Συνεχίζονται τα δημοσιεύματα σε βρετανικά ΜΜΕ, σχετικά με τα Γλυπτά του Παρθενώνα.

Ads

Αυτή τη φορά ο Guardian επιχειρεί να απαντήσει σε 3 βασικά ερωτήματα γύρω από την υπόθεση, ενώ το δημοσίευμα φιλοξενεί δηλώσεις της υπεύθυνης για το πολιτιστικό ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας Charlotte Higgins.

Στο άρθρο παρατίθενται επίσης και δηλώσεις που έκανε τις προηγούμενες ημέρες ο Βρετανός ηθοποιός και συγγραφέας Stephen Fry, ο οποίος είπε πως η πράξη του Έλγιν μοιάζει με την «απομάκρυνση του Πύργου του Άιφελ από το Παρίσι ή του Στόουνχεντζ από το Σάλσμπερι».

Γιατί λοιπόν η συζήτηση φαίνεται να κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση; «Για πολλά χρόνια η συζήτηση αυτή βρισκόταν σε αδιέξοδο – η Ελλάδα αρνούνταν να αναγνωρίσει την κυριότητα της Βρετανίας, ενώ η Βρετανία δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται για το ζήτημα και κρατούσε σταθερή θέση. Όμως ένας αναπάντεχος πρωταγωνιστής αναζωπύρωσε τη συζήτηση: ο Τζορτζ Όσμπορν. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, ο οποίος από το 2021 έχει ρόλο ως πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, άρχισε συνομιλίες με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για την πιθανή επιστροφή των γλυπτών. (Η υπουργός Πολιτισμού Μισέλ Ντόνελαν δεν συμφωνεί, ωστόσο, υποστηρίζοντας ότι η επιστροφή των μαρμάρων θα ήταν ένας “επικίνδυνος” και “ολισθηρός” δρόμος – επειδή κι άλλοι μπορεί να αποφασίσουν ότι θέλουν κι αυτοί τα πράγματά τους πίσω)» τονίζει η αρθρογράφος του Guardian.

Ads

Σύμφωνα λοιπόν με τη Charlotte Higgins, υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι για τους οποίους τα πράγματα αλλάζουν: η διάθεση του κοινού, η στάση του Βρετανικού Μουσείου και ο ρόλος των μουσείων γενικότερα στην κοινωνία.

«Η όλη συζήτηση σχετικά με την πολιτιστική αποκατάσταση έχει γίνει γενικότερα πιο καυτή και νομίζω ότι το ευρύ κοινό, εκτός των τοίχων του μουσείου, έχει αρχίσει να σκέφτεται αρκετά διαφορετικά γι’ αυτό», υποστηρίζει.

Μάλιστα, μια δημοσκόπηση της YouGov, από το Parthenon Project, μια ομάδα που κάνει εκστρατεία για την επιστροφή τους, έδειξε ότι το 53% υποστήριξε την επιστροφή, το 20% δήλωσε ότι δεν έχει ισχυρή γνώμη ούτε προς τη μία ούτε προς την άλλη κατεύθυνση, ενώ το 21% ήταν αντίθετο. Φαίνεται επίσης ότι υπάρχει πλέον πραγματική βούληση στο Βρετανικό Μουσείο να διευθετηθεί το ζήτημα αυτό. «Νομίζω ότι ο Τζορτζ Όσμπορν αποφάσισε ότι κάτι πρέπει να αλλάξει επί των ημερών του», προσθέτει η Higgins.

Γενικότερα, συνεχίζει το δημοσίευμα, βρίσκεται σε εξέλιξη μια επανεκτίμηση της σημασίας των μουσείων στον σύγχρονο κόσμο. Για πολλούς, δεν θεωρούνται πλέον ουδέτεροι χώροι, που φυλάνε ή φροντίζουν ιερούς, αρχαίους θησαυρούς, αλλά «θεσμοί που έχουν τις ρίζες τους, πολύ συχνά, στην ιστορία του ιμπεριαλισμού και, ως εκ τούτου, έχουν κάποιου είδους ευθύνη να γίνουν χώροι συμφιλίωσης και εξιλέωσης», λέει η Higgins. Η αναγνώριση αυτής της ηθικής ευθύνης έχει αλλάξει το ύφος αυτής της συζήτησης, σύμφωνα με τον Guardian.

Γιατί όμως άργησε τόσο πολύ; Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, για μεγάλο χρονικό διάστημα πολλοί έστρεφαν την προσοχή τους στη νομοθεσία για να μεταφερθούν τα γλυπτά πίσω στην Ελλάδα, αλλά αυτή ήταν μια «όλο και πιο μάταιη προσπάθεια». Το Βρετανικό Μουσείο έλεγε ότι τα χέρια του ήταν δεμένα νομικά και ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να αλλάξει τη νομοθεσία της, ενώ η κυβέρνηση έριχνε το βάρος πίσω στο διοικητικό συμβούλιο του μουσείου, ως νόμιμους ιδιοκτήτες των μαρμάρων.

Αυτό το «αδιέξοδο», λέει η Higgins, «λειτούργησε με πολύ βολικό τρόπο, διότι διατήρησε το status quo». Αλλά έχει γίνει σαφές ότι αυτός ο τρόπος κατανόησης της ιδιοκτησίας είναι εξαιρετικά περιοριστικός. «Τα αντικείμενα αυτά δημιουργήθηκαν πολύ πριν εφευρεθεί οποιοδήποτε βρετανικό νομικό πλαίσιο. Υπάρχει η αίσθηση ότι, προκειμένου να ξεφύγουμε από αυτό, πρέπει να αναπτυχθεί ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης», προσθέτει η Higgins.

Όσο για το μέλλον, το «σίριαλ» θα συνεχιστεί για καιρό ακόμα, σύμφωνα με το βρετανικό μέσο, καθώς δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι η Βρετανία σκοπεύει -ή ακόμη και ότι μπορεί- να παραχωρήσει άμεσα την κυριότητα των γλυπτών του Παρθενώνα. Ωστόσο, ο Όσμπορν φέρεται να έχει ετοιμάσει μια συμφωνία που διευκολύνει κάποιου είδους μακροπρόθεσμη «πολιτιστική ανταλλαγή». Δεν θα πρόκειται όμως για δάνειο, διότι κάτι τέτοιο θα απαιτούσε από την Ελλάδα να αναγνωρίσει ότι η Βρετανία είναι ο ιδιοκτήτης των 2.500 ετών αντικειμένων.

«Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, ο άδειος χώρος στο μουσείο της Ακρόπολης για τα υπόλοιπα τμήματα των γλυπτών μπορεί τελικά να γεμίσει» καταλήγει η αρθρογράφος.