Νέα έρευνα του Guardian επιχειρεί να ρίξει φως σε ορισμένα ερωτήματα για το πολύνεκρο ναυάγιο της Πύλου, εκθέτοντας για άλλη μια φορά τις ελληνικές αρχές.

Ads

Σύμφωνα με την έρευνα λοιπόν, οι απόπειρες του ελληνικού Λιμενικού να ρυμουλκήσει το αλιευτικό σκάφος που μετέφερε εκατοντάδες μετανάστες μπορεί να προκάλεσαν τη βύθισή του.

Ειδικότερα, δημοσιογράφοι και ερευνητές πήραν περισσότερες από 20 συνεντεύξεις με επιζώντες, ενώ εξετάζοντας δικαστικά έγγραφα και άλλες πηγές από το Λιμενικό, προσπάθησαν να χτίσουν μια εικόνα για τις χαμένες ευκαιρίες διάσωσης αλλά και τις εκκλήσεις για βοήθεια που αγνοήθηκαν.

Σύμφωνα με την έρευνα, πολλοί επιζώντες ανέφεραν ότι οι προσπάθειες της Ελληνικής Ακτοφυλακής να ρυμουλκήσει το πλοίο τελικά προκάλεσε το ναυάγιο, κάτι που αρνείται το λιμενικό.

Ads

Ο Guardian αναφέρει πως το βράδυ που το σκάφος βυθίστηκε, 47 ναυτικά μίλια ανοιχτά της Πύλου, αναπαραστήθηκε μέσω διαδραστικού τρισδιάστατου μοντέλου του σκάφους που δημιουργήθηκε από την Forensis, μια ερευνητική υπηρεσία με έδρα το Βερολίνο που ιδρύθηκε από την Forensic Architecture, η οποία διερευνά περιστατικά παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Πλέον, στο φως έρχονται σημαντικά στοιχεία, όπως το ότι ένα πλοίο της ακτοφυλακής, που ήταν αγκυροβολημένο σε κοντινό λιμάνι, δεν στάλθηκε ποτέ στο περιστατικό, ενώ οι ελληνικές αρχές δεν απάντησαν στο αίτημα για παροχή βοήθειας από τη Frontex, όχι δύο φορές, αλλά τρεις.

Διαβάστε επίσης: Έρευνα – Forensis: Ο ρόλος του Λιμενικού στο ναυάγιο της Πύλου

Νέα στοιχεία για το ναυάγιο, κόντρα στους ισχυρισμούς του Λιμενικού

Η Forensis χαρτογράφησε ουσιαστικά τις τελευταίες ώρες πριν τη βύθιση, χρησιμοποιώντας ως πηγή δεδομένα από το ημερολόγιο του λιμενικού και τη μαρτυρία του καπετάνιου, καθώς και διαδρομές πτήσης, δεδομένα θαλάσσιας κυκλοφορίας, δορυφορικές εικόνες και πληροφορίες από βίντεο που τραβήχτηκαν από κοντινά εμπορικά σκάφη.

Αξιοσημείωτο είναι πως οι τελευταίες κινήσεις του πλοίου έρχονται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Λιμενικού και αποκαλύπτουν ασυνέπειες στην επίσημη περιγραφή των γεγονότων, συμπεριλαμβανομένης της κατεύθυνσης και της ταχύτητας του αλιευτικού.

Ίσως το πιο κρίσιμο σημείο είναι ότι η έρευνα φανέρωσε ότι το αλιευτικό άρχισε να κινείται προς τα δυτικά συναντώντας το μοναδικό σκάφος του Λιμενικού που στάλθηκε στο σημείο. Σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων στον Guardian και στους Έλληνες εισαγγελείς, το Λιμενικό είχε πει στους μετανάστες ότι θα τους οδηγούσε στην Ιταλία – κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την επίσημη εκδοχή ότι το αλιευτικό άρχισε να κινείται δυτικά από μόνο του.

Η έρευνα έδειξε επίσης ότι το σκάφος είχε κατεύθυνση νότια και ήταν σχεδόν ακίνητο για τουλάχιστον μία ώρα έως ότου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των επιζώντων, έλαβε χώρα μια δεύτερη και τελικά μοιραία απόπειρα ρυμούλκησης.

Η προσπάθεια ρυμούλκησης

Δύο επιζώντες περιέγραψαν μέσω του τρισδιάστατου μοντέλου την ίδια τη ρυμούλκηση, ενώ τρεις ακόμη, που κάθονταν μέσα ή στο κάτω κατάστρωμα του σκάφους, περιέγραψαν ότι προωθήθηκαν προς τα εμπρός «σαν πύραυλος», όμως ο κινητήρας δεν λειτουργούσε. «Αυτό υποδηλώνει προσπάθεια ρυμούλκησης», επισημαίνει ο Guardian.

Ένας άλλος επιζών είπε ότι άκουσε ανθρώπους να φωνάζουν για ένα σχοινί που έδεσε ο «ελληνικός στρατός» και περιέγραψε κι αυτός ότι ρυμουλκήθηκε για 10 λεπτά λίγο πριν βυθιστεί το αλιευτικό. «Αισθάνομαι ότι προσπάθησαν να μας διώξουν από το ελληνικό νερό για να τελειώσει η ευθύνη τους», είπε ένας ακόμη επιζών.

Τα δικαστικά έγγραφα δείχνουν επίσης ότι επτά στους οκτώ επιζώντες κατέθεσαν στον πολιτικό εισαγγελέα για την παρουσία σχοινιού, ρυμούλκησης και ισχυρής έλξης, σε καταθέσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 17 και 18 Ιουνίου.

Το ζήτημα με τις κάμερες

Οι ακριβείς συνθήκες της τραγωδίας δεν μπορούν να αποδειχθούν ακόμη, ελλείψει οπτικών στοιχείων. Αρκετοί επιζώντες κατέθεσαν ότι κατασχέθηκαν τα τηλέφωνά τους από τις ελληνικές αρχές, ενώ κάποιοι ανέφεραν ότι τραβήξαν βίντεο λίγες στιγμές πριν από τη βύθιση.

Παραμένουν αναπάντητα ερωτήματα όπως το γιατί το σκάφος του Λιμενικού που βρισκόταν στο σημείο δεν κατέγραψε την επιχείρηση με τις θερμικές κάμερες. Το σκάφος, που ονομάζεται 920, χρηματοδοτήθηκε κατά 90% από την ΕΕ για την ενίσχυση της Frontex στην Ελλάδα και αποτελεί μέρος των κοινών επιχειρήσεων της συνοριακής υπηρεσίας της ΕΕ. Η Frontex μάλιστα συνιστά ότι «εάν είναι εφικτό, όλες οι ενέργειες που λαμβάνονται θα πρέπει να τεκμηριώνονται με βίντεο».

Στις επίσημες ανακοινώσεις το Λιμενικό ανέφερε ότι η επιχείρηση δεν καταγράφηκε επειδή το πλήρωμα εστίασε στην επιχείρηση διάσωσης. Ωστόσο, πηγή μέσα από το Λιμενικό που επικαλείται ο Guardian, ανέφερε ότι οι κάμερες δεν χρειάζονται συνεχή χειροκίνητη λειτουργία και είναι εκεί ακριβώς για να καταγράφουν τέτοια περιστατικά.

Σημειώνεται πως δύο από τις πηγές της ακτοφυλακής είπαν στον Guardian ότι η ρυμούλκηση είναι ένας πιθανός λόγος για την ανατροπή του σκάφους, με το δημοσίευμα να θυμίζει την καταδίκη της Ελλάδας για το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι το 2014, όπου έχασαν τη ζωή τους 11 άνθρωποι.

Παραποιήθηκαν οι μαρτυρίες;

Επίσης, η έρευνα ασχολείται και με τους ισχυρισμούς που έχουν διατυπωθεί για παραποίηση καταθέσεων από τις ελληνικές αρχές. Γενικά, δόθηκαν δύο γύροι μαρτυριών –πρώτα στο Λιμενικό και μετά στον εισαγγελέα. Όλες είναι στη διάθεση του Guardian. Οι μαρτυρίες στο Λιμενικό από δύο διαφορετικούς επιζώντες, διαφορετικών εθνικοτήτων, είναι λέξη προς λέξη ίδιες όταν περιγράφουν τη βύθιση: «Ήμασταν πάρα πολλοί άνθρωποι στο σκάφος, το οποίο ήταν παλιό και σκουριασμένο… γι’ αυτό ανατράπηκε και βυθίστηκε στο τέλος».

Ενόρκως όμως στον εισαγγελέα, κάποιες μέρες αργότερα, οι ίδιοι επιζώντες περιγράφουν περιστατικά ρυμούλκησης και κατηγορούν το Λιμενικό για τη βύθιση. Ο ίδιος επιζών από τη Συρία που ανέφερε στην κατάθεσή του στο Λιμενικό ότι το σκάφος ανατράπηκε λόγω της παλαιότητας και του συνωστισμού, φαίνεται να κατέθεσε αργότερα: «Όταν την πάτησαν και λυπάμαι που το αναφέρω, το σκάφος μας βυθίστηκε. Πιστεύω ότι ο λόγος ήταν η ρυμούλκηση από το ελληνικό σκάφος».

Αν και η Frontex αντιμετωπίζει αυξανόμενες εκκλήσεις για αποχώρηση από την Ελλάδα, ο Guardian θεωρεί πως στην πραγματικότητα εξετάζει λιγότερο δραστικά μέτρα, όπως η διακοπή της συγχρηματοδότησης των πλοίων της Ελληνικής Ακτοφυλακής.