Από την «ελπίδα» και την «ρήξη» του Γενάρη στο τρίτο Μνημόνιο της πρώτης, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αριστερής κυβέρνησης Κι από το 62% του «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου στην πολιτική κυριαρχία του μετα-μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ σε μια κοινωνία ευρωρεαλισμού: Το νέο σύνθετο πολιτικό τοπίο, η ρευστότητα, οι ζυμώσεις και οι μετατοπίσεις στην Αριστερά και την κεντροαριστερά, αποτυπώνει και τις μεγάλες προκλήσεις στον πιο σκληρό ίσως, και κομβικό, ιστορικό σταθμό για την ελληνική κοινωνία αλλά και για την εγχώρια και ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά.

Ads

Αυτές τις προκλήσεις επιχειρεί να αποτυπώσει και  να αναλύσει το tvxs.gr σε μια, εν ψυχρώ πια, μετεκλογική συζήτηση με τον αναπληρωτή καθηγητή Συγκριτικής Πολιτικής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου και διδάκτορα του Πανεπιστημίου Paris II, Γεράσιμο Μοσχονά.

– Υπάρχουν, και ποιοί είναι, οι πραγματικοί νικητές και οι ηττημένοι των εκλογών και του μεγάλου ευρωπαϊκού εκβιασμού; Μπορούν, και πώς, να συναντηθούν Ευρώπη και ριζοσπαστική Αριστερά; Ποιοι είναι, και πού οδηγούν, οι δρόμοι του «αντι-ευρώ» και του «μετά-ευρώ»; Και πόσο πραγματικά Αριστερή έγινε η ελληνική κοινωνία, ή πόσο «λιγότερο» αριστερός μπορεί να έγινε – εάν έγινε – ο ΣΥΡΙΖΑ;

«Κατ’ αρχάς», λέει ο Γεράσιμος Μοσχονάς, στο εσωτερικό της ευρείας αριστεράς – κεντροαριστεράς, «είχαμε δύο νικητές, μία δύναμη  που σταθεροποιήθηκε και δύο ηττημένους. Ο μεγάλος νικητής είναι αναμφισβήτητα ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ads

Ο δεύτερος – μικρός – νικητής, στο εσωτερικό της κεντροαριστεράς είναι το ΠΑΣΟΚ που, συνεπώς, αποκτά το προβάδισμα στην ανασύνθεση του κεντροαριστερού χώρου ― ανασύνθεση η οποία έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό και θα είναι μακρά.  Η δύναμη που σταθεροποίησε την επιρροή της είναι το ΚΚΕ και, φυσικά, οι δύο ηττημένοι παίκτες είναι το Ποτάμι και η Λαϊκή Ενότητα».

Η κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ, ο ήπιος νεοφιλελευθερισμός και η πολιτική Αριστερά

– Σ’ αυτό το τοπίο, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως ο νέος κυρίαρχος του πολιτικού σκηνικού και ο μεγάλος νικητής των εκλογών της 20ής Σεπτέμβρη, μετά από μια πλήρη συνθηκολόγηση, ένα τρίτο Μνημόνιο και μια μεγάλη αναστροφή από τα πολιτικά οράματα του περασμένου Γενάρη. Είναι μια νίκη – συνθηκολόγηση και της κοινωνίας ή είναι η στροφή της Αριστεράς στον ευρω-ρεαλισμό;

«Αν κοιτάξουμε τις αξίες της ελληνικής κοινωνίας», σημειώνει ο Γεράσιμος Μοσχονάς, «και τις προτιμήσεις των Ελλήνων σε όλα τα σημαντικά θέματα που αφορούν το πολιτικό σύστημα και τα πέριξ του πολιτικού συστήματος – δηλαδή την ευρωπαϊκή ενοποίηση, το θέμα της  οικονομικής πολιτικής, το θέμα απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, το θέμα μετανάστευση, μπορούμε να διαπιστώσουμε τα εξής: Ότι η ελληνική κοινωνία παραμένει φιλοευρωπαϊκή αλλά κυριαρχείται στη μεγάλη της πλειοψηφία από έναν ευρω-ρεαλισμό, από μια απογοήτευση από τις πολιτικές της Ε.Ε. Το φιλοευρωπαϊκό ρεύμα, το οποίο παραμένει απόλυτα και ξεκάθαρα πλειοψηφικό,  δεν είναι πια ούτε αφελώς ούτε ρομαντικά φιλο-ευρωπαϊκό. Επίσης, οι οικονομικές προτιμήσεις που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία είναι ένα μίγμα από αντιλήψεις και αξίες προερχόμενες από το νεοφιλελευθερισμό συνδυασμένες με σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά αλλά υπό την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ιδεών. Στην κοινωνία δεσπόζει ένας ήπιος νεοφιλελευθερισμός  με πολλά στοιχεία κρατισμού  – για παράδειγμα, στο ερώτημα είστε υπέρ των απολύσεων στο δημόσιο, απαντούν «ναι», στο ερώτημα αν το κράτος υπερβαίνει υπερβολικά στην οικονομία  απαντούν «ναι».

Στα θέματα του πολιτισμικού φιλελευθερισμού – μετανάστευση, εκκλησία, ρατσισμός, κ.λπ. – η ελληνική κοινωνία είναι συντηρητική, με όλη τη σημασία του όρου.

Και στο θέμα, βεβαίως, του πολιτικού συστήματος είναι αντισυστημική σε εισαγωγικά, με την έννοια ότι όλοι οι βασικοί θεσμοί κύρους του ελληνικού πολιτικού συστήματος – κόμματα, κοινοβούλιο, κυβέρνηση – απορρίπτονται πλειοψηφικά.

Αυτά δεν μας κάνουν ένα αριστερό προφίλ – όποιος νομίζει ότι τα προηγούμενα συγκροτούν ένα αριστερό προφίλ κοινωνίας δεν έχει καταλάβει τίποτα. Συνεπώς, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κέρδισε επειδή το εκλογικό σώμα μετατοπίστηκε αξιακά και προγραμματικά προς τα αριστερά. Η όποια μετατόπιση ήταν μικρή. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε, επειδή το εκλογικό σώμα πολιτικά επέλεξε την εναλλακτική λύση ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να υιοθετήσει ή απλώς ανεχόμενο τις ιδέες του ΣΥΡΙΖΑ σε πολλά θέματα. Όπως στο μεταναστευτικό, για παράδειγμα… Όπως στο θέμα του αντιμνημόνιου, με την έννοια του ενδεχομένου ρήξης.

Αυτό εξηγεί γιατί, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε τον συμβιβασμό, αυτός ο συμβιβασμός έγινε, τελικά, μάλλον εύκολα αποδεκτός από το εκλογικό σώμα. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε στην κοινωνία κύμα ριζοσπαστικοποίησης. Υπήρξε οργή, απογοήτευση ή και παραίτηση. Υπήρξαν, επίσης, μικρές νησίδες ριζοσπαστικοποίησης πριν τον ΣΥΡΙΖΑ, με τον ΣΥΡΙΖΑ και μετά τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι κύμα ριζοσπαστικοποίησης. Τα ερευνητικά δεδομένα δεν επιτρέπουν διαγνωστικό δισταγμό επ’αυτού. Αυτό δεν το αντιλήφθηκαν επαρκώς οι αριστερές τάσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ».

– Άρα, δεν υπήρξε μετατόπιση της κοινωνίας προς τα Αριστερά. Υπήρξε όμως μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς την κεντροαριστερά;

«Όχι Ούτε αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον μέχρι τον Γενάρη του 2015, ελάχιστα μετακινήθηκε προς το κέντρο. Και, επίσης, σε επίπεδο προσώπων, έκανε πολύ μικρά ανοίγματα προς την κεντροαριστερά. Ποια είναι τα μεγάλα ιστορικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, με την εξαίρεση της Λ. Κατσέλη, που βρέθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ; Αν συγκρίνει κανείς με την παλαιά ΕΔΑ ή το ιστορικό ΚΚ Ιταλίας, όταν τα δύο αυτά κόμματα ήταν αξιωματική αντιπολίτευση, θα κατανοήσει ότι, εν τέλει, τα ανοίγματα του ΣΥΡΙΖΑ στην κεντροαριστερά ήταν ιδιαίτερα περιορισμένα.

Το ενδιαφέρον, και πνευματικά γοητευτικό, φαινόμενο είναι η εξής: ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε «δεξιός» για να κυβερνήσει, ούτε το εκλογικό σώμα έγινε «αριστερό» με την ψήφο του στον ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρξε, όμως,  μια μετατόπιση της κοινωνίας προς την πολιτική Αριστερά. Ελάχιστα όμως προς τις αξίες της Αριστεράς. Όταν έχεις μια μεγάλη οικονομική κρίση, οι πολίτες επιλέγουν με βάση το μέγιστο διακύβευμα (την οικονομία, την λιτότητα) και με κριτήριο την πιο πειστική εναλλακτική λύση σε αυτό το διακύβευμα.  Υποβαθμίζουν τα άλλα θέματα (παιδεία, μεταναστευτικό κ.λπ.). Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, φάνηκε να είναι η πιο πειστική εναλλακτική λύση απέναντι στις πολιτικές των Μνημονίων και γι’αυτόν τον λόγο ψηφίστηκε τον Γενάρη.

Φυσικά, οι πολίτες γνώριζαν άριστα τι ψήφιζαν. Γι’αυτό η ψήφος του Γενάρη θεωρήθηκε, και πολύ σωστά, ένα μεγάλο αριστερό γεγονός για το σύνολο της Ευρώπης. Η πράξη της ψήφου, ξέρετε, ενέχει σε ορισμένες περιπτώσεις μέγιστο και αυτοδύναμο φορτίο ριζοσπαστισμού (δεξιού, ας θυμηθούμε το ποσοστό του Χίτλερ, ή αριστερού). Η πνευματική νωθρότητα δεν επιτρέπει σε πολλούς, ιδιαίτερα προερχόμενους από την ιστορική Αριστερά, να κατανοήσουν τη δύναμη της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. 

Πέρα όμως από μια πολιτική επιλογή, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως αποτελεί και μια επιλογή αλλαγής ―μια επιλογή αλλαγής, που έπαιξε ρόλο στην δεύτερη εκλογική του νίκη αλλά μπορεί να καθορίσει και την διάρκεια της κυριαρχίας του: «Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ», λέει ο Γεράσιμος Μοσχονάς, «εκπροσωπούν ένα κόμμα μνημονιακό πια, αλλά με αντι-μνημονιακή ψυχολογία. Το ηγετικό παράδοξο του Α. Τσίπρα βρίσκεται στο ότι συμβιβάστηκε όσο κανένας άλλος ηγέτης με την μνημονιακή πολιτική,  αλλά ταυτόχρονα είναι ο μόνος ηγέτης εθνικής εμβέλειας που, στα μάτια του κόσμου, εξακολουθεί ακόμη να εκπροσωπεί κάτι «μη-συστημικό», κάτι αντι-μνημονιακό. Εξακολουθεί να υπάρχει, έστω και σαν πινελιά, παρά την υπογραφή του 3ου μνημονίου, μια όψη αντι-συμβατική και ανανεωτική, μια ταραχοποιός διάσταση (για να χρησιμοποιήσω μια διατύπωση του Στάθη Γουργουρή) στο προφίλ Τσίπρα. Συνδυάζει και τα δύο αυτή τη στιγμή, και τον μεγάλο συμβιβασμό και μια διάσταση σύγκρουσης. 

Νομίζω, συμφωνώντας μαζί σας, ότι η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν προπάντων ψήφος βαθιάς απόρριψης των παλαιών κομμάτων. Ηταν μια ψήφος ανοχής, ταυτόχρονα και μικρής ελπίδας, η ψήφος που του δόθηκε. Μια επιλογή αλλαγής, όπως είπατε ή καλύτερα: μια επιλογή επιμονής στην αλλαγή. Θα προσέθετα και το εξής. Είμαι πεπεισμένος ότι ένα, όχι ασήμαντο, τμήμα ψηφοφόρων (το μέγεθος του οποίου δεν μπορώ να υπολογίσω), έκανε έναν αξιοπρόσεκτο υπολογισμό – όχι αναγκαστικά πλήρως συνειδητό, ήταν κάτι σαν κίνηση ψυχής. Μια πλειοψηφική ψήφος στη ΝΔ θα ενείχε μια διάσταση ταπείνωσης για ό,τι έγινε τους πρώτους επτά μήνες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το τμήμα, λοιπόν, λειτουργώντας «ταραχοποιά», έστειλε πίσω στους Ευρωπαίους το μήνυμα που είχε λάβει από αυτούς. Επιχειρήσατε να ταπεινώσετε τον Τσίπρα, ίσως λόγω ισχύος τα καταφέρατε, δεν πειράζει. Θα ξαναπάρετε Τσίπρα, θα έχετε εκ νέου την υποχρέωση να συνδιαλλαγείτε με αυτόν. Η θριαμβευτική νίκη του Σεπτεμβρίου είχε και μια τέτοια «ταραχοποιό» όψη. Είχε την διάσταση «ευρωπαϊκό μήνυμα». Μόνον ο Τσίπρας μπορούσε να ενσαρκώσει ένα τέτοιο, αντιφατικό, μήνυμα. Δεν μπορούσε η χωρίς ηθικό κύρος αντι-μνημονιακή ΧΑ, δεν μπορούσε η χωρίς ισχυρό πολιτικό μέγεθος αντι-μνημονιακή ΛΑ.Ε., δεν μπορούσαν τα παραδοσιακά κόμματα της κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς. 

Το Μνημόνιο και η αριστερή κυβέρνηση

«Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας όμως, είναι η κυβέρνηση που έχει πια υπογράψει και πρέπει να εφαρμόσει ένα Μνημόνιο που είναι ασφυκτικό για ένα κόμμα της Αριστεράς. Κι ο μόνος τρόπος για να υπερβεί αυτή την πολύ μεγάλη δυσκολία είναι να έχει μια κυβέρνηση υψηλής τεχνογνωσίας και επαγγελματισμού, ώστε να υπερβεί τις δεσμεύσεις του Μνημονίου και να κάνει, σε έναν βαθμό, αυτό το παράλληλο πρόγραμμα που έχει υποσχεθεί – και το οποίο, προς το παρόν, είναι απολύτως ανεπεξέργαστο». 

– Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε ανταποκρίνεται, όμως, σ’ αυτή την πρόκληση;

«Κατηγορηματικά όχι», απαντά ο Γεράσιμος Μοσχονάς. «Ο Τσίπρας δεν έκανε τα ανοίγματα σε ανθρώπους που κατέχουν τη γνώση για να χειριστούν τόσο δύσκολες προκλήσεις. Και κάτοχοι γνώσης δεν είναι μόνον οι τεχνοκράτες. ‘Οποιος όμως θέλει να προωθήσει έστω, στοιχεία ενός  άλλου παραδείγματος οικονομικής πολιτικής, και μάλιστα σε μια χώρα  υπό αυστηρή εποπτεία, πρέπει να είναι δυο φορές πιο αποτελεσματικός από εκείνον που θα υλοποιήσει το κυρίαρχο παράδειγμα. Είναι ευκολότερο για τη Νέα Δημοκρατία να υλοποιήσει το Μνημόνιο, παρά για τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί για τον ΣΥΡΙΖΑ ο στόχος είναι μαζί με το κυρίαρχο παράδειγμα, που εκφράζεται μέσω του Μνημονίου, να υλοποιήσει και εναλλακτικές πολιτικές, να είναι εικονοκλαστικός, κάτι που χρειάζεται αυξημένη τεχνογνωσία, γρήγορα ρεφλέξ και αποτελεσματικότητα. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, η πάταξη της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής να περιμένει πέντε χρόνια – και μάλιστα με αριστερή κυβέρνηση στην εξουσία. Η κοινωνική δικαιοσύνη πηγαίνει μαζί με την αποτελεσματικότητα, και δεν ξέρω καμία χώρα στην οποία να υπάρχει βιώσιμη κοινωνική δικαιοσύνη (στην μέση και μακρά διάρκεια), χωρίς κρατική αποτελεσματικότητα.

Μια μη αποτελεσματική κυβέρνηση θα αναπαράγει γρήγορα τα παλιά αδιέξοδα. Θα αποτύχει. Και καμία αριστερή ρητορική δεν θα την σώσει».

Η κεντροαριστερά στην εποχή ΣΥΡΙΖΑ – Το ΠΑΣΟΚ

-Με τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ κυρίαρχο σε ένα νέο μνημονιακό τοπίο και σε μια κοινωνία επιφυλακτική, ακόμη, προς τις αξίες της Αριστεράς, το ενδιαφέρον εστιάζεται και στις εξελίξεις στην κεντροαριστερά ― έναν χώρο στον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας έχει απευθύνει ανοιχτό προσκλητήριο συναίνεσης. Για να ανιχνευθούν, δε, οι εξελίξεις και οι πιθανές ζυμώσεις σ’ αυτόν τον χώρο, έχει αξία να αφομοιωθούν οι αιτίες και οι παράγοντες που διαμόρφωσαν το σημερινό, μετεκλογικό status στην κεντροαριστερά και, ουσιαστικά, στο ΠΑΣΟΚ και στο Ποτάμι.

«Αυτή τη στιγμή που μιλάμε – δεν γνωρίζουμε, εάν αυτό θα είναι και μακροπρόθεσμο – το ΠΑΣΟΚ έχει το προβάδισμα στην κεντροαριστερά», λέει ο Γεράσιμος Μοσχονάς. «Βέβαια το ΠΑΣΟΚ δεν έκανε πολλά πράγματα. Νομίζω ότι η επιτυχία του οφείλεται στην στροφή 180 μοιρών του ΣΥΡΙΖΑ που διευκόλυνε ψυχολογικά, ηθικά και πολιτικά τους οπαδούς και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, κυρίως στην επαρχία, να επανασυσπειρωθούν και να επαναδιεκδικήσουν μια ταυτότητα που δεν είχαν ποτέ πλήρως εγκαταλείψει – ένας παράγοντας ήταν αυτός.

Ενα κρίσιμο στοιχείο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να είχε υποστεί ένα τεράστιο πλήγμα σε εθνικό εκλογικό επίπεδο, αλλά είχε διατηρήσει – ειδικά για το σημερινό εκλογικό του μέγεθος – σημαντικούς μηχανισμούς σε τοπικό επίπεδο, και ιδιαίτερα στο αυτοδιοικητικό. Οι δομές αυτές επέτρεψαν στο ΠΑΣΟΚ να συσπειρωθεί σε συνθήκες σχετικής απορρύθμισης του εκλογικού σώματος του ΣΥΡΙΖΑ, απόντος του ΚΙΔΗΣΟ και λόγω μιας σοβαρής ηγεσίας, που ήταν η ηγεσία της Γεννηματά η οποία, χωρίς να έχει ιδιαίτερο χάρισμα, διευκόλυνε – ή δεν εμπόδισε – αυτή την επανασυσπείρωση».

Το Ποτάμι και οι δύο «χαμένες ευκαιρίες»

– Όσο για το Ποτάμι λέτε πως  «έχασε δύο ευκαιρίες και δεν ξέρετε αν θα έχει τρίτη».

«Η πρώτη ευκαιρία ήταν το δώρο που του έκανε ο Γιώργος Παπανδρέου στις εκλογές του Ιανουαρίου και του επέτρεψε να είναι η πρώτη δύναμη στο εσωτερικό του κέντρου-κεντροαριστεράς. Δεν την αξιοποίησε επαρκώς.

Η δεύτερη ευκαιρία ήταν το δημοψήφισμα, όπου ο Θεοδωράκης θα έπρεπε να είναι ένας από τους φυσικούς ηγέτες, εάν όχι ο φυσικός ηγέτης, του «Ναι», λόγω της φθοράς του φυσικού θεσμικού ηγέτη, του Α. Σαμαρά. Δεν κατάφερε να παίξει αυτό τον ρόλο.

Στρατηγικά, το Ποτάμι έκανε το εξής λάθος: ποντάρισε πάρα πολύ στη διάσταση νέο versus παλαιό. Το ζήτημα όμως είναι το εξής: Πάνω σε ποια βάση συγκροτείς τη μακροπρόθεσμη πορεία σου – ποιοί είναι οι πυλώνες της διάρκειάς σου. Μπορεί το νέο να είναι ο πυλώνας της διάρκειάς σου στον μακρύ χρόνο; Κατά τη γνώμη μου όχι, γιατί αυτό που είναι νέο σήμερα, δεν ξέρουμε πότε, αλλά σίγουρα μετά από κάποιο διάστημα, θα πάψει να είναι νέο. Υπήρχε όμως ένας χώρος, που ήταν τραυματισμένος ηθικά και αποδιοργανωμένος πολιτικά, ο κεντροαριστερός χώρος, ο οποίος παραμένει σχετικά πλειοψηφικός στη χώρα, παρά το γεγονός ότι έχουμε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Εάν κοιτάξουμε σε βάθος τα δεδομένα των ερευνών, θα δούμε ότι ο κεντροαριστερός χώρος δεν έπαψε να είναι σχετικά πλειοψηφικός. Συνεπώς αυτό που θα έπρεπε να έχει πράξει το Ποτάμι θα ήταν η ενεργή ένταξή του στις διεργασίες του κεντροαριστερού χώρου, όταν ήταν πιο ισχυρό από το ΠΑΣΟΚ. Από το Γενάρη και μετά ήταν η κατάλληλη περίοδος για να μπει δυναμικά – θα έχανε σε νεότητα και φρεσκάδα αλλά θα κέρδιζε σε διάρκεια. Οι ιστορικές οικογένειες όπως η σοσιαλδημοκρατία/κεντροαριστερά δεν έχουν επιζήσει από λάθος – έχουν τόσο μεγάλη διάρκεια, ακριβώς γιατί έχουν δημιουργήσει ταυτίσεις, στηρίζονται σε δίκτυα, εθνικά και ευρωπαϊκά, συνδέονται με ομάδες συμφέροντος – και γι’αυτό δεν μπορούν να εξαφανιστούν εύκολα.

*Αύριο: Ο δρόμος της ρήξης και η ήττα της ΛΑΕ – Ευρώπη και ριζοσπαστική Αριστερά.