτιά που φτιάχναμε από τα κουτιά των τσιγάρων… Ξεμείναμε δέκα άτομα».

»Ποτέ δεν μάθαμε γιατί επέλεξαν εμάς για τελευταίους. Πιστέψαμε ότι δεν πρόκειται να μας ελευθερώσουν ποτέ… Τελικά μας φόρτωσαν σε λεωφορεία και μας γύρισαν στη Μερσίνα μέσω Άγκυρας όπου μας περιμένανε δημοσιογράφοι και φωτογράφοι , δεν θυμάμαι αν ήταν και ο Ερυθρός Σταυρός. Μάλλον ήμασταν η απόδειξη ότι απελευθέρωσαν Κύπριους αιχμαλώτους..Αγκυρα, Μερσίνα, Κερύνεια. Παραμονή άλλη μια νύχτα στις “Αποθήκες Παυλίδη” στον τουρκοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας και στις 27 Οκτωβρίου μας απελευθέρωσαν».

»Αντάμωσα μόνο τον πατέρα μου γιατί η μάνα μου με τα 4 αδέλφια μου ήταν ήδη στο Λονδίνο πριν μάθουν ότι είμαι αιχμάλωτος. Με θεωρούσαν αγνοούμενο. Με θεωρούσαν νεκρό. Και αυτό ήταν το τέλος. Από τότε σιωπή. Ούτε μας ρώτησε κανείς, ούτε μας κοίταξε, ούτε μας πρόσφερε κάτι. Τίποτε . Γύρισες;. Ηταν αρκετό για αυτούς. Ανταλλαγή αιχμαλώτων; Ούτε ήθελαν να το ακούσουν; Ακόμη και το πιστοποιητικό του “Ερυθρού Σταυρού” ,ότι ήμουν “αιχμάλωτος πολέμου”, εγώ έπρεπε να το αναζητήσω μέσα στο χάος των πρώτων ημερών για να τα προσκομίσω στον Στρατό, να αποδείξω ότι δεν λιποτάκτησα. Μετά έφυγα για το Λονδίνο να ανταμώσω την οικογένεια μου..».