Νέες πληροφορίες που δημιουργούν περισσότερα ερωτήματα για τη στάση της αστυνομίας, όσον αφορά την κακοποίηση της 43χρονης και την καταγγελία πριν την δολοφονήσει ο 71χρονος γυναικοκτόνος στην Σαλαμίνα βλέπουν το φως της δημοσιότητας.

Ads

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η αδελφή του θύματος σε δηλώσεις της στην ΕΡΤ, όταν η μητέρα τους κάλεσε την αστυνομία να πάει στο σπίτι, καθώς η κόρη της την είχε ενημερώσει ότι κακοποιούνταν, η αστυνομία της απάντησε ότι δεν είχαν περιπολικό για να πάει στο σημείο.

«Δεν νιώθω τίποτα. Είμαι παγωμένη, απλώς επιβιώνω για να στηρίξω την μητέρα μου που έχει δει τα χειρότερα με τα μάτια της», περιγράφει αρχικά στην ΕΡΤ.

«Τι να πω; Αν άξιζε στην αδερφή μου; Σε κανέναν ζωντανό οργανισμό δεν αξίζει να αφαιρέσεις ανθρώπινη ζωή. Δεν είναι μόνο η Γωγώ. Υπήρχε ένα παιδί από πίσω. Ήταν και μάνα. Δεν θα γυρίσει πίσω. Δεν αισθάνομαι τίποτα, δεν έχω να πω τίποτα. Με τέτοια όντα δεν έχει να πεις τίποτα», συγκλονίζει.

Ads

«Ήταν ένας άνθρωπος που δεν ανοιγόταν εύκολα. Δεν είχα αντιληφθεί κάτι. Ένας ευγενικός άνθρωπος ήταν απέναντί μας. Φαινόταν ότι ήταν και λίγο ψεύτικο. Όταν η ίδια ήρθε και ζήτησε βοήθεια από τη μητέρα μου της είπαμε “φύγε και έλα στο σπίτι”», περιγράφει.

Στη συνέχεια αναφέρει «Την Παρασκευή πήγε στο αστυνομικό τμήμα. Η μαμά μου η πρώτη κίνηση που έκανε, με το που δέχθηκε το τηλέφωνο της αδερφής μου είναι να πάρει την αστυνομία επειδή ήταν σε απομακρυσμένη τοποθεσία το σπίτι και να τους πει ότι “κακοποιείται και έχει ένα μικρό παιδί ανήλικο 15 χρονών με ειδικές ανάγκες, κατεβείτε κάτω, βοηθήστε μας”» και καταγγέλλει ότι «η απάντηση ήταν ότι “δεν υπήρχε κάποιο περιπολικό εκείνη την ώρα, να πάνε οι ίδιες από εκεί”. Πήρε δύο φορές η μητέρα μου και το είπε».

«Υπάρχουν δύο κλήσεις στην αστυνομία από την μαμά μου. Την πήρε την αδερφή μου με το αυτοκίνητο, περάσαν πρώτα από την αστυνομία παρόλο που ήταν χτυπημένη, βγήκε η μητέρα μου και τους είπε “την έχω στο αυτοκίνητο” και απ’ ότι κατάλαβα της ζητήσαν να ανέβει και να δώσει κατάθεση. Είπε η μαμά μου ότι δεν δύναται να το κάνει αυτό γιατί είναι χτυπημένη στο αυτοκίνητο και της είπαν να περάσει την επόμενη ημέρα», λέει στην ΕΡΤ η αδερφή της δολοφονημένης.

«Την πήγαμε στο Κέντρο Υγείας για τις πρώτες βοήθειες και πήγε η μαμά μου την άλλη μέρα το πρωί με την αδερφή μου και το παιδί και δώσανε κατάθεση.Το Σάββατο υπήρχαν στη βάρδια δύο καταπληκτικά παιδιά -απ’ ότι μου λέει η μαμά μου, καμία σχέση με αυτό που αντιμετωπίσαμε την Παρασκευή- και κάνανε ό,τι μπορούσαν για να τους εξυπηρετήσουν. Έπραξαν τα δέοντα. Εκεί έγινε η καταγγελία», περιγράφει.

 

 

Μητέρα του θύματος: «Αρνήθηκαν να παρουσιαστούν»

Επιπλέον, η μητέρα της 43χρονης, μιλώντας σε εκπομπή του Mega την Τετάρτη (6/12) είπε πως «με πήρε την Παρασκευή και μου είπε “μαμά με σκοτώνει”. Πήρα την αστυνομία και τους είπα να με βοηθήσουν γιατί δεν ήξερα τι θα αντιμετωπίσω όταν πήγαινα και μου είπαν να πάω να πάρω την κόρη μου και την πάω από εκεί να κάνει μήνυση. Μετά τους ξαναπήρα αλλά πάλι αρνήθηκαν να παρουσιαστούν. Πήγα εκεί και είδα το παιδί μου με χτυπήματα στα πόδια και τον μικρό να κλαίει. Τους πήγα στο αστυνομικό τμήμα».

«Ο αστυνομικός υπηρεσίας εκείνο το βράδυ δεν έκανε καν τον κόπο να πάει κοντά να δει σε τι κατάσταση είναι το παιδί. Του είπα πως το παιδί έχει σπασμένα τα πόδια του και μου είπε να πάμε σε νοσοκομείο και να πάμε μετά να κάνουμε μήνυση. Πήγα στο Κέντρο Υγείας, το τακτοποίησα, και την επόμενη μέρα πήγαμε πάλι το Α.Τ. Εκεί ο διοικητής με την υπαστυνόμο μας φέρθηκαν άψογα. Έφυγαν τα περιπολικά αλλά δεν τον εντόπισαν», περιέγραψε η μητέρα του θύματος.

 

 

«Δεν μας είπε ότι κινδυνεύει η ζωή της» λέει η αστυνομία

Ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη δημιουργία ερωτημάτων η εκπρόσωπος της ΕΛ.ΑΣ, Κωνσταντία Δημογλίδου, σε συνέντευξή της στον ΑΝΤ1, δήλωσε ότι «Δεν δόθηκε η εικόνα ότι κινδυνεύει τόσο άμεσα η ζωή της γυναίκας».

Συγκεκριμένα, ρωτήθηκε για το εάν θα έπρεπε να έχει δοθεί προστασία στην 43χρονη με αστυνομικό έξω από το σπίτι της μητέρας της καθώς είχε καταγγείλει τον ξυλοδαρμό της, ελάχιστα 24ωρα πριν την δολοφονία της.

Η απάντηση της εκπροσώπου της ΕΛΑΣ ήταν η εξής:

«Δεν δόθηκε η εικόνα ότι κινδυνεύει τόσο άμεσα η ζωή της γυναίκας. Αυτό για το οποίο ενημερώθηκαν οι αστυνομικοί είναι ότι κινδυνεύει η σωματική της ακεραιότητα».

Η απάντηση αυτή είναι «περίεργη», διότι, ένα θύμα έμφυλης βίας – και μάλιστα της σφοδρότητας που είχε υποστεί η Γεωργία, όχι μόνο μία φορά – είναι στατιστικά «υποψήφιο» και για θύμα δολοφονίας.

Και αυτό οφείλει να το γνωρίζει κάθε αστυνομικός.

Επιπλέον, η Γεωργία πήγε στην αστυνομία να ζητήσει βοήθεια, ακριβώς για να μην πεθάνει.

Ως προς το τι έκανε η ΕΛ,ΑΣ πριν την γυναικοκτονία και μετά την καταγγελία της Γεωργίας, η κ. Δημογλίδου, μιλώντας στην ΕΡΤ σημείωσε πως «τον αναζήτησαν οι αστυνομικοί επανειλημμένα μετά την καταγγελία της γυναίκας, όχι μόνο στην οικία όπου διέμενε, αλλά και σε μέρη που μας γνωστοποίησε το θύμα ότι σύχναζε ο συγκεκριμένος άνθρωπος και προφανώς κρυβόταν για να αποφύγει την αυτόφωρη σύλληψη».

Απαντώντας για το πώς και γιατί η Αστυνομία κατάφερε να τον εντοπίσει μετά το έγκλημα η κ. Δημογλίδου σημείωσε πως όταν υπάρχει κακούργημα δίνεται η άδεια από τις εταιρίες κινητής τηλεφωνίας προκειμένου να εντοπιστεί το σήμα του, υπογραμμίζοντας πως «δεν είναι εύκολο να δοθεί η άδεια ώστε να μπορούμε να βρούμε έναν άνθρωπο αν δεν έχει τελεστεί κάποιο κακούργημα».

Απάντηση η οποία οδηγεί στο ερώτημα, εάν η βία που είχε υποστεί η Γεωργία ήταν κακουργηματική και ποιος το ορίζει αυτό.