Πριν από λίγες ημέρες δόθηκε στη δημοσιότητα η «Ετήσια Έκθεση για την Ποιότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης 2021» από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης[1]  είναι μια σημαντική συνεισφορά που δίνει την εικόνα της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας και τη θέση της στο ευρωπαϊκό και διεθνές γίγνεσθαι αξιοποιώντας στοιχεία της Eurostat και του OOΣΑ.

Ads

Σύμφωνα με την Έκθεση το ποσοστό απασχόλησης ατόμων ηλικίας 25-64 με επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (επίπεδα 5- 8), είναι πολύ χαμηλό σε σχέση με το μ.ό. των χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ. (Διάγραμμα 1) και αντίστοιχα η ανεργία τους είναι η υψηλότερη στις χώρες του ΟΟΣΑ και της ΕΕ (Διάγραμμα 2).

Διάγραμμα 1: Ποσοστά απασχόλησης ατόμων ηλικίας 25-64 με επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (επίπεδα 5- 8), με βάση δεδομένα του ΟΟΣΑ, 2020
 
image
 
Διάγραμμα 2:  Ανεργία πτυχιούχων ΑΕΙ ηλικίας 25-39 ετών (επίπεδα 5-8) στην Ευρώπη, 2021 (με βάση δεδομένα της Eurostat) 

image
 
Οι αποδοχές εργαζομένων με ανώτατη εκπαίδευση (επίπεδα 5-8) είναι μόλις ελαφρά υψηλότερες σε σχέση με τις αποδοχές των αποφοίτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ενώ σε άλλες χώρες είναι υπερδιπλάσιες (Διάγραμμα 3). Ενώ στα προηγούμενα διαγράμματα η χώρα  ήταν είτε στις τελευταίες θέσεις, στο επόμενο διάγραμμα φαίνεται να προηγείται ορισμένων από τις πιο προηγμένες (Δανία, Σουηδία κτλ.).

Ads

Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί αρχικά και ως ορθό: δεν υπάρχουν πολύ μεγάλες αποκλίσεις μισθών όπως οι χώρες που ακολουθούν πολιτικές χαμηλής ανισότητας (Σκανδιναβικές χώρες) ενώ αντίθετα στην άλλη άκρη βρίσκουμε χώρες μεγάλης ανισότητας (Κολομβία, Χιλή κτλ.). Όμως η μικρή μισθολογική απόκλιση δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα πολιτικών κοινωνικών κοινωνικής συνοχής, αλλ΄ αντίθετα λόγω της απουσίας ζήτησης των υψηλής ειδίκευσης υπηρεσιών. Με δύο λόγια αντί για μια επαινετέα κοινωνική συνθήκη (ισότητα), βρίσκουμε και πάλι μια απορριπτέα  παραγωγική δομή (χαμηλή εξειδίκευση).
 
Διάγραμμα 3:  Αποδοχές εργαζομένων με ανώτατη εκπαίδευση (επίπεδα 5-8), με βάση σύγκρισης τις αποδοχές των αποφοίτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίες αποτυπώνονται στο επίπεδο των 100 μονάδων (ΟΟΣΑ), 2019

image
 

Από την Έκθεση της ΕΘΑΕ επίσης προκύπτει ότι το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 25-64 με ανώτατη εκπαίδευση στην  Ελλάδα είναι πάντοτε χαμηλότερο από αυτό του μ.ό. των χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ (Διάγραμμα 4).  Μάλιστα, κάποιες αναπτυγμένες χώρες έχουν σχεδόν υπερδιπλάσιια ποσοστά (Διάγραμμα 5).  Δηλαδή, δεν υπάρχει υπερεκπαίδευση στην Ελλάδα.

Διάγραμμα 4:  Εξέλιξη του ποσοστού πληθυσμού ηλικίας 25-64 με ανώτατη εκπαίδευση σε Ελλάδα, ΟΟΣΑ και ΕΕ
 
image
 
Διάγραμμα 5: Ποσοστό κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (επίπεδα 5-8) στις ηλικίες 25 – 64 ετών, (προσαρμογή δεδομένων ΟΟΣΑ) 2020 και 2019
 
image
 
Η κατάσταση αυτή έχει πολλαπλές συνέπειες μια πρώτη είναι η φυγή του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain). Tα στοιχεία τα οποία προέκυψαν από έρευνα που πραγματοποιήσαμε σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) για τους Έλληνες διδάκτορες, δηλαδή για το πιο εκπαιδευμένο τμήμα του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας[2] (διαθέσιμη εδώ: https://metrics.ekt.gr/publications/512) είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά. 

Συγκεκριμένα το 31,3% των Ελλήνων διδακτόρων δούλεψαν κάποια στιγμή στο εξωτερικό, ενώ το 13,4% εξακολουθούν να δουλεύουν σήμερα εκτός Ελλάδας. Ένα πάρα πολύ σημαντικό μέρος αυτών που ζουν στο εξωτερικό απασχολείται σε AEI (40,3%) και σε Ερευνητικά κέντρα (15%) (Διάγραμμα 6).  Επέλεξαν να φύγουν στο εξωτερικό βασικά για επαγγελματικούς λόγους (επαγγελματική ανέλιξη, καλύτερες οικονομικές απολαβές, καλύτερες συνθήκες εργασίας, εργασία στο αντικείμενό τους κτλ. – Διάγραμμα 7). Το 75.2% των διδακτόρων εγκαταστάθηκαν σε αυτές που αποκαλούμε παγκόσμιες μητροπόλεις (κυρίως Λονδίνο, Παρίσι, Βρυξέλες, Ν. Υόρκη. Το 67,5% των διδακτόρων πήγαν σε χώρες που χαρακτηρίζονται ως καινοτόμες, ακριβώς επειδή η ισχυρή καινοτομικότητα μιας χώρας αποτελεί καθοριστικό παράγοντα προσέλκυσης υψηλά εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού.

Διάγραμμα 6 Επαγγελματικό πεδίο των διδακτόρων που ζουν στο εξωτερικό
 
image
 
Διάγραμμα 7: Για ποιους λόγους οι διδάκτορες επέλεξαν να φύγουν από την Ελλάδα
 
image
 
Η φυγή του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού (brain drain) σημαίνει ταυτόχρονα: απώλεια αναπτυξιακής, κοινωνικής, πολιτιστικής και εθνικής δυναμικής, δημιουργία ελλείψεων σε κρίσιμους κλάδους, επίταση  του δημογραφικού προβλήματος και κυρίως υπονόμευση της διαδικασίας μετάβασης της χώρας σε μια οικονομία υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. H μη αξιοποίηση του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού που παραμένει στη χώρα είτε άνεργο, είτε υποαπασχολούμενο είτε ετεροαπσχολούμενο σε δουλειές κατώτερες των προσόντων τους (brain waste) είναι μια τεράστια απώλεια αναπτυξιακής δυναμικής.

Ασφαλώς και δεν αποτελεί λύση η μείωση των πτυχιούχων που προϋποθέτει τη μείωση των εισακτέων, πολιτική που ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση. H λογική της μείωσης των πτυχιούχων προκύπτει από ένα στρεβλό αναπτυξιακό υπόδειγμα τις συνέπειες του οποίου βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα.

Βασική αιτία της φυγής του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού αλλά και της υποαξιοποίησης αυτού που παραμένει στην Ελλάδα είναι η περιορισμένη ζήτησή του, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν παράγουν σύνθετα προϊόντα ή υπηρεσίες έντασης γνώσης και τεχνολογίας, αλλά και οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν κατανοούν τη σημασία της στελέχωσης του κρατικού μηχανισμού με εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. 

Συγκεκριμένα, το κυρίαρχο αναπτυξιακό πρότυπο, το οποίο στηρίζεται από την πλευρά της προσφοράς κυρίως στον τουρισμό, στις κατασκευές και γενικά στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής και μέσης προστιθέμενης αξίας, και από την πλευρά της ζήτησης σε υπερκατανάλωση, συχνά  πολυτελή και επιδεικτική,  οδήγησε  την ελληνική οικονομία σε αδιέξοδο και υποβάθμισε συνολικά τις συνθήκες ζωής μας. Παραμένει κυρίαρχη η υποτίμηση του ρόλου ιδίως της βιομηχανίας, αλλά και του πρωτογενούς τομέα και των υψηλής ειδίκευσης υπηρεσιών, με συνέπεια η  ελληνική παραγωγή να επικεντρώνεται στην παροχή υπηρεσιών, ιδίως χαμηλής και μέσης προς χαμηλή ειδίκευσης, με αποτέλεσμα (μεταξύ των άλλων) και την απουσία ζήτησης εργατικού δυναμικού υψηλής κατάρτισης.

Ακολουθείται επί χρόνια και ιδίως σήμερα μια πολιτική «φτηνής ανάπτυξης» (χαμηλό κόστος εργασίας, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις, περιορισμένη προστασία φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς κ.ά.). Το μοντέλο αυτό θεωρεί ότι η ανάπτυξη θα επέλθει μέσα από τους αυτοματισμούς μιας αγοράς απαλλαγμένης από «υπερβάλλουσες» ρυθμίσεις, και συνεπώς ότι δεν απαιτούνται μείζονες δομικές μεταβολές του αναπτυξιακού μας υποδείγματος. Δεν κατανοεί, τη σημασία του ανθρώπινου δυναμικού ως καθοριστικού παράγοντα για τη βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών της χώρας, καθώς και της θέσης της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Έτσι, η πολιτική αυτή διώχνει το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό εκτός Ελλάδας και οξύνει την αδυναμία αλλαγής αναπτυξιακού υποδείγματος, ενώ παράλληλα μας οδηγεί προς τον κατωφερή δρόμο όπου μας περιμένει η «παγίδα των χωρών μέσου εισοδήματος» και στην συνέχεια προς μεγάλα αδιέξοδα, αν λάβει κανείς υπ΄ όψιν και την γενική κατάσταση της χώρας (υψηλά χρέη του δημόσιου αλλά και των ιδιωτών κτλ.).

Αυτό που χρειάζεται είναι, αντιθέτως, μια στρατηγική για «ποιοτική ανάπτυξη» («ανηφορικό δρόμο» -“high road), η οποία θα στηρίζεται στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και  στην καινοτομική δυνατότητα του, καθώς και θα έχει ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, με αύξηση ιδίως της βιομηχανικής παραγωγής που πρέπει να πάρει κεντρική θέση, αλλά και των εξαγωγών.

Δυστυχώς η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η πορεία προς την υψηλή ανάπτυξη, δεν προκύπτει αυτόματα μέσα από τους μηχανισμούς των αγορών, όσο και αν αυτές είναι «καλορυθμισμένες». Οι χώρες που την επέτυχαν, χαρακτηρίστηκαν από μεγάλο και υψηλής ποιότητας κρατικό παρεμβατισμό. Χρειάζεται ένα συγκροτημένο σχέδιο σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους για ένα «αναπτυξιακό άλμα», στοχεύοντας στην «οικονομία της γνώσης» με παράλληλη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, αλλά και με μια νέα και βιώσιμη ισορροπία μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης /επένδυσης (που με την σειρά της απαιτεί νέες αξίες, νέα φορολογική πολιτική κτλ.).

Για το σκοπό αυτόν, είναι απαραίτητη η αξιοποίηση όλων των δυνάμεων της χώρας και βέβαια πρωτίστως του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού της, είτε ζει εντός είτε εκτός συνόρων. Η στροφή αυτή θα περιορίσει τη φυγή αλλά και τη μη αξιοποίηση του εξειδικευμένου δυναμικού που βρίσκεται στην Ελλάδα (brain drain και  brain waste).

Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω πως η Έκθεση της ΕΘΑΕ, με τις διεθνείς συγκρίσεις που περιέχει, ουσιαστικά δεν μπορεί παρά να διαβαστεί ως μια συνηγορία υπέρ μιας στρατηγικής για «ποιοτική ανάπτυξη» η οποία θα στηρίζεται στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, όπως ακριβώς υποστηρίζουμε παραπάνω, που είναι ο δρόμος που ακολουθούν όλες οι αναπτυγμένες χώρες. Αλλά προς τούτο απαιτείται μια στροφή του πολιτικού σχεδιασμού προς την κατεύθυνση ενός πολύ ενισχυμένου ποσοτικά και ποιοτικά κρατικού ρόλου και βεβαίως η απομάκρυνση από τις διαψευσθείσες βεβαιότητες των τελευταίων 40 χρόνων, δηλ. ακριβώς αντίθετα από τις κατευθύνσεις της τρέχουσας κυβερνητικής πολιτικής.
 


[1] ΕΘΑΑΕ (2022) διαθέσιμη εδώ: https://www.ethaae.gr/el/ethaae/etisies-ektheseis-ethaae  
 

[2] Λαμπριανίδης, Λ., Σαχίνη, Ε., Καραμπέκιος, Ν. (2021). Η γεωγραφική, επιστημονική και επαγγελματική κινητικότητα των Ελλήνων διδακτόρων, ΕΚΤ, Αθήνα

* Λόης Λαμπριανίδης, Οικονομικός Γεωγράφος, Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πρ. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων υπ. Οικονομίας & Ανάπτυξης