Ο Φοίβος Ιωαννίδης που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος με περιπετειώδη δράση εναντίον της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Δημοσιεύουμε τη συνέντευξη του, όπως δημοσιεύεται στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση» (Εκδόσεις Εστία)

Ads

Ήμουν το 1967 υπεύθυνος για την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα της ΕΔΗΝ, της νεολαίας της Ενωσης Κέντρου. Εμείς ως ΕΔΗΝ είχαμε κάνει μια προετοιμασία, είχαμε πει στα μέλη μας στα χωριά ότι εάν ακούσουν ότι κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος, να κατέβουν στο Ηράκλειο και μάλιστα, όσοι από αυτούς έχουν όπλα, να κατέβουν και οπλισμένοι. Είμαστε δηλαδή κάπως προετοιμασμένοι και αυτό βοήθησε να εξεγερθεί ο δημοκρατικός κόσμος την πρώτη μέρα στο Ηράκλειο.

Ανάμεσα σε αυτούς που κινηθήκανε εκείνη την ημέρα ήταν και ο αδελφός μου ο Μάριος και η αδελφή μου η Κάτια. Συνελήφθησαν περίπου 30 άτομα και τους πήγαν στα κρατητήρια. Όμως, ακόμα δεν είχαν συγκροτηθεί στρατοδικεία, ήταν όλα λιγάκι στον αέρα, και την επόμενη εβδομάδα, επειδή μπαίναμε στο Πάσχα, ήταν Μεγάλη Εβδομάδα, παρενέβη ο τότε αρχιεπίσκοπος και έπεισε τον στρατιωτικό διοικητή να τους αφήσουν ελεύθερους.

Έτσι, ορισμένοι, όπως ο αδελφός μου και ο Τάσος ο Μαρματάκης διέφυγαν στο εξωτερικό. Άλλοι όμως, όπως και η αδελφή μου συνελήφθησαν ξανά μετά από λίγο, οδηγήθηκαν στο έκτακτο στρατοδικείο Χανίων, και τον Σεπτέμβριο, καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές.

Ads

Η μόνη συμμετοχή της αδελφής μου ήταν στο συλλαλητήριο, όπου ήταν πολύς κόσμος. Αλλά επέμεναν να την ρωτάνε οι στρατοδίκες αν είναι η 21η Απριλίου πραξικόπημα ή επανάσταση, και η αδερφή μου βεβαίως ούτε νομικά ήξερε για να μπορεί να δώσει μία πληρέστερη απάντηση, σάμπως ήξεραν και οι στρατοδίκες, αλλά κατάλαβε ποιο ήταν το πνεύμα και δεν απάντησε την πρώτη φορά.

Την δεύτερη φορά, την ρώτησαν ξανά, «θα μας πείτε, πραξικόπημα ή επανάσταση» και απάντησε, «για τις σκέψεις μου δικάζομαι ή για τις πράξεις μου;». Ε, αυτό ήταν αρκετό για να φάει τρία χρόνια και να πάει στις φυλακές Αβέρωφ.
Δυστυχώς, ημουν στην Αθήνα στο πραξικόπημα. Μετά δύο μέρες κατέβηκα στην Κρήτη μεταμφιεσμένος, και άρχισα από τότε να κρύβομαι σε κάποια σπίτια φίλων. Από τα Χανιά ήρθε ο Βαλυράκης, ο βουλευτής, ο Μαστοράκης, και διάφοροι άλλοι και συσκεφθήκαμε για το πώς θα οργανωθούμε καλύτερα. Συζητήθηκε και το ενδεχόμενο δολοφονίας του κυβερνητικού κλιμακίου που επρόκειτο να έρθει στην Κρήτη, πράγμα που τελικά δεν έγινε διότι υπήρχαν διαφωνίες.

Είχαμε συνεννοηθεί να ξεκινήσουμε ένα είδος αντάρτικου και έτσι κατέβηκα στα Ανώγεια. Ήταν και ο Θανάσης ο Σκουλάς και σκεπτόμαστε να καταλάβουμε σε κάποια χωριά τους σταθμούς χωροφυλακής και να πάρουμε και τον οπλισμό, πράγμα βεβαίως που θα δημιουργούσε μεγάλη αίσθηση πανελληνίως.

Δεν κυκλοφορούσα καθόλου και μόνο νύχτα μετακινούμουν σπάνιως από ένα σπίτι σε άλλο. Ήμουνα λοιπόν στο Περαχώρι στα Ανώγεια, στο σπίτι του Γιάγκου του Σκουλά και του Βασίλη του Καλομοίρη και στη συνέχεια στου καπετάνιου, του ηρωικού αντιστασιακού, του Μανώλη Σπιθούρη ή Ταμπακομανώλη, όπου παραλίγο και να πάω τσάμπα.

Από την εποχή που ο πατέρας μου ήταν επικεφαλής της αντίστασης στην ανατολική Κρήτη και τον σκότωσαν οι Γερμανοί, είχα ένα πιστόλι. Είπα λοιπόν στον καπετάνιο, καπετάνιε δεν μου δείχνεις πως γίνεται με το πιστόλι τούτο εδώ, δεν το ξέρω να το χειριστώ καλά. Πήρε λοιπόν αυτός το πιστόλι και το έπαιζε σαν κομπολόι. Έβαζε, έβγαζε, μου έδειχνε λοιπόν πως ασφαλίζεται, πως μπαίνει η δεσμίδα, πως βγαίνει η δεσμίδα. Αυτός ήταν όρθιος και ήταν στραμμένο το πιστόλι του προς εμένα και του λέω, καπετάνιε δεν το γυρίζεις προς τα εκεί να μην έχουμε καμιά έκπληξη, και μου λέει άντε βρε εγώ πενήντα χρόνια παλεύω με τα πιστόλια και τώρα θα μου πεις εσύ.

Και εκείνη την ώρα του φεύγει η σφαίρα, είχε μείνει στην θαλάμη φαίνεται και περνάει ξυστά από το αυτί μου. Κουφάθηκα προς στιγμήν, τρομάξαμε όλοι, η σφαίρα σφηνώθηκε ανάμεσα στο ξύλινο πάτωμα και στον τοίχο, και αν πήγαινε πιο εκεί, από κάτω κοιμόνταν τα παιδιά του. Ευτυχώς δεν τραυματίστηκε κανείς, αλλά βέβαια δικτατορία να ακουστεί πυροβολισμός νυχτιάτικα και στα Ανώγεια κιόλας, έπρεπε να φύγω αμέσως. Κι έφυγα αμέσως από εκεί, μετά είκοσι περίπου μέρες επανήλθα στο Ηράκλειο.

Εν τέλει, τον Αύγουστο γινόταν το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, στο Ηράκλειο, και κατάφερα να στείλουμε επιστολές, να μπούνε στις θυρίδες τους, δηλαδή στα ξενοδοχεία, σε όλα τα ξενοδοχεία όπου μένανε, στους αντιπρόσωπους από όλο τον κόσμο.

Παράλληλα, κάναμε κι ένα σαμποτάζ στο χωριό Θραψανό. Είχαμε μια καλή ομάδα εκεί, η οποία απέκοψε έναν στύλο του Ο.Τ.Ε., μοίρασαν και προκηρύξεις και διεκόπη η τηλεφωνική επικοινωνία. Αλλά, τότε ό,τι και να συνέβαινε, δεν γινόταν καθόλου γνωστό, δεν έπαιρνε καμία δημοσιότητα. Ήταν σαν να μη γινόταν.

Έπαιρνα γράμματα από τον Νικολαΐδη, τον γραμματέα της ΕΔΗΝ που είχε διαφύγει στο εξωτερικό, αλλά και από τον Άρη Φακίνο, τον αείμνηστο, από το Παρίσι που μου έλεγαν, «προς Θεού κάντε κάτι. Η έκρηξη μιας κροτίδας εκεί παίρνει διαστάσεις υδρογονόβομβας στον ευρωπαϊκό τύπο. Αν δεν κάνετε, αν δεν υπάρχει αντίσταση, δεν θα μπορέσουμε να συντηρήσουμε το θέμα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όπως είναι αναγκαίο». Επειδή όμως τους εξηγούσα πως ό,τι και αν κάναμε εδώ, δεν γινόταν καθόλου γνωστό, μου έστειλαν και μία Σουηδή δημοσιογράφο την Χότζεμπεργκ, για να καλύψει τα γεγονότα που έγιναν μετά, δηλαδή αρχές Νοεμβρίου του ’67 πλέον.

Είχαμε λοιπόν τότε κατασκευάσει μια σειρά βομβών και είχαμε και μερικά όπλα. και αποφασίσαμε ένα βράδυ να κάνουμε ταυτόχρονες εκρήξεις μεγάλης ισχύος και να επιτεθούμε, ώστε να μην μπορουν να προσποιηθούν ότι τίποτα δεν συνέβη και να περάσει απαρατήρητο το γεγονός.

Σε κεντρικά σημεία της πόλης είχαμε βάλει πέντε βόμβες, αρκετά ισχυρές, η μία μάλιστα ήταν δίπλα στη διοίκηση της χωροφυλακής, και ταυτόχρονα με ένα αυτοκίνητο περάσαμε από το κέντρο της πόλης, ρίχνοντας ριπές με ένα αυτόματο Στάγιερ που είχαμε και με πιστόλια, ο Δημήτρης ο Ξενιτάκης που ήταν μαζί μου και ο Γεωργιαννάκης.

Φύγαμε προς την πλευρά του νομού Λασιθίου αλλά μετά από πολλές περιπέτειες με πιάσανε μαζί με τον άλλον που ήμαστε μαζί, και από εκεί άρχισε μια περιπέτεια που κράτησε κάμποσα χρόνια. Μας έπιασαν 6 Νοεμβρίου του ’67. Αλλά για να δώσω το κλίμα της εποχής, 3 Νοεμβρίου ήταν τα πρώτα γενέθλια του γιου μου, γινόταν ενός χρόνου.
Όσους πέρασαν από το σπίτι για να ευχηθούν, τους πιάσανε όλους. Τους πήγαν στην Ασφάλεια και στη διοίκηση της χωροφυλακής και λέγανε, τι ήθελες ρε συ εκεί, λέει πήγα να πω τα χρόνια πολλά. «Και εσύ τα χρόνια πολλά για το κωλόπαιδο;». Μπαμ, μπουμ, ξύλο.

Πιάσανε και την γυναίκα μου και αφήσανε τον ενός χρόνου γιο μου μόνο στην κούνια και πήγε και τον μάζεψε μια γειτόνισσα και τον πήγε σε μια ξαδέρφη της γυναίκας μου. Δεν διστάζανε, ούτε τους ένοιαζε τίποτα.
Σε μία από τις πέντε βόμβες δεν ήρθαν αυτοί που ήταν να τις βάλουν, και τότε δύο νεαροί, ο Κώστας ο Πιλαφτσής, κτηνίατρος σήμερα και ο Μιχάλης ο Σάλλας, ο διοικητής της τράπεζας Πειραιώς, μαθητές 17χρονοι τότε, επέμεναν να βάλουνε αυτοί την βόμβα. Και την πήρε τελικά και την έβαλε ο Πιλαφτσής. Συνελήφθησαν και αυτοί.

Επειδή ανέλαβα εγώ όλη την ευθύνη και επειδή ήταν μαθητές και μεσολάβησε η αμνηστία του Παπαδόπουλου τον Δεκέμβριο του ΄67, γιατί αν δεν μεσολαβούσε η αμνηστία κανείς δεν θα έβγαινε-η δίκη μας έγινε 1η Φεβρουαρίου του ΄68,-αποσύρθηκαν πολλές κατηγορίες και γλίτωσαν πολλοί άνθρωποι, οι περισσότεροι από τους 32 που ήμασταν κατηγορούμενοι, ανάμεσα στους οποίους και τα δυο αυτά παιδιά.

Μάλιστα ήρθαν στις φυλακές και με βρήκαν την παραμονή της δίκης, επιμένοντας να μην αναλάβω εγώ τις ευθύνες τις δικές τους και να τις αναλάβουν αυτοί, πράγμα που δεν δέχτηκα και ευτυχώς, γιατί γλίτωσαν τα παιδιά.
Τις ανακρίσεις μας τις παρακολουθούσε ο ίδιος ο Λαδάς που ήταν Γενικός Γραμματέας του Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Είχε συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον επικεφαλή της Χωροφυλακής, έναν συνταγματάρχη Καμπάση, ο οποίος μάλιστα είχε ειδικά εκπαιδευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες για ανακριτής, και ο οποίος μου υπενθύμιζε συνεχώς, «Το αξίωμα του aid and obey», να προστρέχεις και να υπακούς.

Με εκβίαζαν, είχαν συλλάβει την γυναίκα μου. Κάποια στιγμή, την φέρανε μπροστά μου και της είπαν ότι «αυτός είναι εξοφλημένος, να τον χωρίσεις για να ξαναφτιάξεις την ζωή σου». Και ύστερα την διώξανε. Ηταν συνεχείς οι εκβιασμοί με συγγενείς.

Τον Ξενιτάκη για να παρουσιαστεί, γιατί δεν τον είχαν πιάσει, του πιάσανε 15 συγγενείς. Την μάνα του, τον πατέρα του, ξαδέλφια του. Για να παρουσιαστεί ο Μανώλης ο Παπαϊωάννου, πιάσανε τον αδελφό του τον Γιώργο τον Παπαϊωάννου, μαθητή τότε.

Με παίρνανε ξαφνικά τη νύκτα χωρίς να ξέρω που με πάνε. Και κουβεντιάζανε τώρα μεταξύ τους και λέγανε «απόψε είναι η ώρα του;». Για να ακούω τώρα εγώ ότι με πάνε να με πετάξουν κάπου. Δεν ήταν μόνο το ξύλο και οι μπουνιές, το χειρότερο από όλα ήταν η δίψα. Δεν κατάλαβα πείνα από την δίψα.
Διότι βεβαίως ούτε φαγητό είχα, αλλά ήταν τέτοιο το μαρτύριο της δίψας ώστε έγλυφα κάτω την υγρασία και τις βρωμιές, Ορθοστασία, άλλη ιστορία που δεν την φαντάζεται κανείς. Δεν λέω πολύ, μια ώρα να σταθείς ακίνητος, θα καταλάβεις τι μπορεί να σημαίνει να είσαι δέκα ώρες ακίνητος. Όρθιος.

Στην φυλακή έμεινα πέντε χρόνια και οκτώ μήνες για την ακρίβεια. Μετά την πτώση της χούντας, αυτός ο επικεφαλής της ανάκρισης, ο Καμπάσης, όταν γινόταν η δίκη των βασανιστών, στα Χανιά, εγώ καθόμουνα μπροστά στα έδρανα ως δικηγόρος, στα έδρανα των δικηγόρων. Ήταν ημίπληκτος πια.

Οι περισσότεροι ήταν ήδη απόστρατοι. Κάποιοι από αυτούς όπως ο Καμπάσης ήταν βασιλικοί και τους αποστράτευσε η χούντα. Λοιπόν, όταν με είδε με το μπαστουνάκι του, σερνόταν, έρχεται ξαφνικά, εγώ δεν το περίμενα, μου πιάνει το χέρι και μου το φιλά. Τα έχασα.

Τελικώς, υπέγραψαν όλοι για τα βασανιστήρια. Και μάλιστα, επέμεινε ο Καμπάσης και προς κάποιους από τους κατηγορούμενους που αντιδρούσαν να μην υπογράψουν, και τους είπε ότι θα υπογράψετε όλοι. Είναι η μοναδική περίπτωση που οι βασανιστές που τους είχαμε καταμηνύσει μετά την πτώση της δικτατορίας, ομολόγησαν, παραδέχθηκαν ότι μας βασάνισαν. Εμείς δεν είχαμε αισθήματα εκδίκησης και ανακαλέσαμε την μήνυση.